Τι λεει ο αγιος Νεκταριος για τις σχεσεις μας με τους Αιρετικους.

 Τὸ κατεξοχὴν ἔργο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου περὶ τοῦ πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι τὸ «Περὶ Ἀνεξιθρησκείας» (Ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι ἐκδόσεων Παναγόπουλου ). Ἂς δοῦμε μερικὰ ἀποσπάσματα…

Λέει ὁ ἅγιος Νεκτάριος γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου:

«Πρῶτον χρέος εἰς τὸν τῆς Ἐκκλησίας προστάτην τὸ νὰ ἐπιμελεῖται νὰ στηρίζει εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ νὰ καταρτίζῃ εἰς τὴν θεάρεστον πολιτείαν τοὺς ἐγκεχειρισμένους αὐτῷ ὀρθοδόξους. 

Δεύτερον ἔργον καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο, καὶ οἶον ἐκ περιουσίας κατόρθωμα, τὸ νὰ ἀγωνίζεται διὰ νὰ κερδίσει καὶ τοὺς ἐξ ἀλλοτρίας θρησκείας ἢ κόμματος, καὶ νὰ συναγάγῃ τοὺς πλανωμένους εἰς τὰ σκότη τῆς ἀσεβείας ἢ τῆς αἱρέσεως. ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ (τὸ ὁποῖον καὶ ἐδῶ περιττὸν ἴσως δὲν εἶναι νὰ τὸ προσθέσω) ΟΧΙ ΜΕ ΑΛΛΟΝ ΤΡΟΠΟΝ, ΠΑΡΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΣΟΝ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ».

Ἀφοῦ λοιπὸν προσέχει καὶ κατηχεῖ σωστὰ τὸ δικό του ποίμνιο ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, τότε μόνο ἂς προσπαθήσει νὰ διορθώσει καὶ τοὺς πλανεμένους. Μὲ ποιὸν τρόπο; Μὰ φυσικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Ἀφήνει περιθώρια γιὰ παρερμηνεῖες καὶ ὑποθέσεις ὅτι μπορεῖ καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα ὁ ἐπίσκοπος νὰ συμπροσεύχεται καὶ νὰ συλλειτουργεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ νὰ κατορθώσει νὰ τοὺς διορθώσει; Ὄχι βέβαια.

Λέει κάπου ἀλλοῦ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος γι᾿ αὐτὸν ποὺ «περιέρχεται δὲ εἰς λύμην καὶ διαστροφὴν καὶ ἐξαπάτην τῶν ὑγιαινόντων τέκνων τῆς πίστεως»:

«Τὸν τοιοῦτον, ἀφ᾿ οὗ τοιουτοτρόπως ἐξέστραπται καὶ ἀνιάτως οὕτως ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος, ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἔσω καὶ πνευματικὴν συνάφειαν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἔξω καὶ βιωτικὴν κοινωνίαν, ὅσον εἶναι δυνατόν, τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ τοῦτο διὰ δύο αἰτίας: πρῶτον, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν εἰς αὐτὸν εὐκολίαν μὲ τὴν ἀδιάφορον καὶ ἀπαραφύλακτον συναναστροφὴν νὰ διαστρέφῃ τᾶς ψυχὰς τῶν ἁπλούστερων, καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν κακὴν ζύμην εἰς τὸ λοιπὸν εἰλικρινὲς φύραμα καὶ δεύτερον, διὰ νὰ τὸν κολάσωμεν τρόπον τινὰ καὶ νὰ τὸν συστείλωμεν μὲ τὴν τοιαύτην ἀποστροφήν, ἥτις ἐνδέχεται μὲν νὰ γένῃ ἐπιστροφῆς ἀφορμὴ καὶ ἀνανήψεως, γίνεται δὲ πάντως (ἂν ἐκεῖνο δὲν ἀκολουθήσῃ) μία ποινὴ πρὸς αὐτὸν τῆς ἀποστασίας δικαία καὶ πρέπουσα.

Ἔχομεν περὶ τούτου σαφῆ τὴν Δεσποτικὴν παραγγελίαν: «Εἰ ἡ χείρ σου ἢ ὁ πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ» (Ματθ. ιη´ 8). «Καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἐξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ» (αὐτ. 9). Ἐὰν καὶ σοῦ, καὶ πολλῶν ἄλλων μετά σου, καὶ τελευταῖον καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀδελφός σου παρακούσῃ, «ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (αὐτ. 17). Ἔχομεν τὴν Ἀποστολικὴν διαταγήν: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ´ 10)

Καὶ προσέξετε τώρα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία ποὺ φέρνει:

1) «Διηγεῖται ὁ θεῖος Εἰρηναῖος (βιβλ. γ´, κεφ. γ´), ἐξ ἀκοῆς τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου, ὅτι ὑπάγοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς ἕνα λουτρὸν ἐν Ἐφέσῳ μίαν ἡμέραν διὰ νὰ λουσθῇ, ὡς ἤκουσεν ὅτι μέσα ἦτον Κήρινθος ὁ Αἱρεσιάρχης καὶ ἐλούετο, ἐξεπήδησεν εὐθὺς ὁ τοῦ Κυρίου μαθητής, καὶ φεύγωμεν (ἔκραξε) φεύγωμεν, μήποτε συμπέσῃ τὸ βαλανεῖον ἐπάνω μας ἔνδον γὰρ Κήρινθος, ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρός.

2) Ἀναγινώσκομεν εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν ὅτι οἱ Σαμοσατεῖς δὲν ἤθελαν πλέον νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὰ θερμὰ εἰς τὰ ὁποῖα εἶχε πλυνθῆ ὁ Ἀρειανὸς Εὐνόμιος.

3) Ἀναγινώσκομεν ὅτι τὰ παιδία τῶν Σαμοσατέων, ἐπειδὴ μία σφαῖρα μὲ τὴν ὁποίαν ἔπαιζον εἶχε κυλισθῇ μεταξὺ τῶν ποδῶν τῆς ἡμιόνου ἐφ᾿ ἧς καθήμενος ὁ τὰ Ἀρείου νοσῶν ἐπίσκοπος Λούκιος, κατὰ συγκυρίαν ἐκεῖθεν τότε διέβαινεν, ἄναψαν εὐθὺς φωτίαν, καὶ διεβίβασαν διὰ τῆς φλογὸς τὴν σφαῖραν, μὴ τολμήσαντα τὰ παιδία νὰ τὴν μεταχειρισθοῦν, πρὶν διὰ τοῦ πυρὸς (ὡς ἐνόμιζον) τὴν καθαρίσουν.»

Βλέπετε «ζηλωτισμοὶ» καὶ φανατισμοὶ μόλις ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανούς; Μὰ καλὰ αὐτοὶ ποὺ ἦταν μάρτυρες αὐτήκοοι τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων του δὲν μπόρεσαν νὰ ἐννοήσουν τὸ «τῆς ἀγάπης κεφάλαιο»; O ἴδιος ὁ ἐπιστήθιος μαθητής Του φοβήθηκε νὰ μὴν μολυνθεῖ ἀπὸ τὸν Κήρινθο ἐπειδὴ θὰ συνέπιπτε στὸν ἴδιο χῶρο μαζί του; Αὐτὸς ποὺ εἶναι γνωστὸς ὡς μαθητὴς τῆς ἀγάπης;

Ἐξηγεῖ λοιπὸν ὁ Ἅγιος:

«Αὐστηρὸς ἴσως καὶ περιττὸς φανῇ εἰς τινὰ ὁ ἀποστολικὸς ζῆλος, ἁπλοϊκὴ ἡ τῶν Σαμοσατέων δεισιδαιμονία, παιδαριώδης ἡ τῶν σφαιριζόντων παιδιῶν εὐλάβεια. Ἀλλ᾿ ἐκείνη ἦτον μία ἔμπρακτος τοῦ ἀποστόλου διδασκαλία πρὸς τοὺς ἀρτίως πιστεύσαντας Ἐφεσίους, ὁποῦ τοὺς ἐδίδασκε νὰ προσέχουν καὶ νὰ φυλάττωνται πάση δυνάμει Κήρινθον τὸν ἀπατεῶνα, ὅστις ἀγῶνα καὶ ἔργον ἐπιμελὲς εἶχε τὸ νὰ τοὺς διαστρέψῃ τὴν πίστιν, καὶ νὰ τοὺς ποτίσῃ τὴν αἵρεσιν καὶ εἰς τῶν Σαμοσατέων καὶ ἀνδρῶν καὶ παίδων τὸν ἀποτροπιασμόν, εἶναι ἀξιέπαινος καὶ ἀξιομίμητος, ἂν ὄχι ἄλλο, ἡ προσοχὴ τὴν ὁποίαν καὶ εἰς τὰ παραμικρὰ ἔδειχναν κατ᾿ ἐκείνων ὁποῦ ἠγωνίζοντο νὰ τοὺς συναρπάσουν εἰς τὴν Ἀρειανικὴν ἀσέβειαν.»

Καὶ καταλήγει: «ΛΟΙΠΟΝ Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ ΔΙΑΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΝ ΑΛΛΟΤΡΙΟΤΗΤΑ».

Καὶ τώρα ἡ ἀναφορά του στὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἐκτὸς ἐκκλησίας αἱρετικούς:

«Ἡ περὶ τοὺς τοιούτους προσοχὴ τοῦ εὐσεβοῦς εἶναι τὸ νὰ φυλάττεται πρὸ πάντων ἐπιμελῶς ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν, ἢ ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν τοῦ ἐκείνων φρονήματος, μὴ τύχῃ καὶ συμπαρασυρῇ, ἔπειτα καὶ τὸ νὰ μὴν ἀνέχεται, μηδὲ νὰ ὑποφέρῃ ἀκούων παρ᾿ αὐτῶν ἐπηρεαζομένην τὴν ἰδίαν εὐσέβειαν, ἀλλὰ δυνάμενος μὲν νὰ ἀπαντᾷ καὶ νὰ ἀπολογῆται θεοφιλῶς, μὴ δυνάμενος δὲ νὰ ἐμφράττῃ, ὡς εἴρηται, τὰ ὦτα, καὶ νὰ δείχνῃ εἰς τοὺς ἐπηρεαστὰς φανερὰ τὰ σημεῖα τῆς θλίψεως καὶ ἡ μὲν προσοχὴ αὐτή. Η ΔΕ ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΟΥΤΩΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΙΣ ΜΟΝΑ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ τὰ δ᾿ ἄλλα ἐπιεικῶς καὶ φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα ἐν πάσῃ ἐλευθερίᾳ τὴν ἐξωτερικὴν μετὰ τούτων συνδιατριβήν τε καὶ κοινωνίαν, φυλάττοντες πρὸς αὐτοὺς πάντα τὰ ἀνθρώπινα δίκαια καὶ καθήκοντα, ἀγαπῶντες αὐτούς, καὶ τιμῶντες καὶ φιλοφρονούμενοι ὡς μέλη τοῦ κοινοῦ πολίτευματος.

ΦΕΥΓΕ ΜΟΝΗΝ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΟΙΟΥΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ, ΑΝ ΚΑΙ Ο ΒΙΟΣ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΕ ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΝΑ ΔΙΑΣΩΖΗΣ ΤΗΝ ΚΟΣΜΙΚΗΝ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑΝ.»

Σαφέστατος ὁ διαχωρισμός. Καὶ ὁ ἅγιος γράφει πολλὰ καὶ σπουδαῖα ἐπ᾿ αὐτοῦ στὶς σελίδες 42 μὲ 47 τοῦ ἔργου του ποὺ ἀναφέραμε.

Σημειώνω μία πρόταση μόνο:

«Εἶναι ψευδὲς ἐκεῖνο ὅπου ἐπιφέρουσιν, ὅτι αἱ ὁδοὶ τῆς εὐσεβείας εἶναι πολλαί… ὁδὸς μία καὶ αὐτὴ στενὴ καὶ ὄχι πλατεῖα… εἷς καὶ μόνος Θεὸς καὶ Κύριος».

Αὐτὰ γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστές. Νὰ πᾶμε ὅμως καὶ στοὺς «Ζηλωτές» (μὲ τὴν κακὴ ἔννοια τοῦ ὄρου). Ὅλους αὐτούς, δηλαδή, ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ δοῦν τοὺς αἱρετικοὺς κρεμασμένους, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ βαδίζουν στὴν ἀπώλεια.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στὸ βιβλίο τοῦ «Ποιμαντική» λέει πὼς: «Ὁ ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ ἐμμένῃ ἀείποτε (= ὑπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε συνθῆκες) ἐν ταὶς ἠθικαῖς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀρχαῖς»· καὶ σημειώνει ἐμφαντικά: Τὶς ἠθικὲς αὐτὲς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει κανένας δικαίωμα νὰ τὶς παραβαίνει οὔτε «δῆθεν λόγω δογματικῶν διαφορῶν».

Λέει ὁ ἅγιος: «Αἱ δογματικαὶ διαφοραὶ ὡς ἀναγόμεναι πρὸς μόνον τὸ κεφάλαιον τῆς πίστεως ἀφίενται ἐλεύθερον καὶ ἀπρόσβλητον τὸ τῆς ἀγάπης κεφάλαιον· τὸ δόγμα δὲν καταπολεμεῖ τὴν ἀγάπην».

Δηλαδὴ ἡ διαφορὰ δόγματος δὲν αἴρει, δὲν καταργεῖ, τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Ἀντίθετα: Ἡ ἀγάπη εἶναι τόσο πλατειὰ ὥστε συγκαταβαίνει «καὶ χαρίζεται» στὸ μὴ δόγμα. «Πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει». Δὲν ἐπιτρέπεται τὸ δόγμα οὔτε νὰ καθιστᾷ τὴν ἀγάπη ἀνενεργή, οὔτε νὰ τὴν ἀλλοιώνει· οὔτε πολύ, οὔτε στὸ ἐλάχιστο. «Δι᾿ ὃ οὐδ᾿ ἡ τῶν ἑτεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν᾿ ἀλλοιώσῃ τὸ πρὸς αὐτοὺς τῆς ἀγάπης συναίσθημα», τὸ χρέος τῆς ἀγάπης.

Ἂν οἱ ἑτερόδοξοι ἐμμένουν στὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας τους, καὶ συνεπῶς, φαίνεται ὁλοκάθαρα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι «πᾶς πόνος μάταιος», τί λόγο ὑπάρξεως ἔχουν οἱ διάλογοι καὶ οἱ ἐπικοινωνίες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς; Ἀσφαλῶς, θὰ ἔπρεπε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νὰ ἔλεγε: Λάθος. Συγγνώμη, ἂν εἶπα κάπου ἀλλοῦ στὰ βιβλία μου κάτι διαφορετικό. Ὅμως δὲν τὸ λέει. Τί λέει;

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέει: «Ἔστι λίαν πιθανὸν νὰ ἑλκύση πρὸς ἑαυτὸν (ὁ ἐπίσκοπος ὁ διαχειριζόμενος τὸν διάλογον) καὶ τὴν ἐξ ἐσφαλμένης περιωπῆς κρίνουσαν δογματικόν τι ζήτημα ἑτερόδοξον ἐκκλησίαν»

Δηλαδὴ ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέει: Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται «ἀδύνατον» καὶ «πόνος μάταιος», «ἔστι λίαν πιθανόν». Ἔτσι δὲν ξεκινάει κάθε ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς; Ὑπάρχει ποτὲ βεβαιότητα γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα;

Ὁ διάλογος ἔχει πρέπει νὰ ἔχει ΜΟΝΟ ἕνα σκοπό. Νὰ βοηθήση τὴν ἑτερόδοξη ἢ σχισματικὴ «ἐκκλησία», νὰ καταλάβη τὸ λάθος της. Γιατί μόνο τότε μπορεῖ, ὑπάρχει πιθανότητα, νὰ ἐπανέλθῃ στὴν Ὀρθοδοξία καὶ στὴν σωτηρία (ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία), ὄχι ἕνα ἄτομο μόνο, ἀλλὰ ἕνα σύνολο, μιὰ ὁλόκληρη «Ἐκκλησία».

Ὁ στόχος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου εἶναι καθαρὰ ποιμαντικός. Ἀφορᾷ στὴν σωτηρία. Ὁ ἐπίσκοπος, ἡ Ἐκκλησία, ἐργάζεται μόνο γιὰ τὴν σωτηρία. Ὄχι γιὰ τὰ ὅποια σχέδια.

Στὸ «Γεροντικό» διαβάζουμε:

Δυὸ μοναχοὶ συναντοῦν, χωριστὰ ὁ καθένας, ἕναν ἱερέα τῶν εἰδώλων στὴν ἔρημο. Ὁ πρῶτος μιλάει δογματικά, ὅπως τὸν ἔβλεπε ὑπὸ τὸ πρῖσμα τοῦ δόγματος, ὅτι ἡ εἰδωλολατρεία εἶναι δαιμονικὴ θρησκεία καὶ οἱ ἱερεῖς της ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου.
Τοῦ λέει:

– Αἴ, αἲ δαῖμον! Ποῦ τρέχεις;

Ὁ ἄλλος μοναχός του μιλάει μὲ τὴν χριστιανικὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη. Τοῦ λέει:

– Σωθείης· σωθείης, καματηρέ!

Αὐτὸ σημαίνει καλὴ μεθόδευση· καλὴ στρατηγική.

Ρωτάει μὲ ἀπορία ὁ ἱερέας τὸν ἅγιο Μακάριο:

– Τί καλὸ εἶδες ἐπάνω μου, χριστιανὸς σύ, καὶ μοῦ μιλᾷς μὲ τόσο καλὸ τρόπο;

Ἀπαντάει ὁ ἅγιος:

– Βλέπω, ὅτι ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ψυχή σου μὲ ζῆλο. Καὶ σὲ λυπᾶμαι, γιατὶ δὲν τὸ ἔχεις καταλάβει, ὅτι ὁ κόπος σου θὰ πάει χαμένος!…

Ἀποτέλεσμα:

  • Τὰ λόγια του πρώτου ἐξόργισαν τὸν ἱερέα τόσο, ποὺ ὅρμησε ἐπάνω του καὶ τὸν «σάπισε» στὸ ξύλο.
  • Τὰ λόγια του δευτέρου, τὸν κατένυξαν τόσο, ποὺ ἄφησε τὴν εἰδωλολατρεία καὶ τὸ ἐπίζηλο ἀξίωμά του, καὶ ἔγινε χριστιανὸς καὶ μοναχός (Ἀββᾶ Μακαρίου, λθ´).

Τὸ πιστεύω καὶ τῶν δυὸ μοναχῶν ἦταν τὸ ἴδιο. Ὁ ἕνας ἔκαμε μία ἄκριτη μετωπικὴ ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ ἱερέα τῶν εἰδώλων. Ὁ ἅγιος Μακάριος ἐφάρμοσε μία στρατηγική· ἔκαμε μία μεθόδευση. Καὶ ἐκέρδισε μιὰ μεγάλη νίκη. Ἐκέρδισε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐκέρδισε τὸν ἀδελφό του. Γιὰ τὴν αἰωνία ζωή.

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός

Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπώμεν τον Θεόν μας, διότι μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην εδώ να κατοικώμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θαλάσσας, αέρα, ημέραν, νύχτα, ουρανόν, ήλιον κ.λ.π. Όλα αυτά διά ποιόν τα έκαμεν, ειμή δι’ ημάς; Τι μας εχρεώστει; Τίποτε. Όλα χάρισμα. Μας έκαμεν ανθρώπους, δεν μας έκαμεν ζώα. Μας έκαμεν ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς, και όχι ασεβείς αιρετικούς. Αν και αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την κόλασιν, αλλά περιμένει την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμομεν τα καλά, να εξομολογηθώμεν, να διορθωθώμεν, να μας εναγκαλισθεί, να μας βάλη εις τον παράδεισο να χαιρόμεθα πάντοτε.

Πρέπον και εύλογον είναι, αδελφοί μου, όταν ένας διδάσκαλος θέλει να διδάξη να εξετάζη πρώτον τι λογής ακροατάς έχει, έπειτα και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είναι. Λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, οπού αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον, τον αποστολικόν, δια την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου μου, εξέταξα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και Θεού δεν είστε ασεβείς, αιρετικοί και άθεοι, αλλά είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί, πιστεύετε και είστε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος και είστε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Και όχι μόνον δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια να σας φιλήσω, διατί  ο καθένας από λόγου σας είναι τιμιώτερος από όλον τον κόσμον. Λοιπόν πρέπει η αφεντιά σας να ηξεύρετε και δια λόγου μου.

Εγώ, αδελφοί μου, επαιδεύθηκα εις την σπουδήν σαράντα και πενήντα χρόνους, εδιάβασα πολλά και διάφορα βιβλία και περί Εβραίων και περί Ελλήνων και περί άλλων ασεβών και αιρετικών, ερεύνησα τα βάθη της σοφίας και ηύρα ότι οι άλλες πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον η δική μας, η χριστιανική είναι ορθόδοξος, αληθινή και αγία. Δια τούτο σας λέγω, αδελφοί μου χριστιανοί, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, οπού ευρέθητε χριστιανοί ορθόδοξοι και να κλαίετε και να θρηνήτε τους απίστους και αιρετικούς, οπού ευρίσκονται εις το σκότος. Δια αυτούς έγινεν η Κόλασις, αυτή είναι η καθολική πατρίδα τους. Χιλιάδες καλά να κάμουν, χωρίς το άγιον βάπτισμα τίποτες δεν ωφελούνται. Ετούτην την ζωήν ας την χαρούν με όλα τα αγαθά τους και από την άλλην, την ουράνιον, ας μην ελπίζουν τίποτες. 

Η άλλη είναι εμάς των χριστιανών, των βαπτισμένων, των μυρωμένων, των εξομολογουμένων, των μεταλαβημένων, εμάς των ταλαιπωρημένων, των πεινασμένων, των διψασμένων, των στενοχωρημένων, των υβρισμένων, των δαρμένων, των φυλακωμένων και όσοι τα παθαίνουν αυτά δια την αγάπην του Χριστού, εκείνων είναι βέβαια η άλλη ζωή, ο Παράδεισος και καλότυχοι εκείνοι οπού τραβούν εδώ θλίψεις και βάσανα και ταλαίπωροι εκείνοι οπού έχουν όλα τα χουζούρια και τες ανάπαυσες και τρων και πίνουν ξέγνοιαστοι.

Και τότε θέλει έλθει μετά δυνάμεως και δόξης πολλής ο φοβερός κριτής, ο βασιλεύς των βασιλευόντων, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, με χιλιάδες αγγέλων και μύριες μυριάδες αρχαγγέλων και θέλει καθίσει επί θρόνου υψηλού δια να κρίνη τον κόσμον. Τότε θέλει χωρίσει τους ανθρώπους εις δύο, καθώς χωρίζει ο πιστικός τα πρόβατα από τα γίδια. Και τα μεν πρόβατα, ήγουν τους καλούς και δικαίους, να τους βάλη εις τα δεξιά, τα δε γίδια, ήγουν τους κακούς και αμαρτωλούς, εις τα ζερβά και τότε έχει να κρίνη και να εξετάση τον καθέναν κατά τα έργα του. Και εκείνους οπού εφύλαξαν το άγιον Βάπτισμα και έκαμαν τες εντολές τους και εις το τέλος της ζωής τους εξωμολογήθηκαν και εκοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια θέλει τους βάλει εις την βασιλείαν του την ουράνιον, εις τον τόπον τον αγγελικόν, να χαίρωνται  και  να ευφραίνωνται την δόξαν του πάντοτε, τους δε απίστους και αιρετικούς και όσους εμόλυναν το άγιον Βάπτισμα και δεν εφύλαξαν τες παραγγελίες του και δεν εξωμολογήθηκαν, αλλά απέθαναν αμετανόητοι, θέλει τους πέμψει εις τα κατώτατα του Άδου, εις το πυρ το αιώνιον, να καίωνται και να φλογίζωνται πάντοτε με τον πατέρα τους τον διάβολον. Και τότε θέλουν κόπτονται και να θρηνούν και  να κλαίουν απαρηγόρητα και να λέγουν: Αχ, κακόν κεφάλι οπού είχαμεν! Μας τα ήλεγαν τα βιβλία της Εκκλησίας και δεν ακούαμεν, μας τα εφώναζαν οι διδάσκαλοι και δεν τα εβάναμεν εις τον νουν μας, αλλά τους επεριγελούσαμεν και τα κακά και τες αμαρτίες δεν τες αφήναμεν ούτε εστοχαζόμασταν ετούτην την ώραν ποτέ. Λοιπόν τώρα αλλοίμονον εις ημάς.

ΠΗΓΗ.ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Advertisement

ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΠΩΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΕΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΠΩΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

«Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστι Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορ. γ΄11). «ἐποικοδομηθέντες τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν». «Τῷ θεμελίῳ», λέγει, “τῶν Ἀποστόλων” καὶ οὐχὶ τοῦ Πέτρου, καθὼς παραφρονεῖ ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία. Ἐὰν ὁ Κλήμης Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, διότι ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Πέτρο, τότε ὅσοι ἐπίσκοποι χειροτονήθησαν ἀπὸ τὸν Πέτρο εἶναι διάδοχοί του, καὶ ὄχι μόνο ὁ Κλήμης. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐχειροτόνησε τὸν Πάπα Κλήμεντα ἐπίσκοπο Ρώμης μόνο, καὶ ὄχι τῆς οἰκουμένης ὅλης. Ἐὰν ὁ θάνατος τοῦ Πέτρου ἔδωσε τέτοιο προνόμιο στὸν Πάπα νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μονάρχης ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τὰς Συνόδους, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ ἔχει αὐτὰ τὰ προνόμια ὁ Ἱεροσολύμων διὰ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.

 

Λέγοντας ὁ Πάπας πὼς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξώρισε ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία τὸν Δεσπότη πάντων Χριστόν, καὶ ἔτσι ἔμεινε ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία χήρα ἀπὸ τὸν Χριστό.

 

 Ὅταν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρωτοκαθεδρία, νὰ καθήσουν ὁ ἕνας δεξιά του καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά του (Μάρκ.ι´35-38), ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὴν πρωτοκαθεδρία τὴν ἔχω δώσει στὸν Πέτρο, ἀλλά, ὅτι «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται διάκονος ὑμῶν, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος».

Ὅταν οἱ ἀπόστολοι κατὰ τὸν μυστικὸν Δεῖπνον ἔπεσαν σὲ φιλονικία, διὰ τὰ πρωτεῖα, ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε πὼς ὁ Πέτρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος, ἐπειδὴ αὐτὸν ἀφήνω ἐπίτροπον εἰς τὸ ποίμνιον, αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ ὅλων σας. (Λουκ. κβ’ 24-26). Ἀλλὰ τοὺς εἶπε ὅτι “οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται, ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γενέσθω ὡς ὁ νεώτερος καὶ ὁ ἀνακείμενος ὡς ὁ διακονῶν”.

Ἔφερε καὶ παράδειγμα ὁ Κύριος τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγονται Ραββί, ὅμως ἐσεῖς, οἱ δικοί μου μαθηταὶ μὴν πέσετε στὸ πάθος αὐτό, μὴ ζητεῖτε τὸ πρωτεῖον αὐτό, ὑμεῖς μὴ κληθῆτε καθηγηταί, «εἷς γάρ ἐστιν ὁ καθηγητὴς Χριστός, καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ἐπὶ τῆς γῆς. Εἷς ἐστιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑμεῖς δὲ πάντες ἀδελφοὶ ἐστέ».

Οἱ  Ἀπόστολοι ἔπεμψαν τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην στὴν Σαμάρεια, ὅταν ἄκουσαν πὼς ἐδέχθη τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἄρχων πάντων, πῶς πέμπεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους; πράγμα ποὺ δὲν τὸ δέχεται οὔτε ἡ συνήθεια οὔτε τὸ δίκαιον;

Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι τοῦτοι οἱ καπνοὶ τῆς φιλοδοξίας, καὶ πρωτοκαθεδρίας δὲν ἐχώρησαν μέσα εἰς τὰς θεοφόρους κεφαλὰς τῶν Ἀποστόλων, ἀλλ᾽ ὅλοι ἦταν ὁμοταγεῖς, ἀδελφοὶ κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίοu, ἐπίσης διδάσκαλοι πάσης τῆς οἰκουμένης. Ὄχι διῃρημένως ὁ ἕνας στὴ Ρώμη, ὁ ἄλλος ἀλλαχοῦ, ἀλλὰ πανταχοῦ καθ᾽ ἕνας τὴν αὐτὴ ἐξουσία εἶχε καὶ τὸ αὐτὸ Ἀποστολικὸ προνόμιο.

Ἔτσι ὁ Πάπας διὰ νὰ στήση τὴν κεφαλήν του, ὄχι μόνον συκοφαντεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καταφρονεῖ καὶ τὸν μακάριο Πέτρο σμικρύνοντάς του τὸ Ἀποστολικόν του προνόμιο, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν χειροτονημένος διδάσκαλος πάσης της οἰκουμένης καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι, αὐτὸς τὸν περικλείει εἰς τὴν Ρώμην. Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἀρχή, πῶς ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀντεστάθη κατὰ πρόσωπον εἰς τὸν Πέτρον; Πῶς τὸν ἐλέγχει καθὼς ὁ ἴδιος γράφει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν του; «ὅτε ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀντέστην» (Γαλατ. β΄11).

Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν πρῶτος πῶς εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον δὲν ἀποφασίζει ὁ Πέτρος ὡς κεφαλὴ πάντων, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος; (Πράξ. ιε΄10-28). Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, καὶ ἰσότιμοι πάντες, καὶ οὐδένας εἶχε διωρισμένον θρόνον. Οἱ Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν παντοῦ Ἀρχιερεῖς, καὶ ἔδιδαν εἰς αὐτοὺς τέσσαρα χαρίσματα: πρῶτον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, δεύτερον τὴν Ἱερωσύνην, τρίτον τὴν χειροτονίαν, τέταρτον τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Καὶ αὐτὰ μερικῶς, καὶ ὄχι οἰκουμενικῶς, ἀλλὰ καθένας εἰς τὴν ἐπαρχίαν του ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐνεργοῦσε τὰ τῆς Ἱερωσύνης, ἔπραττε τὰ τῆς χειροτονίας, ἐτέλει τὰ τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του οὐδείς. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἀποστολικὸ χάρισμα. Οἱ Ἀπόστολοι, Ἀρχιερεῖς χειροτονοῦσαν καὶ ὄχι Ἀποστόλους. Οὐδεὶς τῶν χειροτονηθέντων ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔγινε διάδοχος καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος.

Δόγμα τῶν Παπικῶν εἶναι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπαν, ταυτὸν ἐστὶ τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν», ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν, δηλαδὴ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτόν του.

Ὁ Πάπας εἶναι κτίσμα, καὶ ἐπειδὴ ζητεῖ προνόμιον ὁπού τὸ ἔχει μόνος ὁ Θεός, τὸ νὰ πιστεύουν εἰς αὐτὸν τὰ κτίσματα, εἶναι ἱερόσυλος, καὶ παντάπασι τυφλός, ὅταν θέλει νὰ εἶναι ἀνώτερος τῶν Συνόδων; ὅταν φαντάζεται πὼς εἶναι ἀναμάρτητος; τί ἄλλο ὅταν διδάσκει πὼς εἶναι μονάρχης τῶν Ἐκκλησιῶν; παρὰ τὸ ὅτι εἶναι Θεός; καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἀναίσχυντον καὶ ἄθεον ἀπόφασιν θέλει νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ πιστεύεται ὡς Θεός; Τοῦτο τί ἄλλο εἶναι παρὰ φαντασία ἀθεΐας, τύφλωσις νοὸς εἰδωλολάτρου;

 

Ὁ 35ος Ἀποστολικὸς κανὼν βοᾶ : «Εἴ τις Ἐπίσκοπος τολμήσειε χειροτονίαν ποιῆσαι ἐν ταῖς μὴ ὑποκειμέναις αὐτῷ χώραις καὶ πόλεσι, παρὰ γνώμην τῶν κατεχόντων αὐτάς, καθαιρείσθω, ὅ τε χειροτονήσας καὶ χειροτονηθείς».

.       Ἐὰν ἦταν ὁ Ρώμης πρῶτος, πὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κλήμης ἔγραφε τὸν Ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ λέει: «Τοὺς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. Ἐκεῖνα δὲ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καὶ ταῖς ὑπ᾽ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός». Ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία τοῦ Πάπα καὶ τοῦτον τὸν κανόνα καθὼς καὶ ἄλλους πολλοὺς καταπάτησε (9ον τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου). Ὁ Πάπας ἀπὸ κενὴ φιλοδοξία, διὰ νὰ στήσῃ τὴν μοναρχικὴ ἐξουσία, ἰδιοποιῆται τὰ Ἀποστολικὰ χαρίσματα. Ἡ φιλοδοξία τοῦ Πάπα τὸν ἔφερε σὲ τέτοιο σημεῖο νὰ λέῃ ὅτι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπα, ταυτὸν ἔστι τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν, ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν”. Θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸς ὁ ὑπερβολικὸς τύφος τοῦ Πάπα, αὐτὴ ἡ μοναρχομανία του ἐγέννησε τόσας αἱρέσεις. Ποῦ ἡ χρυσὴ παραγγελία ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος, «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»; Ποῦ ὁ μακαρισμὸς «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», δηλαδὴ οἱ ταπεινοὶ ; Ποῦ τόσα καὶ τόσα παραδείγματα χρυσὰ καὶ λαμπρά τῆς ταπεινοφροσύνης ;

 Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μίμησις τοῦ διαβόλου, διότι οἱ ἀποστατικὲς δυνάμεις, καθὼς ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, τὶς ἄλλες ἀρετὲς δύνανται κατά τινα τρόπον, νὰ μιμηθοῦν, τὴν δὲ ταπεινοφροσύνη οὐδέποτε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι γεννήτρια τροφὸς πασῶν των ἀρετῶν, μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παπικὴ ‘’ἐκκλησία’’ εἶναι νόθος ὀργανισμός. Σὲ ἕναν θνητὸν καὶ ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον συγκεντρώθηκε ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἡ παπικὴ ‘’ἐκκλησία’’ δὲν εἶναι Χριστοκεντρικὴ ἀλλὰ Παποκεντρική. Ὁ Πάπας ὑπέκυψε στὸν τρίτο καὶ τελευταῖο πειρασμὸ τοῦ Κυρίου στὴν ἔρημο.

 

 

—————————————————————————-

 

Ἁγ. Νεκταρίου: «Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος»,

ἐκδ. Ν. Παναγοπούλου, τόμ. Α’., Ἀθῆναι

 

ΠΩΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΕΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

agn25
Του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
=====
«Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστι Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορ. γ΄11). 
«Εποικοδομηθέντες τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν». «Τῷ θεμελίῳ», λέγει, “τῶν Ἀποστόλων” καὶ οὐχὶ τοῦ Πέτρου, καθὼς παραφρονεῖ ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία. Ἐὰν ὁ Κλήμης Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, διότι ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Πέτρο, τότε ὅσοι ἐπίσκοποι χειροτονήθησαν ἀπὸ τὸν Πέτρο εἶναι διάδοχοί του, καὶ ὄχι μόνο ὁ Κλήμης. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐχειροτόνησε τὸν Πάπα Κλήμεντα ἐπίσκοπο Ρώμης μόνο, καὶ ὄχι τῆς οἰκουμένης ὅλης.
Ἐὰν ὁ θάνατος τοῦ Πέτρου ἔδωσε τέτοιο προνόμιο στὸν Πάπα νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μονάρχης ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τὰς Συνόδους, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ ἔχει αὐτὰ τὰ προνόμια ὁ Ἱεροσολύμων διὰ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ. Λέγοντας ὁ Πάπας πὼς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξώρισε ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία τὸν Δεσπότη πάντων Χριστόν, καὶ ἔτσι ἔμεινε ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία χήρα ἀπὸ τὸν Χριστό.
 
Ὅταν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρωτοκαθεδρία, νὰ καθήσουν ὁ ἕνας δεξιά του καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά του (Μάρκ.ι´35-38), ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὴν πρωτοκαθεδρία τὴν ἔχω δώσει στὸν Πέτρο, ἀλλά, ὅτι«ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται διάκονος ὑμῶν, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος». Ὅταν οἱ ἀπόστολοι κατὰ τὸν μυστικὸν Δεῖπνον ἔπεσαν σὲ φιλονικία, διὰ τὰ πρωτεῖα, ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε πὼς ὁ Πέτρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος, ἐπειδὴ αὐτὸν ἀφήνω ἐπίτροπον εἰς τὸ ποίμνιον, αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ ὅλων σας (Λουκ. κβ’ 24-26). Ἀλλὰ τοὺς εἶπε ὅτι “οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται, ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γενέσθω ὡς ὁ νεώτερος καὶ ὁ ἀνακείμενος ὡς ὁ διακονῶν”.Ἔφερε καὶ παράδειγμα ὁ Κύριος τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγονται Ραββί, ὅμως ἐσεῖς, οἱ δικοί μου μαθηταὶ μὴν πέσετε στὸ πάθος αὐτό, μὴ ζητεῖτε τὸ πρωτεῖον αὐτό, ὑμεῖς μὴ κληθῆτε καθηγηταί, «εἷς γάρ ἐστιν ὁ καθηγητὴς Χριστός, καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ἐπὶ τῆς γῆς. Εἷς ἐστιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑμεῖς δὲ πάντες ἀδελφοὶ ἐστέ». Οἱ Ἀπόστολοι ἔπεμψαν τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην στὴν Σαμάρεια, ὅταν ἄκουσαν πὼς ἐδέχθη τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἄρχων πάντων, πῶς πέμπεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πράγμα ποὺ δὲν τὸ δέχεται οὔτε ἡ συνήθεια οὔτε τὸ δίκαιον; 

Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι τοῦτοι οἱ καπνοὶ τῆς φιλοδοξίας, καὶ πρωτοκαθεδρίας δὲν ἐχώρησαν μέσα εἰς τὰς θεοφόρους κεφαλὰς τῶν Ἀποστόλων, ἀλλ᾽ ὅλοι ἦταν ὁμοταγεῖς, ἀδελφοὶ κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἐπίσης διδάσκαλοι πάσης τῆς οἰκουμένης. Ὄχι διῃρημένως ὁ ἕνας στὴ Ρώμη, ὁ ἄλλος ἀλλαχοῦ, ἀλλὰ πανταχοῦ καθ᾽ ἕνας τὴν αὐτὴ ἐξουσία εἶχε καὶ τὸ αὐτὸ Ἀποστολικὸ προνόμιο. Ἔτσι ὁ Πάπας διὰ νὰ στήση τὴν κεφαλήν του, ὄχι μόνον συκοφαντεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καταφρονεῖ καὶ τὸν μακάριο Πέτρο σμικρύνοντάς του τὸ Ἀποστολικόν του προνόμιο, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν χειροτονημένος διδάσκαλος πάσης της οἰκουμένης καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι, αὐτὸς τὸν περικλείει εἰς τὴν Ρώμην. Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἀρχή, πῶς ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀντεστάθη κατὰ πρόσωπον εἰς τὸν Πέτρον; Πῶς τὸν ἐλέγχει καθὼς ὁ ἴδιος γράφει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν του «ὅτε ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀντέστην» (Γαλατ. β΄11);

Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν πρῶτος πῶς εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον δὲν ἀποφασίζει ὁ Πέτρος ὡς κεφαλὴ πάντων, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος (Πράξ. ιε΄10-28); Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, καὶ ἰσότιμοι πάντες, καὶ οὐδένας εἶχε διωρισμένον θρόνον. Οἱ Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν παντοῦ Ἀρχιερεῖς, καὶ ἔδιδαν εἰς αὐτοὺς τέσσαρα χαρίσματα: πρῶτον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, δεύτερον τὴν Ἱερωσύνην, τρίτον τὴν χειροτονίαν, τέταρτον τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Καὶ αὐτὰ μερικῶς, καὶ ὄχι οἰκουμενικῶς, ἀλλὰ καθένας εἰς τὴν ἐπαρχίαν του ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐνεργοῦσε τὰ τῆς Ἱερωσύνης, ἔπραττε τὰ τῆς χειροτονίας, ἐτέλει τὰ τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του οὐδείς. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἀποστολικὸ χάρισμα. Οἱ Ἀπόστολοι Ἀρχιερεῖς χειροτονοῦσαν, καὶ ὄχι Ἀποστόλους. Οὐδεὶς τῶν χειροτονηθέντων ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔγινε διάδοχος καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Δόγμα τῶν Παπικῶν εἶναι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπαν, ταυτὸν ἐστὶ τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν», ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν, δηλαδὴ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Πάπας εἶναι κτίσμα, καὶ ἐπειδὴ ζητεῖ προνόμιον ὁπού τὸ ἔχει μόνος ὁ Θεός, τὸ νὰ πιστεύουν εἰς αὐτὸν τὰ κτίσματα, εἶναι ἱερόσυλος, καὶ παντάπασι τυφλός, ὅταν θέλει νὰ εἶναι ἀνώτερος τῶν Συνόδων ὅταν φαντάζεται πὼς εἶναι ἀναμάρτητος; Τί ἄλλο ὅταν διδάσκει πὼς εἶναι μονάρχης τῶν Ἐκκλησιῶν παρὰ τὸ ὅτι εἶναι Θεός καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἀναίσχυντον καὶ ἄθεον ἀπόφασιν θέλει νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ πιστεύεται ὡς Θεός; Τοῦτο τί ἄλλο εἶναι παρὰ φαντασία ἀθεΐας, τύφλωσις νοὸς εἰδωλολάτρου; Ὁ 35ος Ἀποστολικὸς κανὼν βοᾶ: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος τολμήσειε χειροτονίαν ποιῆσαι ἐν ταῖς μὴ ὑποκειμέναις αὐτῷ χώραις καὶ πόλεσι, παρὰ γνώμην τῶν κατεχόντων αὐτάς, καθαιρείσθω, ὅ τε χειροτονήσας καὶ χειροτονηθείς».

 
Ἐὰν ἦταν ὁ Ρώμης πρῶτος, πὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κλήμης ἔγραφε τὸν Ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ λέει: «Τοὺς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. Ἐκεῖνα δὲ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καὶ ταῖς ὑπ᾽ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός». Ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία τοῦ Πάπα καὶ τοῦτον τὸν κανόνα καθὼς καὶ ἄλλους πολλοὺς καταπάτησε (9ον τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου). Ὁ Πάπας ἀπὸ κενὴ φιλοδοξία, διὰ νὰ στήσῃ τὴν μοναρχικὴ ἐξουσία, ἰδιοποιῆται τὰ Ἀποστολικὰ χαρίσματα. Ἡ φιλοδοξία τοῦ Πάπα τὸν ἔφερε σὲ τέτοιο σημεῖο νὰ λέῃ ὅτι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπα, ταυτὸν ἔστι τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν, ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν”. Θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸς ὁ ὑπερβολικὸς τύφος τοῦ Πάπα, αὐτὴ ἡ μοναρχομανία του ἐγέννησε τόσας αἱρέσεις. Ποῦ ἡ χρυσὴ παραγγελία ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος, «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»; Ποῦ ὁ μακαρισμὸς «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», δηλαδὴ οἱ ταπεινοὶ; Ποῦ τόσα καὶ τόσα παραδείγματα χρυσὰ καὶ λαμπρά τῆς ταπεινοφροσύνης;
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μίμησις τοῦ διαβόλου, διότι οἱ ἀποστατικὲς δυνάμεις, καθὼς ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, τὶς ἄλλες ἀρετὲς δύνανται κατά τινα τρόπον, νὰ μιμηθοῦν, τὴν δὲ ταπεινοφροσύνη οὐδέποτε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι γεννήτρια τροφὸς πασῶν των ἀρετῶν, μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία εἶναι νόθος ὀργανισμός. Σὲ ἕναν θνητὸν καὶ ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον συγκεντρώθηκε ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι Χριστοκεντρικὴ ἀλλὰ Παποκεντρική. Ὁ Πάπας ὑπέκυψε στὸν τρίτο καὶ τελευταῖο πειρασμὸ τοῦ Κυρίου στὴν ἔρημο.
ΠΗΓΗ:
Ἁγ. Νεκταρίου: «Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος», ἐκδ. Ν. Παναγοπούλου, τόμ. Α’., Ἀθῆναι. Χριστιανική Βιβλιογραφία

ΑΓ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΠΩΣ Ο ΠΑΠΑΣ ΕΞΕΘΕΜΕΛΙΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

 

Του Αγίου Νεκταρίου

«Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστι Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορ. γ΄11). «ἐποικοδομηθέντες τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν». «Τῷ θεμελίῳ», λέγει, “τῶν Ἀποστόλων” καὶ οὐχὶ τοῦ Πέτρου, καθὼς παραφρονεῖ ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία. Ἐὰν ὁ Κλήμης Ρώμης εἶναι διάδοχος τοῦ Πέτρου, διότι ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Πέτρο, τότε ὅσοι ἐπίσκοποι χειροτονήθησαν ἀπὸ τὸν Πέτρο εἶναι διάδοχοί του, καὶ ὄχι μόνο ὁ Κλήμης.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐχειροτόνησε τὸν Πάπα Κλήμεντα ἐπίσκοπο Ρώμης μόνο, καὶ ὄχι τῆς οἰκουμένης ὅλης. Ἐὰν ὁ θάνατος τοῦ Πέτρου ἔδωσε τέτοιο προνόμιο στὸν Πάπα νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μονάρχης ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τὰς Συνόδους, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ ἔχει αὐτὰ τὰ προνόμια ὁ Ἱεροσολύμων διὰ τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.

Λέγοντας ὁ Πάπας πὼς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξώρισε ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία τὸν Δεσπότη πάντων Χριστόν, καὶ ἔτσι ἔμεινε ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία χήρα ἀπὸ τὸν Χριστό.

Ὅταν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ πρωτοκαθεδρία, νὰ καθήσουν ὁ ἕνας δεξιά του καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά του (Μάρκ.ι´35-38), ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὴν πρωτοκαθεδρία τὴν ἔχω δώσει στὸν Πέτρο, ἀλλά, ὅτι «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται διάκονος ὑμῶν, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι πρῶτος, ἔστω πάντων δοῦλος».

Ὅταν οἱ ἀπόστολοι κατὰ τὸν μυστικὸν Δεῖπνον ἔπεσαν σὲ φιλονικία, διὰ τὰ πρωτεῖα, ὁ Κύριος δὲν τοὺς εἶπε πὼς ὁ Πέτρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος, ἐπειδὴ αὐτὸν ἀφήνω ἐπίτροπον εἰς τὸ ποίμνιον, αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ ὅλων σας. (Λουκ. κβ’ 24-26). Ἀλλὰ τοὺς εἶπε ὅτι “οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται, ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γενέσθω ὡς ὁ νεώτερος καὶ ὁ ἀνακείμενος ὡς ὁ διακονῶν”.

Ἔφερε καὶ παράδειγμα ὁ Κύριος τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγονται Ραββί, ὅμως ἐσεῖς, οἱ δικοί μου μαθηταὶ μὴν πέσετε στὸ πάθος αὐτό, μὴ ζητεῖτε τὸ πρωτεῖον αὐτό, ὑμεῖς μὴ κληθῆτε καθηγηταί, «εἷς γάρ ἐστιν ὁ καθηγητὴς Χριστός, καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ἐπὶ τῆς γῆς. Εἷς ἐστιν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑμεῖς δὲ πάντες ἀδελφοὶ ἐστέ». Οἱ Ἀπόστολοι ἔπεμψαν τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην στὴν Σαμάρεια, ὅταν ἄκουσαν πὼς ἐδέχθη τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἄρχων πάντων, πῶς πέμπεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους; πράγμα ποὺ δὲν τὸ δέχεται οὔτε ἡ συνήθεια οὔτε τὸ δίκαιον;

Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι τοῦτοι οἱ καπνοὶ τῆς φιλοδοξίας, καὶ πρωτοκαθεδρίας δὲν ἐχώρησαν μέσα εἰς τὰς θεοφόρους κεφαλὰς τῶν Ἀποστόλων, ἀλλ᾽ ὅλοι ἦταν ὁμοταγεῖς, ἀδελφοὶ κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίοu, ἐπίσης διδάσκαλοι πάσης τῆς οἰκουμένης. Ὄχι διῃρημένως ὁ ἕνας στὴ Ρώμη, ὁ ἄλλος ἀλλαχοῦ, ἀλλὰ πανταχοῦ καθ᾽ ἕνας τὴν αὐτὴ ἐξουσία εἶχε καὶ τὸ αὐτὸ Ἀποστολικὸ προνόμιο.

Ἔτσι ὁ Πάπας διὰ νὰ στήση τὴν κεφαλήν του, ὄχι μόνον συκοφαντεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καταφρονεῖ καὶ τὸν μακάριο Πέτρο σμικρύνοντάς του τὸ Ἀποστολικόν του προνόμιο, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν χειροτονημένος διδάσκαλος πάσης της οἰκουμένης καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι, αὐτὸς τὸν περικλείει εἰς τὴν Ρώμην. Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλὴ καὶ ἀρχή, πῶς ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀντεστάθη κατὰ πρόσωπον εἰς τὸν Πέτρον; Πῶς τὸν ἐλέγχει καθὼς ὁ ἴδιος γράφει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν του; «ὅτε ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀντέστην» (Γαλατ. β΄11).

Ἐὰν ὁ Πέτρος ἦταν πρῶτος πῶς εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον δὲν ἀποφασίζει ὁ Πέτρος ὡς κεφαλὴ πάντων, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος; (Πράξ. ιε΄10-28). Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, καὶ ἰσότιμοι πάντες, καὶ οὐδένας εἶχε διωρισμένον θρόνον. Οἱ Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν παντοῦ Ἀρχιερεῖς, καὶ ἔδιδαν εἰς αὐτοὺς τέσσαρα χαρίσματα: πρῶτον τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, δεύτερον τὴν Ἱερωσύνην, τρίτον τὴν χειροτονίαν, τέταρτον τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Καὶ αὐτὰ μερικῶς, καὶ ὄχι οἰκουμενικῶς, ἀλλὰ καθένας εἰς τὴν ἐπαρχίαν του ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐνεργοῦσε τὰ τῆς Ἱερωσύνης, ἔπραττε τὰ τῆς χειροτονίας, ἐτέλει τὰ τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του οὐδείς. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἀποστολικὸ χάρισμα.

Οἱ Ἀπόστολοι Ἀρχιερεῖς χειροτονοῦσαν, καὶ ὄχι Ἀποστόλους. Οὐδεὶς τῶν χειροτονηθέντων ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔγινε διάδοχος καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Δόγμα τῶν Παπικῶν εἶναι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπαν, ταυτὸν ἐστὶ τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν», ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν, δηλαδὴ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Πάπας εἶναι κτίσμα, καὶ ἐπειδὴ ζητεῖ προνόμιον ὁπού τὸ ἔχει μόνος ὁ Θεός, τὸ νὰ πιστεύουν εἰς αὐτὸν τὰ κτίσματα, εἶναι ἱερόσυλος, καὶ παντάπασι τυφλός, ὅταν θέλει νὰ εἶναι ἀνώτερος τῶν Συνόδων; ὅταν φαντάζεται πὼς εἶναι ἀναμάρτητος; τί ἄλλο ὅταν διδάσκει πὼς εἶναι μονάρχης τῶν Ἐκκλησιῶν; παρὰ τὸ ὅτι εἶναι Θεός; καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἀναίσχυντον καὶ ἄθεον ἀπόφασιν θέλει νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ πιστεύεται ὡς Θεός; Τοῦτο τί ἄλλο εἶναι παρὰ φαντασία ἀθεΐας, τύφλωσις νοὸς εἰδωλολάτρου;Ὁ 35ος Ἀποστολικὸς κανὼν βοᾶ : «Εἴ τις Ἐπίσκοπος τολμήσειε χειροτονίαν ποιῆσαι ἐν ταῖς μὴ ὑποκειμέναις αὐτῷ χώραις καὶ πόλεσι, παρὰ γνώμην τῶν κατεχόντων αὐτάς, καθαιρείσθω, ὅ τε χειροτονήσας καὶ χειροτονηθείς».

Ἐὰν ἦταν ὁ Ρώμης πρῶτος, πὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κλήμης ἔγραφε τὸν Ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ λέει: «Τοὺς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. Ἐκεῖνα δὲ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καὶ ταῖς ὑπ᾽ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός».

Ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία τοῦ Πάπα καὶ τοῦτον τὸν κανόνα καθὼς καὶ ἄλλους πολλοὺς καταπάτησε (9ον τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου). Ὁ Πάπας ἀπὸ κενὴ φιλοδοξία, διὰ νὰ στήσῃ τὴν μοναρχικὴ ἐξουσία, ἰδιοποιῆται τὰ Ἀποστολικὰ χαρίσματα. Ἡ φιλοδοξία τοῦ Πάπα τὸν ἔφερε σὲ τέτοιο σημεῖο νὰ λέῃ ὅτι «τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Πάπα, ταυτὸν ἔστι τὸ μὴ πιστεύειν εἰς τὸν Χριστόν, ὡσὰν νὰ ἦταν ὁ Πάπας καὶ ὁ Χριστὸς ἓν κατὰ τὴν οὐσίαν”. Θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸς ὁ ὑπερβολικὸς τύφος τοῦ Πάπα, αὐτὴ ἡ μοναρχομανία του ἐγέννησε τόσας αἱρέσεις. Ποῦ ἡ χρυσὴ παραγγελία ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος, «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»; Ποῦ ὁ μακαρισμὸς «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», δηλαδὴ οἱ ταπεινοὶ; Ποῦ τόσα καὶ τόσα παραδείγματα χρυσὰ καὶ λαμπρά τῆς ταπεινοφροσύνης;

Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μίμησις τοῦ διαβόλου, διότι οἱ ἀποστατικὲς δυνάμεις, καθὼς ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, τὶς ἄλλες ἀρετὲς δύνανται κατά τινα τρόπον, νὰ μιμηθοῦν, τὴν δὲ ταπεινοφροσύνη οὐδέποτε. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι γεννήτρια τροφὸς πασῶν των ἀρετῶν, μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία εἶναι νόθος ὀργανισμός. Σὲ ἕναν θνητὸν καὶ ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον συγκεντρώθηκε ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἡ παπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι Χριστοκεντρικὴ ἀλλὰ Παποκεντρική. Ὁ Πάπας ὑπέκυψε στὸν τρίτο καὶ τελευταῖο πειρασμὸ τοῦ Κυρίου στὴν ἔρημο.

Ἁγ. Νεκταρίου: «Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος», ἐκδ. Ν. Παναγοπούλου, τόμ. Α’., Ἀθῆναι

Πηγή ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Το είδα Κατάνυξις