Επιστολή προς τους Επισκόπους από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ορθοδόξων Λαϊκών»

Πτολεμαϊδα 11/4/201

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

6

   Σεβασμιώτατοι,


      Σήμερα και ο τελευταίος πιστός αναρωτιέται  πώς οι Επίσκοποι συμπορεύεστε, σιωπάτε άλλα και  υποστηρίζετε, πρόσωπα -εκκλησιαστικά και μη- που διαστρέφουν την Πίστη, αθετούν και λοιδορούν την Ορθόδοξη διδασκαλία.

Ἡ ἀφωνία, η αδιαφορία και ενίοτε οι κούφιοι νεολογισμοί με τους οποίους προσπαθείτε να δικαιολογήσετε την επέλαση της διαλυτικὴς θύελλας τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καταδεικνύουν στα μάτια του ευσεβούς λαού,  ὅτι επιλέξατε νὰ εἶστε φίλοι μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ βασιλέως Χριστοῦ.[1] «Βλέπετε τὸν κλέφτη και μαζί του συντροφιάζετε καὶ μὲ τὸν μοιχὸ ἔχετε δοσοληψίες»[2]        

«Τῆς εὐσεβείας τὰ δόγματα ἔχουν ἀνατραπεῖ, τῆς Ἐκκλησίας οἱ θεσμοὶ ἔχουν συγχηθεῖ. Οἱ φιλοδοξίες τῶν μὴ φοβούμενων τὸν Κύριο εἰσπήδησαν στὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα …ἔχει ἀμαυρωθεῖ ἡ ἀκρίβεια τῶν κανόνων.…οἱ λαοὶ μένουν ἀνουθέτητοι, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες δὲν ἔχουν τὸ θάρρος νὰ ἐκφραστοῦν, γιατὶ ἀφοῦ ἀπέκτησαν τὴν ἐξουσία μέσῳ ἀνθρώπων, εἶναι δοῦλοι αὐτῶν ποὺ τοὺς ἔκαναν τὴν χάρη». [3]

Όλοι εσείς οι Επίσκοποι εργάζεστε σιωπηλά και συστηματικά για την διάσπαση και το νέο σχίσμα της Εκκλησίας με το να υποθάλπετε και να συμπορεύεστε με κακοδοξιες, και με το να τιμάτε τους εργάτες των κακοδοξιών που περιφέρονται με κόδιον προβάτου. Όμως : «Οὐχ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν διατέτμηται μόνον [η Εκκλησία], ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν τὰ αὐτὰ φρονεῖν ἀλλήλοις λεγόντων διασπᾶται».[4]

Συμβάλλετε στην διάδοση της νοθείας της Πίστης για την οποία ο Κύριος και οι άγιοι μαρτύρησαν. Τιμάτε σαν αγγέλους ανθρώπους που με λόγια και έργα  περιφρονούν «γυμνή κεφαλή» την  διδασκαλία των Αποστόλων, των Αγίων Συνόδων και των Αγίων Πατέρων. Αναπαύεστε στη χλιαρή μεσότητα   μεταξύ Θεού και Βαάλ.[5]

Ὁ Πατριάρχης Κπόλεως κ. Βαρθολομαῖος καὶ οἱ σύν αυτώ -σὲ Φανάρι καὶ Ἑλλάδα- αρνούνται τὸν Χριστὸ μέσῳ τοῦ διαθρησκειακοῦ καὶ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δεν αντιδράτε. Λέτε: «Καλὰ περνᾶμε καὶ στὴν Αἴγυπτο».[6]

Ξεχάσατε ότι:  «Τὰ μὴ  μετ΄ εὐσεβῶν δογμάτων τελούμενα οὐ προσδέχεται ὁ θεός»;[7] «Οὔτε οἱ προσευχές, οὔτε οἱ ἐλεημοσύνες, οὔτε οἱ Λειτουργίες, οὔτε ἄλλη ἀρετὴ εἶναι ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει λαθεμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸν Θεό».[8] Ο κ.Βαρθολομαίος -και οι περι αυτού- έχουν ακλόνητα λάνθασμένες  αντιλήψεις για τον Θεό καί θα έπρεπε όχι μόνο να γνωρίζετε άλλα και να ελέγχετε, γιατί επικρέμεται πάνω από όλους μας η απειλή της  Ζ’ Οἰκουμενικὴς Σύνοδου : «Εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικὴ ἔγγραφον ἢ ἄγραφον ἀθετεῖ· ἀνάθεμα«. [9]

 Διδάσκει οἌγ. Γρηγόριος Νύσσης[10]«…Προσέξτε μήπως, ἐνῶ προφασιζόμαστε τὴν εἰρήνη, βρεθοῦμε νὰ νοσοῦμε καὶ νὰ κηρύττουμε τὴν ἀποστασία, ἡ ὁποία εἶναι κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο πρόδρομος τῆς παρουσίας τοῦ Ἀντιχρίστου.[11]

Εμείς οι ευσεβείς μαθητές του Χριστού: «μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα [δὲν μυηθήκαμε στὸν χριστιανισμὸ μὲ βάση τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως]».[12] Προτιμούμε την διάσταση υπέρ της ευσεβείας από την ομόνοια που στηρίζεται στην ασέβεια.[13]

Εδώ και δεκαετίες οι Ορθόδοξοι όπου γής, παρακολουθούμε απορούντες -και πλέον μη ανεχόμενοι- την ψυχρότητα, την σιωπή και την αδιαφορία με την οποία πλοηγείτε το καράβι της Εκκλησίας. «Μέσα στὴν Ἐκκλησία  κηρύττεται τὸ κίβδηλο παράλληλα μὲ τὸ γνήσιο»[14] και εσείς συντάσσεστε με το κίβδηλο. Σήμερα οἱ Γραικολατίνοι  αὐξάνουν στὶς τάξεις Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν. Πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι φιλιάζουν μεταξύ τους  ἕτοιμοι νὰ προσχωρήσουν στὴν ἀγέλη τῶν παπικῶν. Αὐτοί  «οἱ περὶ τὸν Καϊάφαν» κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο,[15] ἕλκονται ἀπὸ τόν «Δικέρατο γίγα».[16] Ἀγαπᾶνε τὸν παπισμὸ ὡς ἀδελφὴ Ἐκκλησία, καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ ὅτι ὡς καταδικασμένη αἵρεση «ἔχει πατέρα τὸν διάβολο».[17]

Μας απειλείτε νὰ μὴν πολεμᾶμε ἀλλὰ νὰ σεβόμαστε τὸ ψέμα. Λέτε: «Ἂς δέσουμε τὸν δίκαιο, γιατί μας εἶναι δύσχρηστος»,[18] μιά πού  «ἡ δικαιοσύνη ἐνοχλεῖ τοὺς ἄδικους».[19] Αὐτοὺς τοὺς ηγήτορες ποὺ ἀπειλοῦν μὲ ἐξορίες καὶ τιμωρίες τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ Μ.Ἀθανάσιος τοὺς χαρακτηρίζει «ξένους μὲν ἀπὸ τοὺς χριστια-νούς, φίλους δὲ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων ἐκείνου».[20]  Φέρατε πάλι τὁ καιρὸ πού: «Ἐάν τις ὁμολογήσει Χριστὸν ἀποσυνάγωγος γέννηται».[21]

Ο Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς θα σας χαρακτήριζε αθεϊστές εξαιτίας της  ἀποσιώπησης που επιβάλλετε στις δογματικές διαφορές μας με τοὺς αἱρετικοὺς.[22] Ὁ σεβασμὸς στὸ ψέμα  εἶναι όχι μόνο περιφρόνηση τῆς ἀλήθειας[23] άλλα κατά τὸν Μ. Βασίλειο, λογίζεται κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση, αν κανείς, ἐφησυχάζει καὶ δὲν ἐλέγχει.[24] Καὶ σὲ ἐμᾶς δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ κοινωνοῦμε μὲ ἁμαρτίες ἄλλων. [25]

Εσείς , «Δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ  ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου αἴροντες»,[26] εξορίζετε κάθε φωνή που ελέγχει τους κακοδόξους. Μοιάζει να είπατε: «Ἂς κληρονομήσουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας τὸν Ἅγιο τόπο τοῦ Θεοῦ».[27] Μετακινήστε αθόρυβα σε μια άλλη εκκλησία μέσω  μιάς δικής σας εμπνεύσεως οικονο-μίας που ασκείτε και με την οποία το δόγμα της ευσεβείας παραβλάπτεται. [28]

Ίσως να πιστεύετε ότι αφήσαμε την κοσμική ζωή για να πάμε στην Κόλαση δια άλλης οδού. Δια της οδού της κοινωνίας με τους κακοδόξους, ή δια της οδού  της σιωπής απέναντι στην προσβολή και νοθεία της Πίστης. Ίσως  να πιστεύετε ότι θα μείνουμε απαθείς στο  να  μας υποτάξετε  στο νέο Βέκκο, στο νέο Μητροφάνη, στο νέο Καλέκα, και νέο  Ακάκιο που νεκραναστήθηκαν και συμπτύχθηκαν στο πρόσωπο του κακόδοξου  Πρυτάνεως της αίρεσης, που για τις αμαρτίες μας ο Θεός όρισε Πατριάρχη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος επισημαίνει: «Ὄχι μόνο ἂν κάποιοι λένε συνολικὰ ἀντίθετα πράγματα ποὺ ἀνατρέπουν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ τὸ παραμικρὸ ἀντίθετο νὰ διδάξουν νὰ εἶναι ἀναθεματισμένοι».[29] Τι θα έλεγε τάχα για τον κ.Βαρθολομαίο;

Επειδή λοιπόν, «Αἱρετικοί εἰσιν οἱ λατίνοι καὶ οἱ συγκοινωνοῦντες αὐτοῖς ἀπόλλυνται…» και «Ἐφόσον ὁ Καλέκας εἶναι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τόσες φορές ἀποκομμένος ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι κατὰ συνέπεια ἀδύνατο νὰ ἀνήκει στοὺς εὐσεβεῖς, ὅποιος δὲν ἔχει ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ αὐτόν. Ἀντιθέτως, ὅποιος γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστη».[30] Και επειδή, «Εἶναι ἀδύνατο κάποιος νὰ ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη [Καλέκα] καὶ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος…ἐνῷ αὐτὸς ποὺ   εἶναι χωρισμένος από αυτόν είναι ἑνωμένος μὲ τὴν εὐσεβῆ πίστη»,[31] δεν σας εμπιστευομαστε πλέον.

«Ὁ πιστεύων, ἀγαπᾷ τοὺς ὀρθῶς πιστεύοντας τῷ Κυρίῳ, τοὺς δὲ μὴ οὔτως ἔχοντας ἀποστρέφεται καὶ οὐκ ἀνέχεται τούτων, ἀλλ΄ἐκδιώκει».[32] Αυτά που μας  δίδαξαν οἱ Ἅγιοι δεν μᾶς φαίνονται ἀσήμαντα.[33]

Σας καλούμε να δηλώσετε επισήμως και δημοσίως ότι θα διακόψετε την εκκλησιαστική κοινωνία με τους υπερασπιστές των πολύχρωμων αιρέσεων του Οικουμενισμού και τους εραστές του δικέρατου τέρατος Πάπα, ειδικά αν στην προσεχή Σύνοδο της Κρήτης οριστούν αντιορθόδοξες αποφάσεις.  Σε περίπτωση που δεν το πράξετε θα σας θεωρούμε στο εξής ψευδοδιδασκάλους που σχίζουν την Εκκλησία και αταλάντευτα  συμπορεύονται με τους κακοδόξους.

Εσείς δείχνετε ότι : «..ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὁδηγίας τῶν Ἁγίων βούλεσθε τέμνειν ἐαυτοῖς ὁδόν [θέλετε νὰ χαράξετε δικό σας δρόμο] κατὰ τὰ θελήματα ἡμῶν τὰ πονηρά».[34] Ως: «.. ὑπερόπτες δὲν ἀκολουθείτε  τοὺς νόμους ἀλλὰ ἐπινοείτε  δικό σας  δρόμο δικαιοσύνης κι εὐσεβείας».[35] «Κακοὶ ἑρμηνευτές.[36] Θεατριζόμενοι ὅτι ἀσκείτε ὑψηλὴ διάκριση δὲν μάχεστε πλέον γιὰ τὴν προστασία τῆς  Πίστης καὶ μὲ τὴν σιωπή και τις θέσεις σας  γίνεστε «δικηγόροι τῆς αἱρέσεως»,[37] και «διαμορφώνετε  τὴν ἀλήθεια ἀνάλογα σὲ ποιὸν ἀπευθύνεστε» .[38]

Αντί λοιπόν να απαιτείτε να σιωπήσουμε  και να μας απειλείτε,  σας καλούμε  να απολογηθείτε  εσείς για την αντι-ορθόδοξη στάση σας και τον ύποπτο ρόλο σας. Κρίνετε «…τὸν ἄδικο ὡς δίκαιο καὶ τὸν δίκαιο ὡς ἄδικο» καί «γίνεστε  σιχαμερὸί γιὰ τὸν Θεό».[39] «Τὶ προσδοκᾷτε πηγαίνοντας στὴν Αἴγυπτο, νὰ πιείτε  νερὸ ἀπ΄ τὸν Νεῖλο; Καὶ τὶ προσδοκάτε πηγαίνοντας στὴν Ἀσσυρία νὰ πιείτε νερὸ ἀπ΄ τὸν Ἐυφράτη; Ἡ ἴδια σας ἀσέβεια θὰ σας τιμωρήσει κι ἡ ἀπομάκρυνσή σας ἀπὸ ἐμένα θὰ σας καταδικάσει. Θὰ μάθετε καὶ θὰ δείτε πόσο κακὸ καὶ πικρὸ εἶναι τὸν Κύριο νὰ ἐγκαταλείπεις, τὸν Θεό σου, καὶ πιὰ νὰ μὴν τὸν σέβεσαι. Ἐγὼ ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντός σου τὸ λέω».[40] «Ἀδιάφορο μὲ ἀφήνει τὸ λιβάνι πού μου φέρνετε… τὰ ὁλοκαυτώματά σας δὲν εἶναι δεκτὰ καὶ οἱ θυσίες σας δὲν μοῦ εἶναι εὐχάριστες».[41]

Προσκυνάτε σαν νέο είδωλο την υπακοή και την ενότητα. Όμως «Δὲν εἶναι παντοῦ ἡ ὁμόνοια καλὸ πράγμα, γιατὶ καὶ οἱ ληστές συμφωνοῦν μεταξύ τους».[42] «Ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν τότε ἐνότις ἐστίν».[43] Οι Πατέρες μας δίδαξαν ότι «Ἡ Ἀλήθεια εἶναι τὸ παιδίον ποὺ ὁ Ἡρώδης ζητάει νὰ φονεύσει».[44] Πρῶτα προσβάλεται ἡ κοινὴ πίστη -η Αλήθεια- καὶ μετὰ πλήτετται ἡ κοινωνία. Αν εσείς αποφασίσατε να  ακολουθήσετε τον Ηρώδη, εμείς δεν θα ακολουθήσουμε εσάς. Πάψτε να  επιλέγετε να ανήκετε: «το μέν σχήματι  τοις σωζωμένοις ,το δε πράγματι εν τοις  κατακεκριμένοις»,[45]γιατί : «Ἀλλοίμονο σὲ ὅσους μολύνουν τὴν Ἁγία Πίστη μὲ αἱρέσεις ἢ συγκαταβαίνουν στοὺς αἱρετικούς».[46]

Εμείς θα ακολουθήσουμε τον Μ.Βασίλειο: «Οὔτε γιὰ λίγη ὥρα δὲν δεχό-μαστε σχέση μὲ αὐτοὺς ποὺ κουτσαίνουν στὴν πίστη»… «ἀκόμα  κι ἂν αὐτοί μας φαίνονταιπολὺ γνήσιοι καὶ ἐπίσημοι, ἐμεῖς πρέπει νὰ τοὺς σιχαινόμαστε ὅσοι ἀγα-πᾶμε τὸν Κύριο».[47]

«…ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μᾶς σώσει κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἂν σιωπήσουμε, ἢ ποιὰ ἀπολογία θὰ βροῦμε ἀφοῦ τηρήσαμε τόσο μακροχρόνια σιωπὴ ἀπέναντι στοὺς δυσεβεῖς λόγους σου ἐναντίον Του;» … «Ὅταν ἀδικεῖται ἡ πίστις πρὸς τὸν Θεὸ, ἂς παύσει ὁ σεβασμὸς πρὸς τοὺς γονεῖς ὡς ἀβάσιμος καὶ ἐπισφαλής, ἂς μένει δὲ ἀργὸς ὁ νόμος τῆς φιλοστοργίας πρὸς τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδερφούς. Ἂς εἶναι τότε λοιπὸν γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς τιμιώτερος ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν ζωή».[48] Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος επισημαίνει : «Ὅταν οἱ Θεῖοι νόμοι ὑβρίζονται καὶ ἐμεῖς διατελοῦμε ἐν σιγῇ καὶ ἀδιαφορίᾳ, τότε, ἡ κόλαση μᾶς περιμένει».[49]

Για μας: «ὁ ἀγὼν δὲν εἶναι πλέον στὰ λόγια, ἀλλὰ στὰ ἔργα. Οὔτε εἶναι καιρὸς γιὰ ῥητὰ καὶ ἔγγραφες ἀποδείξεις τὶ θὰ ὠφελοῦσαν ἄλλωστε σὲ τέτοιους διεφθαρμένους κριτές;»[50] «Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦν στὶς μέρες μας ὅσα διατηρήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι σήμερα καὶ γιὰ νὰ μὴ ζητηθοῦν ἀπὸ ἐμᾶς ὅσα μᾶς ἐμπιστεύτηκαν οἱ Ἅγιοι πατέρες, [θα] κινηθοῦμε  διότι εἴμαστε “Διαχειρισταὶ τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ”[51]  πού « τὰ ἁρπάζουν ἀσεβεῖς καὶ ξένοι».[52]

Η σκιά του Εωσφόρου θα σκιάσει  μεσοκαλόκαιρα την Κρήτη.  Ελπίζουμε και ευχόμαστε να μείνετε στο φώς της Αλήθειας και να διαλέξετε οριστικά σε ποια ποίμνη θέλετε να είστε ποιμήν, στη ποίμνη των αμνών ή των ερίφων.

[1] Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα, Λόγος Α΄,σ.51, ἐκδ.μοναχοῦ Βίκτ.Ματθαίου 1973

[2] Ψαλμ.μθ΄19

[3] Ε.Π.Ε 3.παρ.2

[4] Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολὴ πρὸς Μέγα Ἀθανάσιο, P.G. 32, 425

[5]  Γ΄Βασ.18,21

[6] Ἀριθ.ια΄18.

[7] Ἁγ.Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις 4.2

[8] Ἁγ.Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ,Ἱερὰ Παράλληλα, ἀπὸ τὸ Βασιλειανὸ Ταμεῖον ἐκδ.Φωτοδότες

[9] Πρακτικὰ Σπ. Μήλια σ.805,825,878,879

[10] Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, P.G.47-725. Ὅμοιο Μ. Βασιλείου P.G.31-1192

[11] Β΄Θεσ.β΄,34

[12] Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3, 606 -Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα 2, 627, 10

[13] Γρηγορίου Θεολόγου Λόγος 6, 11 ,Εἰρηνικός 1

[14] Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 92, Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους.

[15] Ε.Π.Ε 4,19

[16]Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,σ.98,98, ὑποσ.1, Ἀθήνα 1886

[17] Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Ε.Π.Ε 10

[18] Ἠσ.γ΄10

[19] Μ. Βασίλειος, ἀπὸ Π. Τρεμπέλα Ὑπόμνημα στὸν Ἠσαΐα σελ.55 ἐκδ.ΣΩΤΗΡ

[20] Ε.Π.Ε 10,κεφ.5

[21] Λουκ.θ΄22

[22] Γρηγ. Παλαμᾶ, Συγγράμματα, ἐκδ. Π. Χρήστου, Θεσ/κη 1966, σελ. 483, στ. 23.

[23] Νεομάρτ. Δανιὴλ Σισόεβ «Νὰ λάμπεις σὰν ἀστέρι» σ.23. ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη

[24] Μ. Βασιλείου, Περὶ βαπτίσματος, Λόγος δεύτερος, ἐρώτησις Θ΄

[25] Α Τιμ.ε΄22

[26] Ἠσ.γ΄16-24

[27] Ψαλμ.82,13

[28]Ἅγιος Εὐλόγιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, Παναγόπουλος Δημ. Εἳς ἔναντι μυρίων, σελ.121

[29] Ἰωάννου Χρυσοστόμου., Ἑρμηνεία εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας.

[30]Ἅγιος Μελέτιος Γαλησιώτης, ΕΠΕ 3, 692, Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα

[31] Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος  Παλαμᾶς: Ὅ.ἀ.

[32] Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος ἔκτος, Περὶ μὴ θαῤῥεῖν μόνη  τῇ πίστῃ… Μαργαρῖται, σ.260 ἐκδ. Ῥηγόπουλος.

[33] Ἰ.Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε 8, 328

[34] Ἀββὰς Ζωσιμᾶς, Μέγα Γεροντικό, Ἱ. Ἠ. Γεννήσεως Θεοτόκου,1994,τ.Α΄,σ.180

[35] Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ΄ἐπιτομήν, ἐρωτ.56

[36] Χαρακτηρισμοὶ τοῦ  Μ. Κωνσταντίνου, για κακοδόξους, Ε.Π.Ε  9, 40,1.

[37] Ε.Π.Ε 10,κεφ.7,2

[38] Μάρκ.ιβ΄14

[39] Ἠσ. ιζ΄,15

[40] Ἱερεμ.β΄18. Οἱ Ἰσραηλίτες προσδοκοῦσαν βοήθεια ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρες. Ἄφησαν δηλαδὴ τὴν ἐλπίδα τους ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ζήτησαν βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ.

[41] Ἱερεμ.στ΄20-21

[42] Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον,ΙΕ΄,Ε.Π.Ε 10,492

[43] Ε.Π.Ε 20,σελ.696-698

[44] Μ. Ἀθανάσιος, Ε.Π.Ε 10, κεφ.20

[45] Μ.Βασιλείου, Λόγω ασκητικώ εν ώ παραίνεσις περί αποταγής βίου…

[46] Ἁγ. Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, Λόγος Εἰς τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ.

[47] Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν Ὅρων κατ’ Ἐπιτομήν, ἐρώτ. ριδ΄.

[48] Ἐπιστολὴ ιζ΄P.G.77,105C-108A

[49] Joannes ChrysostomusScr. Eccl.,De Babyla contra Julianum et gentiles(2062:373)“ Critical edition of, and introduction to, St. John Chrysostom’s “De sanctoBabyla, contra Iulianum et gentiles” ”, Ed. Schatkin,M., 1967;Diss.Fordham.Sect51,ln18

[50] Άγιος Μάρκος,Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, σελ. 297

[51] Α΄Κορ.4,1

[52] Μ. Ἀθανασίου, Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, Ε.Π.Ε 9,κεφ.1,4

Advertisement

Τα περί της ‘’Καθ’όλου Εκκλησίας’’, η οποία περιλαμβάνει και τον Παπισμόν

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

_________________________

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει τα ακόλουθα για τη μοναδικότητα της Μίας Αγίας Εκκλησίας : «Η Εκκλησία δεν είναι μόνο μία, αλλά και μοναδική.  Εν τω Κυρίω Ιησού δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν πολλά σώματα, κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εν αυτώ πολλές Εκκλησίες.  Εν τω Θεανθρωπίνω αυτού σώματι η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, όπως ο Θεάνθρωπος, ο  Χριστός, είναι ένας και μοναδικός»*.  

Δυστυχώς αντορθόδοξες διδασκαλίες περί της ‘’καθ’όλου Εκκλησίας’’, η οποία περιλαμβάνει και τον Παπισμό, στρεβλώνουν την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Τα περί της ‘’καθ’όλου Εκκλησίας’’, η οποία περιλαμβάνει και τον Παπισμό, αντιστρατεύονται τη μοναδικότητα της Εκκλησίας. 

Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της συνάντησης του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον Πάπα Παύλο τον Στ΄ το έτος 1967, αλλά και μετά, παρατηρείται ένταση της επιμονής στο θεώρημα τούτο, το οποίο στρεβλώνει την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. 

Η έννοια της καθ’ όλου Εκκλησίας η οποία περιλαμβάνει και τον Παπισμό, καθώς και το θεώρημα των ‘’δύο πνευμόνων’’, ουδόλως παραπέμπουν στη μοναδικότητα της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθόδοξης δηλαδή Εκκλησίας.  Αυτά  στρεβλώνουν την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. 

Χαρακτηριστικό ήταν και το περί της ‘’καθ’ όλου Εκκλησίας’’, το οποίο ο   Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ απεύθυνε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ομιλών περί ‘’της ενότητος μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, επ’ αγαθώ της καθ’ όλου Εκκλησίας’’**.   

Να υπενθυμίσουμε ότι ο   Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄, με τηλεγράφημά του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, το οποίο είχε σταλεί καθ’ όν χρόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας βρισκόταν στο Βατικανό (για τη συνάντηση με τον Πάπα Παύλο τον Στ΄), στις 27 Οκτωβρίου 1967, ανέφερε τα  εξής : «Αυτού Παναγιότητα Πατριάρχην Αθηναγόραν, Βατικανόν.  Άσμενοι εδεξάμεθα τηλεγράφημα Υμετέρας γερασμιωτάτης Παναγιότητας, δι’ ου αγγέλλει ημίν Αύτη μετάβασιν Αυτής εις Βατικανόν  προς επίσκεψιν Αυτού Αγιότητος Πάπα Παύλου Έκτου.   Πληρούμεθα χαράς πολλής επί ιστορική συναντήσει και ευχάς ικετηρίους εκ βάθους ψυχής τω Θεώ αναπέμπομεν, όπως ευλογή δαψιλώς τας βουλάς Αυτής και ενεργείας προς προαγωγήν του πνεύματος της αγάπης και της ενότητος μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, επ’ αγαθώ της καθ’ όλου Εκκλησίας και προς δόξαν του Ουρανίου Δομήτορος.  Λευκωσία 27.10.1967.  Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος»**.

Η αναφορά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ περί «της ενότητος μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, επ’ αγαθώ της καθ’ όλου Εκκλησίας»**, δεν είναι σύμφωνη με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.   Είναι ατόπημα μεγάλο να θεωρούμε την   Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή την Μία Αγία Εκκλησία, ως μέρος της  ‘’καθ’ όλου Εκκλησίας’’.  

Ο  Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ  Δημήτριος Τσελεγγίδης, σε άρθρο του, το οποίο τιτλοφορείται ‘’Είναι οι Ετερόδοξοι μέλη της Εκκλησίας;’’ σημειώνει μεταξύ άλλων τα εξής :  «Η θεωρία των δύο ‘’πνευμόνων’’ του Χριστού.  Η θεωρία αυτή έχει την πατρότητά της στον Ρωμαιοκαθολικισμό.  Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ο Χριστός έχει ως ‘’πνεύμονές’’ Του τον  Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία.  Σήμερα, δυστυχώς, η θεωρία αυτή υιοθετήθηκε και από πολλούς Ορθόδοξους Ιεράρχες και λαϊκούς Ακαδημαϊκούς θεολόγους, μάλλον αβασάνιστα.  Και τούτο, γιατί η θεωρία αυτή κρινόμενη από Ορθόδοξη άποψη όχι μόνο αθεολόγητη είναι, αλλά και κυριολεκτικά βλάσφημη»***.

Δυστυχώς δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι ομιλούν περί της ‘’καθ’ όλου Εκκλησίας’’.  Αυτά αναφέρονται και στο θεώρημα των δύο πνευμόνων’’.  Τα περί της ‘’καθ’ όλου Εκκλησίας’’,  κατ’ ουσία αντιστρατεύονται τη μοναδικότητα της Εκκλησίας. ‘’Εν τω Θεανθρωπίνω αυτού σώματι η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, όπως ο Θεάνθρωπος, ο  Χριστός, είναι ένας και μοναδικός»*, τονίζει ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Τα περί της ‘’καθ’ όλου Εκκλησίας’’   είναι ξένα προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.

*Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς «Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Αναδημοσίευση από τη γαλλική μετάφραση στον Ορθόδοξο Τύπο, 29/6/2007).

**Εκκλησιατικό Περιοδικό ‘’Απόστολος Βαρνάβας’’ – Όργανον της Εκκλησίας Κύπρου (Ιαννουάριος-Φεβρουάριος 1968).

***Έκδοση (έκτακτη) ‘’Εν συνειδήσει’’ Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου – Ιούνιος 2009.

Ο Γέρων Γεώργιος Καψάνης διά τους αντιτιθεμένους εις τον Οικουμενισμόν θεολόγους

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

_________________________

Η παρατήρηση του μ. Αρχιμανδρίτη Γεωργίου Καψάνη για τη διαφορότροπη απαξίωση των θεολόγων, οι οποίοι ασκούν με ορθόδοξη σοβαρότητα κριτική του συγκρητιστικού Οικουμενισμού, αποτελεί παρακαταθήκη ορθόδοξης έγνοιας, γι’ αυτά που πολλές φορές τεκταίνονται και λυπούν το πλήρωμα της Εκκλησίας. 

Ως γνωστό ο Γέροντας Γεώργιος Καψάνης υπερασπίστηκε πολλές φορές την Ορθόδοξη Πίστη, ιδιαιτέρως έναντι των παπικών πλανών.  Από τη θέση του, ως Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας μας και ειδικότερα σε αυτά που αφορούσαν την ανασκευή των παπικών πλανών.

Κατέδειξε ο Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, ότι το κάλλος της ομολογίας έχει ευεργετική επίδραση, όχι μόνο στον Ορθόδοξο λαό, αλλά και σε όσους ταλαιπωρούνται από τέτοιες κακοδοξίες. Για τούτο έγραφε ότι, «ηΕκκλησία ησθάνετο πάντοτε βαρύτατο χρέος να διατηρήση ακαινοτόμητον και ανόθευτον την Αποστολικήν πίστιν και παράδοσιν»*. 

Όσον αφορά τη μεταχείριση των θεολόγων που ασκούν με ορθόδοξη σοβαρότητα κριτική κατά του συγκρητιστικού Οικουμενισμού, ο Γέροντας Γεώργιος Καψάνης έγραφε με λύπη : «Σπανίως ή ουδέποτε Ορθόδοξος θεολόγος διαφωνών προς τον τρόπον καθ’ ον διεξάγονται σήμερον οι διάλογοι καλείται να συμμετάσχη εις αυτούς και εάν κατά λάθος συμμετάσχη θα φροντίσουν δια την αντικατάστασίν του. Διοργανούνται  επίσης οικουμενιστικά σεμινάρια, εις τα οποία εν συνεργασία μετά Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών θεολόγων επιχειρείται ο επηρεασμός των νέων θεολόγων και κληρικών και η οικουμενιστική των μόρφωσις. Από τα επίσημα εκκλησιαστικά περιοδικά αποκλείονται θεολογικά κείμενα κριτικά του συγκρητιστικού Οικουμενισμού»*.  Αυτό ποιος το διαμφισβητεί;

Η παρατήρηση του μ. Αρχιμανδρίτη Γεωργίου Καψάνη, για τους θεολόγους που ασκούν σοβαρή κριτική του συγκρητιστικού Οικουμενισμού, δεν προβληματίζει; Αυτά ας προβληματίσουν και όσους απαξιωτικά συμπεριφόρονται προς εγκρίτους θελόγους, όπως το παράδειγμα της φανερής διαφορότροπης απαξίωσης εγκρίτου δογματολόγου καθηγητή και όχι μόνο, για λόγους ευνοήτους.

Αναπολόγητοι και χωρίς Ορθόδοξη επιχειρηματολογία, εξαπολύουν μύδρους εμπάθειας κατά των θεολόγων που επιμένουν με ορθόδοξη σοβαρότητα στην ακρίβεια των αληθειών της Ορθόδοξης Πίστης μας. 

Καθ’ ημέραν αυξάνονται οι αντίθεοι αρνητές και υβριστές της Πίστης μας. Κι όμως κανένας από αυτούς που  απαξιώνουν τους θεολόγους που ασκούν σοβαρή κριτική του συγκρητιστικού Οικουμενισμού,  δεν εχει εκζητήσει την εκκλησιαστική καταδίκη των, τη στιγμή μάλιστα που κάποιοι εξ αυτών  επισύρουν και την απειλή της καταδίκης των θεολόγων αυτών.

Η κορωνίδα της διαφορότροπης  απαξίωσης των θεολόγων αυτών, είναι ο εκ των προτέρων αποκλεισμός των από τη συμμετοχή τους, τόσο στους διαχριστιανικούς, όσο και στους διαθρησκειακούς διαλόγους.

Θα επαναλάβουμε αντί άλλου επιλόγου, τα λόγια του Γέροντα Γεωργίου Καψάνη : «Σπανίως ή ουδέποτε Ορθόδοξος θεολόγος διαφωνών προς τον τρόπον καθ’ ον διεξάγονται σήμερον οι διάλογοι καλείται να συμμετάσχη εις αυτούς και εάν κατά λάθος συμμετάσχη θα φροντίσουν δια την αντικατάστασίν του». 

Θα παρέλθει όμως αυτή η διαφορότροπη απαξίωση, γιατί ‘’ο Χριστός κυβερνά την Εκκλησία’’, για να θυμίσουμε αυτό που τόνιζε ο Όσιος Παΐσιος, τον οποίο ‘’επιλεκτικά’’ ενθυμούνται.  Θα έλθει καιρός που η απαξίωση αυτή θα λάβει τέρμα και όσοι σήμερα προβαίνουν χωρίς ανασκευή σε κακοδοξίες και άλλες παρερμηνείες θα περάσουν στο περιθώριο.  Δεν θα είναι για πάντα αυτή η λυπηρή κατάσταση, την οποία καταγράφει με λύπη ο Γέροντας Γεώργιος Καψάνης.  Ζη Κύριος.

*Περιοδικό ‘’Όσιος Γρηγόριος’’ – ετήσια έκδοσις Της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους – αρ. 38. (Σκέψεις περί της συμμετοχής των Ορθοδόξων εις την Οικουμενικήν Κίνησιν και το Π.Σ.Ε. –  Αρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους).

Σαν Φρανσίσκο – Οικουμενι(στι)κή συμπροσευχή για τη Χριστιανική ενότητα

 Παπική Αρχιεπισκοπή του  San Francisco

Για 17η χρονιά, ο Παπικός Αρχιεπίσκοπος Cordileone και ο Ελληνορθόδοξος Μητροπολίτης Γεράσιμος συμπροσευχήθηκαν κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Προσευχής για Χριστιανική Ενότητα. Ο Παπικός Αρχιεπίσκοπος τέλεσε τον Πανηγυρικό Εσπερινό στον Ρωμαιοκαθολικό Ναό του Αγίου Πίου Χ στο Redwood City και ο Μητροπολίτης Γεράσιμος εκφώνησε το κήρυγμα.

Listen to Metropolitan Gerasimos’ homily for the Week of Prayer for Christian Unity: https://youtu.be/a838gJPxlfY?t=2032

For the 17th year, Archbishop Cordileone and Greek Orthodox Metropolitan Gerasimos joined together in prayer during the Week of Prayer for Christian Unity. Archbishop Cordileone led Solemn Vespers at St. Pius X Catholic Church in Redwood City and Metropolitan Gerasimos delivered the homily.

«Ἕνα συμπόσιο ὁρόσημο γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ στὴν Ἑλλάδα»

Tὸ συμπόσιον ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Σεβ. Περιστερίου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ὡς ὁρόσημον! Αὐτὴ εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ Σεβ. Γρηγορίου! Προσυπογράφει καὶ «τὰ συμπεράσματα… πὼς μεταξὺ τῶν δύο παραγόντων δὲν ὑφίστανται ἀντιφατικὲς διαφορές»; Παραθέτομεν ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρον τῆς ἐφημερίδος «Καθολικὴ» τῆς 15ης Σεπτεμβρίου 2022:

Ἀπὸ τὶς 26 ἕως τὶς 28 Αὐγούστου πραγματοποιήθηκε τὸ 16ο Διαχριστιανικὸ Συμπόσιο, φιλοξενούμενο ἀπὸ τὸν ἀγαπητό, νέο Μητροπολίτη Περιστερίου κύριο Γρηγόριο στὴ Μητρόπολή του. Ἡ φιλοξενία του ἦταν πέρα ἀπὸ κάθε προσμονὴ θετική, πλούσια, γενναιόδωρη καὶ ἀδελφικὴ καὶ τοῦ ὀφείλουμε ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.

Τὸ συμπόσιο αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ 30 χρόνια καὶ ἔχει οἰκουμενικὸ καὶ ἀκαδημαϊκὸ χαρακτῆρα. Φορεῖς αὐτοῦ τοῦ Συμποσίου εἶναι ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἰνστιτούτου Πνευματικότητας τοῦ Πανεπιστημίου «Antonianum» τῆς Ρώμης. Πραγματοποιεῖται κάθε δύο χρόνια, ἐναλλάξ, μία φορά στὴν Ἰταλία καὶ μία φορά στὴ Ἑλλάδα καὶ στὴ χώρα μας φιλοξενεῖται ἀπὸ κάποιον ὀρθόδοξο μητροπολίτη.

Τὸ συμπόσιο αὐτό, μαζὶ μὲ τὴν Βιβλικὴ Ἑταιρεία, ἀποτελοῦν τὶς δύο κύριες οἰκουμενικὲς πρωτοβουλίες στὴν Ἑλλάδα. Εἶναι τόσα σπουδαία ἡ οἰκουμενικὴ αὐτὴ προσπάθεια ὥστε, ὅταν ὁ Πάπας Φραγκίσκος, κατὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψή του στὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφτηκε τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμο, στὴν προσφώνησή του σὲ αὐτὸν εἶπε: «Θὰ ἤθελα ἐπίσης νὰ ὑπενθυμίσω (…) τὴ σημασία τῶν διαχριστιανικῶν συμποσίων, ποὺ προωθεῖ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης σὲ συνεργασία μὲ τὸ Ποντιφικὸ Πανεπιστήμιο Antonianum τῆς Ρώμης»…

…Τὰ Συμπόσια αὐτὰ ἐξελίσσονται, συνήθως, ὡς ἑξῆς: Τὸ θέμα ποὺ κάθε φορά ἐπιλέγεται ἀναφέρεται στὸν τομέα τῆς πνευματικότητας καὶ ὄχι τῆς δογματικῆς (προσευχή, μοναχισμός, χριστιανικὴ μαρτυρία…). Τὸ ἴδιο κατὰ μέρους θέμα ἀναλύεται διαδοχικὰ ἀπὸ ἕνα ὀρθόδοξο καὶ ἀπὸ ἕνα καθολικὸ θεολόγο. Κάθε φορά ἡ ἐμπειρία καὶ τὰ συμπεράσματα, μᾶς εἶναι εὐχάριστα καταπληκτικά. Ἀντιλαμβανόμαστε πὼς μεταξὺ τῶν δύο παραδόσεων δὲν ὑφίστανται ἀντιφατικὲς διαφορές, ἀλλὰ συμπληρωματικές. Πρόκειται γιὰ ἕνα κοινὸ πλοῦτο, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν κοινή μας κληρονομία: τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς κοινοὺς Πατέρες καὶ Ἁγίους τῆς πρώτης χριστιανικῆς χιλιετίας.

ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ-ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Διαμαρτυρία Ορθοδόξων Χριστιανών Θράκης

«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν· και συμφορών νέφη, την εμήν καλύπτουσι, καρδίαν Θεονύμφευτε· αλλ’ η Φως τετοκυία, το θείον και προαιώνιον, λάμψον μοι το φως το χαρμόσυνον».

(Με αφορμή την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Β. Ελλάδα)

Με απέραντη θλίψη ο σύγχρονος ορθόδοξος χριστιανός παρατηρεί την μετάλλαξη και αλλοίωση του Ευαγγελίου και της θεολογίας των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας να συμβαίνει ευκαίρως – ακαίρως από αρχιερείς, ιερείς ,θεολόγους κ.ά.,με πρόσχημα την αλλαγή του κοσμικού γίγνεσθαι και την ενσωμάτωση της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού σε αυτό.
 

Μα, εδώ και 2000 χρόνια διεξάγεται αυτή η μάχη-ζύμωση μεταξύ κόσμου(πνεύμα ματαιότητας κι επίδειξης δύναμεως) και Εκκλησίας (αγιοπνευματική εν Χριστώ ένωση τριαδικού Θεού και ανθρώπου).
 

Όποτε νικά το κοσμικό φρόνημα (εκκοσμίκευση), η Εκκλησία γίνεται μια πολιτικοκοινωνική οργάνωση με εφιαλτικά αποτυπώματα στην ανθρώπινη ιστορία (Δυτικός Μεσαίωνας). Όποτε μπαίνει μπροστά ως κύριος στόχος η αγιοπνευματική εν Χριστώ ένωση του ανθρώπου με τον τριαδικό Θεό ,τότε νικιέται ο θάνατος (παρακμή όλων των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό , τον συνάνθρωπο και την φύση)κι έχουμε Αγίους αλλά και καθαγιασμό της φύσης και της κοινωνίας.
 

Όπως αλλεπάλληλα τόνισε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στα Ευαγγέλια η μάχη αυτή μεταξύ κόσμου(ματαιότητας-αλλαζονείας) και θεανθρώπου Χριστού θα διαπεράσει όλη την ανθρώπινη ιστορία και ο κάθε άνθρωπος θα κληθεί να αποφασίσει σε ποιο από τα δύο θα δώσει προτεραιότητα (τα ηνία) ,στον Ιησού Χριστό ή στον κόσμο; Kαι ,ναι , ο ίδιος διαβεβαιώνει με το αψευδές στόμα Του ,ότι δεν μπορούμε να αγαπάμε το ίδιο τον άρχοντα του κόσμου τούτου(μαμωνά) και τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό γιατί πολύ απλά δεν μπορείς να δουλεύεις ισάξια σε δύο τόσο διαφορετικά αφεντικά.
 

Αυτό δε που αυξάνει την οδύνη των συγχρόνων Ορθοδόξων Χριστιανών ανά τον κόσμο σήμερα είναι ο διαρκής και διογκούμενος συσχηματισμός των Ιερών Ποιμένων του με το κοσμικό πνεύμα και τους άρχοντες του κόσμου τούτου.
 

Έτσι θα περιμέναμε ως επί-σκοποι -φύλακες του ποιμνίου να εφιστούν την προσοχή μας, στο ότι το οικολογικό κίνημα πάει να γίνει νέα ειδωλολατρεία αφού :»Ὁ κόσμος, ἡ κτίση δὲν ἔχει ἀνεξάρτητη ὕπαρξη καὶ ἀξία. Δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Τριαδικό Θεό, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὶς ποικίλες του ἀνάγκες. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τοῦ κόσμου εἶναι ὁ τελικὸς στόχος τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ ἀπόδοση ἀξίας στὸν κόσμο, χωρὶς συσχέτιση πρὸς τὸν Τρισυπόστατο Θεό, ποὺ τὸν ἐδημιούργησε «καλὰ λίαν», καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκε, καταλήγει σὲ νέο εἶδος εἰδωλολατρείας.»(1)

Αντ’ αυτού όμως ,συμπρωταγωνιστούν μὲ τοὺς ἀνὰ τὴν οἰκουμένη νεοταξίτες, μὲ τὴν ἐλὶτ τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, που έχουν επιδοθεί σε χρηματιστήριο ρύπων κι έχουν κάνει την οικολογία και τα οικολογικά προιόντα πανάκριβη πολυτέλεια. Αντί δε το παγκόσμιο οικολογικό κίνημα να πιέσει τις πολυεθνικές εταιρίες, που λυμαίνονται άνευ όρων και ορίων τις πρώτες ύλες του πλανήτη , πιέζει τους αδύναμους ανθρώπους να επωμιστούν αυτοί το ,δυσβάστακτο για τις πλάτες τους, βάρος για έναν «καθαρό»πλανήτη». 

Όφειλαν οι ποιμένες μας να καταδείξουν λόγω και έργω την χριστιανική κοσμολογία κατά την οποία: 

«Ὑπάρχει ἄμεση συνάρτηση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν κατάσταση τοῦ κόσμου. Τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα εἶναι πνευματικὸ πρόβλημα. Ἡ καταστροφὴ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ὀφείλεται στὴν καταστροφὴ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο Θεὸ καὶ στὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν Του. Ἡ φυσικὴ διάβρωση καὶ μόλυνση εἶναι συνέπεια τῆς πνευματικῆς μόλυνσης καὶ διάβρωσης.»(2)

Αντί λοιπόν οι ιεροί ποιμένες να αναδείξουν τις εντολές του τριαδικού Θεού , που εξαγνίζουν ανθρώπους και φύση, έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα τις καταργήσει πρώτος τόσο τις εντολές, όσο και την προέκτασή τους, τους κανόνες των Ιερών Οικουμενικών συνόδων

Γι’ αυτό στην σύνοδο του Κολυμβαρίου (2016) 

α) Πάρθηκαν αποφάσεις που περιφρονούν το Σύμβολο της Πίστεως και δεκάδες άλλους κανόνες και όρους των Ιερών Οικουμενικών Συνόδων που θεσπίστηκαν με την χάρη του Αγ. Πνεύματος ,από Πνευματοφόρους Αγίους Πατέρες 

β) καταλύθηκε κάθε έννοια συνοδικότητας αφού δεν είχαν δικαίωμα ψήφου όλοι οι παριστάμενοι επίσκοποι, των οποίων η πλήρης συμμετοχή στην σύνοδο απορρέει από την χειροτονία τους και μόνο (3) 

και γ) αναγνωρίστηκαν οι αιρετικές παραφυάδες του προτεσταντισμού και του ρωμαιοκαθολικισμού ως εκκλησίες, ενώ η Εκκλησία είναι Μία ,Αγία κι έχει το όλον της Αλήθειας δηλ. όλον τον Ιησούν Χριστόν (καθολική) και όλην την διδασκαλία Του αναλλοίωτη ανά τους αιώνες και τέτοιες ιδιότητες έχει μόνον η Ορθοδοξία. 

Κατά τον ίδιο τρόπο ,της περιφρόνησης και παρερμηνείας των Ιερών κανόνων, έγινε επέμβαση από το οικουμενικό πατριαρχείο ,στα εσωτερικά της Ουκρανικής εκκλησίας και τα εθνικιστικά μίση φούντωσαν, τόσο που η εκκλησία της Ουκρανίας να έχει μεταβληθεί σε μια πληγή που ακατάπαυστα αιμορραγεί εκ των έσω….(4) 

Εκεί όμως που κραυγάζει η υποτίμηση των Ιερών Γραφών ,των ιερών κανόνων και των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας ,είναι ο εξοστρακισμός τους από την θεολογία της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του ανθρώπου και τις συνέπειες που έχει αυτή η θεολογία για την ταυτότητα και τις σχέσεις αλληλοπεριχώρησης των 2 φύλων, τους όρους για την δημιουργία οικογένειας, την σημασία της οικογένειας κ.ά.Γίναμε όλοι τον τελευταίο χρόνο θλιβεροί μάρτυρες της παραγνώρισης στην λατρεία της Αγίας Εκκλησίας ,της αξίας και των 2 φύλων στην δημιουργία οικογένειας,αλλά και βλάσφημων -αθεολόγητων απόψεων ότι οι όποιες παρεκτροπές υφίστανται στην ανθρώπινη φύση -διάθεση οφείλονται στον Τριαδικό Θεό(!…).και όχι στα παράσιτα-πάθη της ξεπεσμένης ανθρώπινης φύσης.
 

Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι, αφού δεν υπήρξε σχεδόν καμμία αντίδραση-διόρθωση, επίπληξη από την ιεραρχία ,άρα στην πράξη εχει υιοθετηθεί άλλο Ευαγγέλιο και όχι του Ιησού Χριστού. Σε εμάς τους απλούς πιστούς πέφτει ο δύσκολος ρόλος του ελέγχου των Ιερών Ποιμένων μας και του ισόβιου πένθους για τα αδιέξοδα που οδηγείται η ανθρωπότητα όταν το άλας μωρανθεί…..
 

Τώρα που έρχεται η ιερά εικών του «Άξιόν εστι» της Υπεραγίας Θεοτόκου, εις την γη της Θράκης,καλούμαστε να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ προς την πανάχραντο Μητέρα μας και να την ικετεύσουμε να μεταβάλλει τα νέφη των λυπηρών που σκεπάζουν την ψυχή μας, εις δρόσον αναψυχής. Είθε ! Υποσημείωση 

(1): Aπόσπασμα από το άρθρο του Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση : ΜΕ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ ΣΤΗΝΟΥΝ ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΕΣ-ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ Υποσημείωση 

(2): όπως παραπάνω Υποσημείωση 

(3): Ι.Ζηζιούλα :Ο συνοδικός θεσμός,περ.Θεολογία(2-2009),σελ.15 Υποσημείωση 

(4) :Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας: Η παραχώρηση του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου δεν έφερε την ποθητή ενότητα :
 

https://www.ethnos.gr/ekklisia/article/74056/arxiepiskoposalbaniashparaxorhshtoyoykranikoyaytokefaloydeneferethnpothhthenothta

Από την ομάδα :
» Ορθόδοξοι Θρακιώτες «

__________________________

Κατάλογος των μέχρι τώρα υπογραφόντων

Aνανιάδου Χριστίνα , συνταξιούχος αστυνομικός

Αραμπατζή Αργυρή , νοσηλεύτρια

Αρσενίου Στυλιανή, συνταξιούχος υπάλληλος ΟΤΕ

Βουδιάδου Ανθούλα, δημόσιος υπάλληλος

Γιαλατζή Ελισάβετ , φιλόλογος

Γκοτζαρίδου Φωτεινή, συνταξιούχος δημοσίου

Δημητριάδου Γιάννα

Δημητριάδου Ζωή

Δημητριάδου Μαρία

Διαμαντόπουλος Ιωάννης, υπάλληλος

Διαμαντόπουλος Κυριάκος , αστυνόμος

Ευθυμίου Γαλήνη , γεωργός

Ευφραιμίδου Μαγδαληνή,ψυχολόγος

Ζειμπέκη Κατερίνα

Ιωακειμίδου Αθανασία , γιατρός

Ιωακειμίδης Αθανάσιος , έπιχειρηματίας

Ιωακειμίδου Δεσποινα , έπιχειρηματίας

Ιωακειμίδου Στυλιανή , γιατρός

Ιωακειμίδου Ευαγγελία , επιχειρηματίας

Καζάκου Παναγιώτα, συνταξιούχος

Καραγιάννη  Ουρανία

Κατσανέβα Ελένη, καθηγήτρια θεολόγος

Κατσαρίδης Νικόλαος

Κηπουρού Κωνσταντίνα, πτυχιούχος φιλολογίας

Κοκοζίδου Μαρίνα, πτυχιούχος φιλολογίας

Κοκοζίδης Γιώργος ,μηχανικός

Κοκοζίδου Φωτεινή, φυσικός

Κουτρουμανίδου Παγώνα , συνταξιούχος

Κούτσικου Ιωάννα, νομικός

Μαργαρίτη Ελένη , Θεολόγος

Μαυρίδου Αναστασία, συνταξιούχος νοσοκομειακή υπάλληλος

Μαυρίδου Αριστέα, άνεργη

Μπακογιάννης Αχιλλέας

Πορτοκαλίδης Παναγιώτης, αστυνομικός

Πορτοκαλίδης Δημήτριος ,συνταξιούχος

Πορτοκαλίδου Ευαγγελία, σχολική τροχονόμος

Πορτοκαλίδου Αθανασία, νηπιαγωγός

Ρούφος Αντώνης,συνταξιούχος

Ρούφου Γιαννούλα,γυμνάστρια

Ρούφος Δήμος , ελεύθερος επαγγελματίας

Σταυρινού Κωνσταντίνος .γυμναστής

Τζελέπη Θεοδώρα

Τζώγα Αμαλία, γυμνάστρια

Τζώγας Δημήτριος , συνοριοφύλακας

Τζώγας Στέφανος, γυμναστής

Τσακμάκη Ιωάννα, δασκάλα

Τσακμάκης Κωνσταντίνος ,συνταξιούχος

Τσακμάκη Λεμονιά

Χατζησταύρου Ζωή, πτυχιούχος θεολογίας

ΠΗΓΗ.ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

Εκοιμήθη Μητροπολίτης συν-πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου Αγγλικανών-Ορθοδόξων 

04/09/2022

Άρθρο της Κωνσταντίνα Κοσμίδου

Το “πλούσιο” βιογραφικό του προσομοιάζει με βαρύτατο οικουμενιστικό ποινικό μητρώο…

ΠΗΓΗ.: katanixi.gr

Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας ανακοινώνει με θλίψη την κοίμηση του Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστου, την Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022 σε ηλικία 88 ετών. 

Στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Βελγίου διαβάζουμε την είδηση «Ἀνακοίνωσις τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικόν Διάλογον Ἀγγλικανῶν – Ὀρθοδόξων» όπου αναφέρεται ότι «Ὁ Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος (Ware) ἦτο Συν-Πρόεδρος τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου Ἀγγλικανῶν καί Ὀρθοδόξων (ICAOTD) ἀπό τό ἔτος 2009 ἕως τό 2016. Διωρίσθη εἰς τήν θέσιν ταύτην ὑπό τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου καί ὑπηρέτησε τήν Ἐπιτροπήν ταύτην μέ ἐξέχουσαν θεολογικήν σοφίαν, μεγάλην χαράν καί ἰδιαίτερο χιοῦμορ».

Ο Μητροπολίτης Κάλλιστος -διακεκριμένος “θεολόγος”- συνέβαλε σημαντικά στην προώθηση του διαχριστιανικού διαλόγου ως λέκτορας και συγγραφέας. Αν και ευσεβής κληρικός και αγαπητός πνευματικός πατέρας υπηρέτησε για πολλά χρόνια τον Οικουμενισμό και όχι τον Χριστό!

Δυστυχώς για τον εκλιπόντα Αρχιερέα που βρίσκεται πλέον στα χέρια του δίκαιου Κριτού, το “πλούσιο” βιογραφικό του προσομοιάζει με βαρύτατο οικουμενιστικό ποινικό μητρώο… 

Είναι λυπηρό πως οι οικουμενιστές εδώ και έτη προσχεδιάζουν και εκτελούν τα σχέδιά τους, δίχως φόβο και ντροπή, αλλά με θράσος χρησιμοποιούν και διαφημίζουν τα αίσχη τους ως θεάρεστη και ευλογημένη εξέλιξη… 

Στις 05 Νοεμβρίου του 2015, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο των Αγγλικανών Juston Welby υπό την καθοδήγηση του Μητροπολίτη Καλλίστου. Μετά από συζήτηση και προσευχή εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν«ἑορτάζει τό γεγονός πώς Ἀγγλικανοί καί Ὀρθόδοξοι ἐπιβεβαιώνουν μαζί, ἀναφορικά μέ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὅτι δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ».

«…ἔργο αὐτό θά ἀποτελέσει θεολογικό θεμέλιο γιά τήν ἐπικείμενη συζήτηση σχετικά μέ τίς πρακτικές συνέπειες πάνω στίς θεολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση βασικῶν θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος, ἰατρικῶν παρεμβάσεων, ἀλλά καί ἐρωτήσεις γύρω ἀπό τήν οἰκογενειακή ζωή καί τήν ἠθική» .

Ο “ασκός του Αιόλου” έχει ανοίξει! Αυτός της παναίρεσης του Οικουμενισμού! Καιρός να αντιδράσουμε! 

Ας μας αφυπνίσει ο λόγος του μακαριστού Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη κατά την εορτή του Μεγάλου Φωτίου: «Ἂς εἴμεθα λοιπόν σέ ἐπιφυλακή. Ζοῦμε σέ ἡμέρες πού συντελεῖται μία προδοσία τῆς ὀρ­θοδόξου πίστεως μέσα στούς κόλπους τῆς ἰ­δίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκ μέρους ἐπισκόπων ἱεροκηρύκων καί θεολόγων, ἐκείνων πού ἔ­πρεπε νά εἶναι οἱ πρῶτοι φύλακες τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης.»

Καλή μετάνοια! 

Ἄλλος ἕνας «Δούρειος Ἵππος» γιὰ τὴν προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!

Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά(δεῖτε κι ἐδῶ) ποὺ ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης:

Ἔγραψε ἢ γράφει νέα ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία κομμένη καὶ ραμμένη στὰ μέτρα τῶν Οἰκουμενιστῶν

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Σὲ ὁμιλία του στὶς 12.06.22 (ἐδῶ) μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς (ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἡμέρας γιὰ τὴν παραχάραξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ἱστορίας δὲν εἶναι τυχαία), ἀκούσαμε τὸν π. Βασίλειο Βολουδάκη καὶ τὰ πνευματικά του παιδιά νὰ γράφουν μία νέα ἐκκλησιαστική ἱστορία, στὴν ὁποία ἀνατρέπονται ὅλα ὅσα γνωρίζαμε σχετικὰ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων καὶ τοῦ ποιμνίου ἐναντίον τῆς κάθε αἱρέσεως καὶ τοῦ κάθε σχίσματος. Μία ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ποὺ εἶναι κομμένη καὶ ραμμένη στὰ μέτρα τῆς ἐπισκοποκρατίας (ὁ ὅρος εἶναι τοῦ μακαριστοῦ Καντιώτη ποὺ καλοῦσε ‒σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν π. Βασίλειο‒ τὸ ποίμνιο νὰ μὴν ὑπακούει στοὺς ἄθεους ἐπισκόπους) καὶ τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Ὁ π. Βασίλειος μὲ ὕφος χιλίων καρδιναλίων καὶ αὐθεντίας καὶ ὅπως πάντα χωρὶς τὴν παράθεση κάποιας σοβαρῆς καὶ ἀξιόπιστης πηγῆς (ὁ γέροντας τοῦ καθενὸς δὲν εἶναι πηγή), ἐπιτέθηκε σὲ ὅλους ὅσους ἀντιδροῦν στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ πρὸ πάντων σὲ ὅσους ἀποτειχίστηκαν.

Ἂς πάρουμε ἕνα στίγμα αὐτῆς τῆς νέας θεώρησης τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Εἶπε ὁ π. Βασίλειος: 

 «Διερωτῶμαι, πώς πολλοὶ ἄνθρωποι, ἔτσι χωρὶς δεύτερη σκέψη καταφρονοῦν τοὺς ἐπισκόπους τους καὶ κάνουν ἀνταρσία, χάριν τῆς Πίστεως καὶ παρασύρουν λαό… Τὸν ἐρώτησαν (σσ. τὸν γέροντά του Σίμωνα) πνευματικά του παιδιὰ καὶ τοῦ εἴπανε νὰ σταματήσει τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Καὶ εἶπε: νὰ φύγετε κι ἐσεῖς ἂν σκανδαλίζεστε ποὺ μνημονεύω τὸν Ἀρχιεπίσκοπο. Δὲν θέλω νὰ ἔχω πνευματικὰ παιδιὰ ἀπείθαρχα στὴν Ἐκκλησία.

     Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν… Γέροντα, ἐὰν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος συλλειτουργήσει μὲ τὸν Πάπα; Καὶ τότε, λέει, ἐγὼ δὲν θὰ φύγω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία… Τὴν Ἐκκλησία δὲν τὴν χαρίζουμε σὲ κανέναν. Δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ μαχόμεθα. Θὰ ὁμολογοῦμε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Γιατὶ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα δὲν εἶναι ἀνθρώπινο… ἐὰν δὲν ὀρθοτομεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ δι’ αὐτοῦ, ἀλλὰ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ζωή του… καὶ ὅποιος βεβαίως ἐπίσκοπος, ὡς ἄνθρωπος, εἶναι ἀνάξιος αὐτὸς θὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό…

     Ἐπικαλοῦνται διάφοροι παλαιοὺς Ἁγίους γιατὶ δὲν μπορούσαμε νὰ ἐλέγξουμε ἀκριβῶς πῶς ἦταν τότε οἱ καταστάσεις. Καὶ ἐρωτῶ. Γιατὶ νὰ ἀνατρέξουμε σὲ παλαιοὺς Ἁγίους, ὅταν ἔχουμε Ἁγίους τῶν ἡμερῶν μας; Γιατὶ δὲν μᾶς βολεύει. Γιατὶ δὲν μᾶς βολεύει στὸ φανατισμό μας… θέλουμε νὰ πλάσουμε ἕνα παρελθὸν γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχουμε στοιχεῖα» (ἀπὸ 07.18).

Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ καινούργια θεώρηση ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ διδαχῆς, ἡ νέα ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀπὸ τὸν π. Βασίλειο. Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του:

Πρέπει νὰ μὴν μιμούμαστε τοὺς «παλαιοὺς Ἁγίους», ὅπως τοὺς ὀνομάζει, (διότι ὁ ὅρος Πατέρες θὰ γκρέμιζε τὴν λανθασμένη ἐπιχειρηματολογία του), γιατὶ δὲν ἔχουμε στοιχεῖα τοῦ τί ἔγινε ἀκριβῶς στὴν ἐποχή τους. Ἄρα ἂς πετάξουμε ὅτι βιβλία καὶ ἐργασίες εἴχαμε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔφτυσαν αἷμα γιὰ νὰ συγγράψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία κι ἂς ἀκοῦμε διαδικτυακὰ μόνο τὸν π. Βασίλειο Βολουδάκη.

Μάλιστα ἐδῶ συμβαίνει καὶ τὸ ἑξῆς παράδοξο, ἀπόδειξη ὅμως τῆς πλάνης καὶ τῆς ἔπαρσης τοῦ προκειμένου ἱερέως: Ἐνῶ οἱ Ἅγιοι «τῶν ἡμερῶν μας» μᾶς συμβουλεύουν νὰ διαβάζουμε καὶ νὰ μιμούμαστε τοὺς «παλαιοὺς Ἁγίους» (π.χ. ὁ ἅγ. Παΐσιος ἔλεγε ὅτι χρειαζόμαστε Μάρκους Εὐγενικοὺς καὶ Μακκαβαίους), ὁ π. Βασίλειος, ποὺ ὑποτίθεται γνωρίζει τοὺς Ἁγίους, λέει τὸ ἀντίθετο.

Ὁ π. Βασίλειος διερωτᾶται «πώς πολλοὶ ἄνθρωποι, ἔτσι χωρὶς δεύτερη σκέψη καταφρονοῦν τοὺς ἐπισκόπους τους καὶ κάνουν ἀνταρσία, χάριν τῆς Πίστεως καὶ παρασύρουν λαό». Ἔτσι, καὶ σύμφωνα μὲ κάθε λογικὴ σκέψη, στὴν νέα ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία πρέπει νὰ ἀποροῦμε (ὄχι νὰ τιμοῦμε) πῶς ἕνας μοναχὸς Μάξιμος ἔκανε ἀνταρσία καὶ δὲν κοινωνοῦσε μὲ τὰ μεγάλα τῆς ἐποχῆς του Πατριαρχεῖα γιὰ ἕναν παλιοτόμο· Πῶς ἕνας λαὸς στὴν Κων/πολη δὲν πειθάρχησε καὶ δὲν δέχθηκε νὰ κοινωνήσει μὲ τοὺς λατινόφρονες ἐπισκόπους καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν ἕνωση ποὺ ἀποφασίστηκε στὴν Φλωρεντία-Φερράρα. Ὁ γέροντας τοῦ π. Βασιλείου θὰ τοὺς εἶχε πετάξει ἔξω, ἀφοῦ ἀκόμα καὶ συλλείτουργο μὲ τὸν Πάπα θὰ δεχόταν!!!

Πρέπει φυσικὰ ἐδῶ νὰ ὑπενθυμίσουμε στὸν πληροφορημένο π. Βασίλειο, ὅτι καὶ συλλείτουργο ἔχει γίνει καὶ ἕνωση σύμφωνα μὲ τὸν «εὐσεβή» ἐπίσκοπο Ναυπάκτου Ἱερόθεο, ὁ ὁποῖος στὸ βιβλίο του γιὰ τὴν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» στὴν σελ. 196f ἐπισημαίνει:

«Αὐτὸ δείχνει περίτρανα τὰ πράγματα στὴν λεγόμενη «οἰκουμενικὴ κίνηση» προχωροῦν πέρα ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ἀφοῦ ὑπάρχει πλήρης «μυστηριακὴ διακοινωνία!»».

Καὶ στὶς σελίδες 150 ἕως 154, ποὺ μιλάει γιὰ τὸ κείμενο τῆς ἄρσης ἀναθεμάτων:

     «Φαίνεται σαφέστατα, ὅτι τὸ μὲν ἑλληνικὸ κείμενο κάνει λόγο γιὰ ἄρση ἀναθεμάτων, τὰ δὲ ἄλλα κείμενα, γαλλικὸ καὶ ἀγγλικό, κάνουν λόγο γιὰ ἄρση ἀκοινωνησίας».

Καὶ στὴν σελ. 155 ἀκολουθεῖ ἡ τρομερὴ δήλωση τοῦ ἐπισκόπου, τὴν ὁποίαν ἀγνοῦν ἐπιδεικτικὰ καὶ ἔνοχα καὶ ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης καὶ ὅσοι περιμένουν τὴν ἕνωση μὲ τοὺς Παπικοὺς γιὰ νὰ ἀντιδράσουν:

 «Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἰσχυρίζονται σὲ διάφορες συζητήσεις ποὺ ἔχω κάνει μαζί τους ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση ἀκοινωνησίας τὸ 1965, γι’ αὐτὸ προσέρχονται στοὺς Ὀρθοδόξους Ναοὺς γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ».

Ἀπίστευτο. Αὐτὰ τὰ ἔχουν διαβάσει ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ δὲν κουνιέται φύλλο! Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν π. Βασίλειο ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἔτσι, πρέπει νὰ ὑπακούσουμε, διότι ἔτσι μένουμε ἐντὸς Ἐκκλησίας (ἄρα ὁ ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας Παΐσιος, ὅταν διέκοψε τὴν μνημόνευση τοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἦταν ἐκτὸς Ἐκκλησίας).

Ἔτσι σύμφωνα μὲ τὴν νέα ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τοῦ π. Βασιλείου καὶ τῶν γερόντων του (ἂν τοὺς ἑρμηνεύει σωστά, διότι ἐδῶ καὶ τοὺς Ἁγίους παρερμηνεύει, πάντως τὸν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο σίγουρα τὸν παρερμηνεύει), ἐκτὸς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποὺ δὲν μνημόνευαν αἱρετικούς, ὅπως ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγ. Κύριλλος καὶ τόσοι ἄλλοι. Καὶ ἂν ἀντιπαραθέσει κάποιος: ναί, αὐτοὶ ἦταν ὅμως ἐπίσκοποι, τότε φθάνει ὡς παράδειγμα μέσα στὶς χιλιάδες, ὁ νομικὸς Εὐσέβιος, λαϊκὸς τὴν ἐποχὴ τοῦ Νεστορίου, (ἀντίθετα μὲ τὴν κακοδιδασκαλία τοῦ π. Βασίλείου ἡ Ἐκκλησία δὲν τὸν θεώρησε ἐκτὸς ἀλλὰ ἐντὸς καὶ τὸν τίμησε μετέπειτα μὲ τὴν ἐπισκοπὴ Δορυλαίου), ὁ ὁποῖος ἀντέδρασε ἤδη μέσα στὸν ναό (χωρὶς δεύτερη σκέψη, π. Βασίλειε), ὅταν ὁ Νεστόριος ὀνόμασε τὴν Παναγία Χριστοτόκο, διέκοπτε τὰ αἱρετικὰ κηρύγματά του καὶ διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ μὲ τὸν Νεστόριο καὶ ὅσους κοινωνοῦσαν μαζί του, στέλνοντας μάλιστα ἐπιστολὲς στὰ πατριαρχεῖα Ρώμης καὶ Ἀλεξανδρείας μὲ τὴν αἴτηση νὰ διακόψουν κι αὐτά τὴν κοινωνίαν μὲ τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο. Μάλιστα «ἐτοιχοκόλλησε κατηγορητήριον κατὰ τοῦ Νεοστορίου ὡς διδάσκοντος τὰ τοῦ Παύλου Σαμοσατέως». (Βασίλειος Στεφανίδης ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, 1959, σελ. 215). Φυσικὰ ὁ π. Βασίλειος δὲν θεωρεῖ ἀσφαλὴ πηγὴ τὸν βραβευμένο ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἀρχιμανδρίτη Βασίλειο Στεφανίδη γι’ αὐτὸ καὶ ἰσχυρίζεται «θέλουμε νὰ πλάσουμε ἕνα παρελθὸν γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχουμε στοιχεῖα».

Ἕνας Εὐσέβιος θα χαρακτηριζόταν ὅμως κι ἀπὸ ἄλλους (οἱ ἀκόλουθοι χαρακτηρισμοί εἶναι σήμερα γνωστοί στοὺς γνωστοὺς παροικοῦντες τὴν Ἱερουσαλήμ) ποὺ σήμερα κάνουν τοὺς ἔκπληκτους, ὡς ἀκραῖος ζηλωτὴς ποὺ πιέζει τοὺς ἄλλους, δὲν γνωρίζει τὴν οἰκονομία κλπ. Νὰ τονιστεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Εὐσέβιος ξεκίνησε ἀμέσως μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως τὸν ἀγῶνα του καὶ δὲν περίμενε καμία θεία ἢ ἀνθρώπινη ἐπέμβαση. Γιατί; Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ Θεία ἐντολὴ καὶ τὸ καθῆκον τῶν Χριστιανῶν.

Ἐπίσης ἔνοχες, σύμφωνα πάντα μὲ τὰ λόγια τοῦ π. Βασιλείου, πρέπει νὰ εἶναι καὶ οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικές, ποὺ ἀντὶ νὰ περιμένουν τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν θάνατο τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου ἢ τὸ σάπισμα τῶν χεριῶν του ἢ ὅτι μία ληστρικὴ σύνοδος ὅπως τὸ Κολυμπάρι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπέθανε καὶ ἐτάφη (αὐτὰ τὰ ἀνήκουστα ὑποστήριξε ὁ π. Βασίλειος στὴν ὁμιλία του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ), συνάχθηκαν καὶ καταδίκασαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἄρα ἀντίθετα μὲ ὅσα διδάσκει ὁ π. Βασίλειος, τὴν κάθε αἵρεση καὶ ληστρικὴ σύνοδο. Ἐκτὸς φυσικὰ ἂν γιὰ τὸν π. Βασίλειο ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι Παναίρεση, ἡ αἵρεση τῶν ἐσχάτων κατὰ τοὺς Ἁγίους τῶν ἡμερῶν μας.

Κλείνοντας πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι στὴν νέα ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ποὺ διαδίδει ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης δέχθηκε ἀδιαμαρτύρητα τὴν ἄποψη μίας κυρίας ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία δέχθηκε «ἄθλιους» αὐτοκράτορες ὅπως τὸν Βασίλειο Α΄ τὸν Μακεδόνα ἢ τὸν Λέοντα ΣΤ΄ τὸν Σοφό. Πόσο κακὸ κάνουν τέτοιοι ἄνθρωποι στὴν ἐκκλησία!

Ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ ὄχι αὐτὴ τοῦ π. Βασιλείου καὶ τοῦ κύκλου του μᾶς παραδίδει ἄλλα: Ὁ Βασίλειος Α΄ ἐδίωξε τὸν Μ. Φώτιο, διότι αὐτὸς δὲν συμφώνησε μὲ τὴν πολιτικὴ τοῦ αὐτοκράτορα μὲ τὸν Πάπα. Ὁ δὲ Λέων ΣΤ΄ ἐδίωξε τὸν πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, διότι δὲν συμφώνησε μὲ τὸν τέταρτο γάμο τοῦ αὐτοκράτορα.

Ἡ ὁμολογία ἐπιφέρει διωγμὸ π. Βασίλειε, γι’ αὐτὸ δὲν τὴν δέχεσθε. Δὲν θέλετε νὰ τὰ χαλάσετε μὲ τὸν ὀλετήρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἱερώνυμο Λιάπη, γι’ αὐτὸ σᾶς ἔχει ἀφήσει στὴν θέση σας, γιατί (παρὰ τὰ ἐνοχλητικά σας κηρύγματα περὶ ἐμβολίων ποὺ κι αὐτὰ ἔγιναν ὅμως σὲ κλειστὸ ναό), εἶστε ἕνας χρήσιμος «Δούρειος Ἵππος» γιὰ τὴν προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Ὅποιος ἰσχυρίζεται τὸ ἀντίθετο βλάπτει τὴν Ἐκκλησία, παραδίδοντας ψωμοτύρι στὸ στόμα τῶν βλασφήμων ἐχθρῶν Της.

Ἔτσι πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ ἐρωτευμένοι μὲ τὸ ἀξίωμα τους καὶ ἐκ τούτου δειλοί. Διδάσκοντας νέες καὶ ἀναληθεῖς διδασκαλίες ποὺ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας ἐνάντια στὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Τὸ ἐρώτημα εἶναι ἂν ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε ἢ θὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

Ο Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης δια το δυσώδες του Οικουμενισμού

Ο Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης δια το δυσώδες του Οικουμενισμού

Του Β. Χαραλάμπους,  θεολόγου

Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ως δήθεν ακρότητα τις ενστάσεις για τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό. Με τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό αμφισβητείται η Οικουμενικότητα της Εκκλησίας, καθότι δι’ αυτού αμφισβητείται το γεγονός ότι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η Ορθόδοξη δηλαδή Εκκλησία, είναι Οικουμενική Εκκλησία. Και μόνο στις εκκλησιολογικές στρεβλώσεις της Δήλωσης του Τορόντο να προστρέξει κανείς, είναι αρκετό για να αντιληφθεί την αμφισβήτηση αυτή.

 Πολλοί είναι εκείνοι που χαρακτηρίζουν πράξεις Επισκόπων που καταφεύγουν σε Οικουμενιστικά ατοπήματα, ως δήθεν ‘’διπλωματικές’’ πράξεις ή πράξεις αβρότητας.  Θεωρούν τον Οικουμενισμό ως δήθεν ‘’άνοιγμα’’ της Εκκλησίας, αμφισβητώντας παράλληλα την οικουμενικότητά της.  Ο αποδεχόμενος ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει ακέραιη τη διδασκαλία του Θεανθρώπου Χριστού, και ότι είναι η Μία Αγία Εκκλησία, δεν διστάζει να ομολογήσει, ότι δεν υπάρχει άλλη Εκκλησία εκτός της Μίας Αγίας Εκκλησίας, της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

 Χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκρητιστικού Οικουμενισμού αποτελεί  η λεγόμενη Οικουμενική κίνηση και ιδιαίτερα οι σχετικές δραστηριότητες στα πλαίσια του λεγόμενου Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.).  Αναφερόμενοι στα πλαίσια του Π.Σ.Ε. στον όρο ‘’Οικουμένη’’, τον ορίζουν με ‘’εκκλησιαστική’’ έννοια, γεγονός το οποίο αντιστρατεύεται στην έννοια της οικουμενικότητας της Εκκλησίας.   Τούτο καταδεικνύεται και από τις αναφορές στα πλαίσια του Π.Σ.Ε. περί ‘’ενότητας της Εκκλησίας’’ και περί ‘’ενότητας των Εκκλησιών’’.  Τοιουτοτρόπως ομιλώντας περί ‘’χωρισμένων Εκκλησιών’’ στο καλούμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.),  καταλήγουν σε πλήθος ατοπημάτων. 

 Η στάση συγχρόνων Αγίων μας αποτελεί φρένο στον κατήφορο των οικουμενιστικών ατοπημάτων. Είναι άξια αναφοράς για παράδειγμα, η στάση του Οσίου Εφραίμ Κατουνακιώτη για τον Οικουμενισμό, μια στάση που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ήταν απλά ως μια γνώμη του Οσίου αυτού για το θέμα τούτο, αλλά ήταν αποτέλεσμα πληροφορίας μετά από θερμή προσευχή.  Και φυσικά όσο και να αποφεύγουν να αναφέρονται σ’ αυτό το γεγονός, δεν αποτολμάται η αμφισβήτησή του. 

 Σε βίντεο που προβλήθηκε από τον διαδικτυακό ιστότοπο pemptousia.gr, με τίτλο ‘’Βιώματα από τον Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη’’, ο ιατρός κ. Βασίλειος Φωτιάδης καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία’’.  Αυτή η μαρτυρία δόθηκε κατά τη συζήτηση που έγινε ‘’στο πλαίσιο ομιλίας που πραγματοποιήθηκε με θέμα : «Ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης 1912-1998» στο Πνευματικό Κέντρο του Ι. Ναού Παναγίας Λαοδηγήτριας στη Θεσσαλονίκη 23 Απριλίου 2017’’ (όπως αναφέρει η ιστοσελίδα αυτή). 

 Στο εν λόγω βίντεο ο ιατρός κ. Βασίλειος Φωτιάδης αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:  ‘’Σ’ ένα πανηγύρι στη Μικρά Αγία Άννα, ήταν ένας διανοούμενος, της Εκκλησίας θα λέγαμε, όχι κληρικός, ο οποίος πρωτοστατούσε για τον Οικουμενισμό.  Είχε κάποιες θέσεις ή απόψεις, έλεγε στον Γέροντα Γεράσιμο «θέλω να πάω στον παπά Εφραίμ, αλλά δεν δέχεται.  Του υπέδειξε ο Γέροντας Γεράσιμος να ακολουθήσει τον γιατρό και θα ανοίξει κι η πόρτα.  Τον είδε ο παππά Εφραίμ και του είπε «Γέροντα πρέπει να προσέξουμε αυτό, πρέπει να προσέξουμε εκείνο.  Παρών εγώ.  Σε κάποια φάση λέει (ο Γέροντας) «Δεν ακούω καλά.  Έλα πιο κοντά να μου το πεις και πλησίασε».  «Φύγε αυτή τη στιγμή από δω γρήγορα».  Σοκαρίστηκε αυτός, έπαθα κι εγώ.  «Αυτή τη στιγμή που σου λέω.  Αυτά που θέλεις, αυτές οι δοξασίες είναι πλάνες».  «Μα, λέει Γέροντα».  «Πλάνες…έξω…έξω».  Σοκαρίστηκε ο άνθρωπος, βγήκε έξω, τελείως έξω.  Ρώτησε μετά τον π. Ιωσήφ, τον νυν γέροντα, λέει «δεν μπορώ να κάνω τίποτα, αφού ο Γέροντας…».  «Λέω Γέροντα τι έγινε, δεν αισθάνομαι καλά κι εγώ που τον έφερα…».  «Να σου πω παιδάκι μου», μου λέει, «εγώ παιδάκι μου καταλαβαίνω κι αλλιώς τους ανθρώπους.  Δεν καταλάβαινα τι έλεγε και έκανα μια προσευχή μέσα μου να δω τι γίνεται κι εκείνη τη στιγμή τον πλησίασα να δω τι ανέδιδε».  «Δυσοσμία», μου λέει, «βρωμιά και κατάλαβα ότι όλα αυτά που έχει είναι πλάνες».  Βγήκε έξω και έκλαιγε ο άνθρωπος αυτός και λέει «πιθανόν να κάνω λάθος».   Μπήκε μέσα μετά και  του λέει (ο Γέροντας) «Παιδάκι μου θα χάσεις την ψυχή σου, πρόσεξε καλά».  Και πράγματι μετανόησε.  Και έκανε μια τέτοια θερμή προσευχή γι’ αυτόν τον άνθρωπο εκεί μπροστά που λιώσαμε κι εμείς στην κυριολεξία.  Κι από τότε αυτός ο άνθρωπος διατήρησε μια επικοινωνία με τον Άγιο Εφραίμ’’. 

Παρόμοια εμπειρία κατέγραψε και ο καθηγητής κ. Δ. Τσελεγγίδης, όπου ο Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης κατόπιν προσευχής αισθάνθηκε τη δυσωδία του Οικουμενισμού, αναφέροντας ότι ‘’ο Οικουμενισμός έχει δαιμόνια’’.

 Είναι αλήθεια πως όσοι επιμένουν στη στρέβλωση του Οικουμενισμού, ούτε ακροθιγώς δεν αναφέρονται στην προσευχητική αυτή εμπειρία του Οσίου Εφραίμ του Κατουνακιώτη, που μετά από θερμή προσευχή, του φανερώθηκε το δυσώδες του Οικουμενισμού. 

Οι Οικουμενιστικές αντιλήψεις του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιωάννη

Θεολογική κριτική σε διδακτορική διατριβή Ιεράρχου

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 12η Απριλίου 2021

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΙΕΡΑΡΧΟΥ

Εισαγωγικά

Στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εποχή μας πολύς λόγος γίνεται για την εκκλησιαστική ενότητα. Οι εδώ και πολλές δεκαετίες αρξάμενοι και μέχρι σήμερα συνεχιζόμενοι Θεολογικοί Διάλογοι μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ετεροδόξων, (Ρωμαιοκαθολικών, Αντιχαλκηδονίων, Λουθηρανών, Αγγλικανών κ.α.), δείχνει ακριβώς πόσο επιτακτικό θεωρήθηκε το αίτημα της αποκαταστάσεως της ενότητος των χριστιανών, ιδιαίτερα από του 20ου αιώνος και εντεύθεν. Στη «Σύνοδο της Κρήτης» (2016), κατά κόρον διατυμπανίστηκε από πολλούς, Προκαθημένους και μη, κατά την διεξαγωγή των εργασιών της, ότι ο κύριος σκοπός της συγκλήσεώς της είναι να «διατρανωθεί η ενότητα της Ορθοδοξίας». Το γνωστό Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, το οποίο ταλανίζει την παγκόσμια Ορθοδοξία εδώ και τρία περίπου χρόνια, έφερε και πάλι στην σύγχρονη εκκλησιαστική επικαιρότητα το δράμα των διασπάσεων και διαιρέσεων μεταξύ τοπικών Εκκλησιών και ανέδειξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά επιτακτική την ανάγκη της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ αυτών.

Προ ημερών έφθασε στο Γραφείο μας έντυπο με τίτλο: «Η ενότητα της Εκκλησίας και τα σύγχρονα εκκλησιολογικά προβλήματα», και υπότιτλο: «Συγκριτική έκθεση της θεολογίας του αγίου Μαξίμου του ομολογητού». Πρόκειται για διδακτορική διατριβή, που είδε το φως της δημοσιότητος σχετικά πρόσφατα, (Ιανουάριος 2021), με συγγραφέα τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων κ. Ιωάννη. Την διατριβή ανέλαβε να εκδώσει η Ιερά Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος. Η εργασία αναφέρεται στο φλέγον και σπουδαιότατο θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος και μάλιστα σε άμεση διαλεκτική σχέση με τα σύγχρονα εκκλησιαστικά προβλήματα. Από την μελέτη της εν λόγω εργασίας διαπιστώσαμε την φιλότιμη κατ’ αρχήν προσπάθεια, που καταβάλλει ο συγγραφέας, να παρουσιάσει το θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος με αφετηρία τους αγίους Πατέρες και ιδιαίτερα τον Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή. Χωρίς αμφιβολία, αρκετές από τις θέσεις που διατυπώνονται στην εργασία απηχούν τη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όμως, κατά την ταπεινή μας γνώμη, διατυπώνονται και θέσεις, απέναντι στις οποίες έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Είτε διότι εκφράζουν εκκλησιολογικές θέσεις και απόψεις σαφώς όχι Ορθόδοξες, αλλά βαθιά επηρεασμένες από μια οικουμενίζουσα Εκκλησιολογία, είτε διότι πάσχουν από πλευράς θεολογικής πληρότητος, ή (και) θεολογικής σαφήνειας.

Θα προσπαθήσουμε στην παρούσα μικρή εργασία μας, με την Χάρη του Θεού, να καταθέσουμε στο χριστεπώνυμο πλήρωμα ορισμένες κριτικές θεολογικές παρατηρήσεις μας, με αφορμή την ως άνω διατριβή, γύρω από το φλέγον θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος, με σκοπό να καταδειχθούν οι λεπτές διαφορές που χωρίζουν την Ορθόδοξη από την μη Ορθόδοξη, οικουμενίζουσα Εκκλησιολογία. Θεωρήσαμε αναγκαία την παρέμβασή μας, επειδή η διδακτορική διατριβή δεν προέρχεται από ένα τυχαίο πρόσωπο, αλλά από Ιεράρχη και δη εκκλησιαστικό ηγέτη τοπικής Εκκλησίας και επομένως ο κίνδυνος να εισχωρήσουν στον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο αιρετίζουσες θέσεις και απόψεις είναι μεγάλος.

Αφήνοντας σε άλλους μελετητές τον επί μέρους σχολιασμό των υπολοίπων κεφαλαίων της διατριβής, θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε ορισμένα μόνο σημεία από δύο κεφάλαια: Το πρώτο έχει τίτλο: «Η ενότητα στον επίσκοπο» και το δεύτερο: «Ο εν αληθεία διάλογος».

Προτού έρθουμε στον σχολιασμό του πρώτου κεφαλαίου, θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε, (ως μια πρώτη γενική παρατήρησή μας), το γεγονός ότι ο συγγραφέας πουθενά στην εργασία του δεν κάνει λόγο για την παναίρεση του Οικουμενισμού. Προτιμά αντί για τον όρο «Οικουμενισμός» να χρησιμοποιεί τον όρο «Οικουμενική Κίνηση», υποβιβάζοντας όμως την αίρεση στο επίπεδο ενός κινήματος. Είναι σημαντικό ευθύς εξ’ αρχής να τονιστεί αυτή η ουσιαστική παράλειψη, δεδομένου ότι η φοβερή αυτή αίρεση που συνεχίζει να κυριαρχεί μέχρι σήμερα επί 120 χρόνια σε όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή κατά της ενότητος της Εκκλησίας. Δεν είναι δυνατόν μια επιστημονική εργασία να διαπραγματεύεται την ενότητα της Εκκλησίας και να τηρεί σιγήν ιχθύος απέναντι στην μεγαλύτερη απειλή που την υπονομεύει. Δεν είναι δυνατόν να έχει επισημάνει αυτή την φοβερή αίρεση μια πλειάδα οσιακών μορφών της Εκκλησίας μας και ο συγγραφέας να την αγνοεί, σαν να μην υπάρχει. Θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, ο συγγραφέας όχι μόνο να κάνει ειδική αναφορά πάνω στον Οικουμενισμό, αφιερώνοντας ολόκληρο κεφάλαιο με θέμα τον Οικουμενισμό, αλλά επί πλέον να προτείνει και τρόπους αντιμετωπίσεως αυτού του φοβερού κινδύνου. Και τούτο επειδή η διατριβή του έχει ως θέμα την εκκλησιαστική ενότητα, όχι γενικά και αόριστα, αλλά σε άμεση διαλεκτική σχέση με τα σύγχρονα εκκλησιολογικά προβλήματα, ένα εκ των οποίων, το σπουδαιότερο, είναι ο Οικουμενισμός. Και μόνον αυτή η ουσιαστική παράλειψη απομειώνει σε μεγάλο βαθμό την αξία και το κύρος της διατριβής.

Επίσης χρησιμοποιεί κατά κόρον τον όρο «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», τελείως ελεύθερα και με πολλή άνεση, δίνοντας την εντύπωση στον αναγνώστη ότι πρόκειται περί αληθούς και ορθοδοξούσης Εκκλησίας, διότι πουθενά δεν κάνει τον κόπο να διευκρινίσει, ότι δεν πρόκειται περί Εκκλησίας, αλλά περί αιρέσεως, που έχει καταδικαστεί ως τοιαύτη από πάμπολλες Ορθόδοξες Συνόδους, αρχής γενομένης από την 8η Οικουμενική επί μεγάλου Φωτίου. Το ορθότερο θα ήταν να χρησιμοποιεί τον όρο «Παπισμός», ή τουλάχιστον όταν χρησιμοποιεί τον όρο «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», να θέτει τη λέξη Εκκλησία εντός εισαγωγικών.

Α΄

«Η ενότητα στον Επίσκοπο».

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι το κεφάλαιο με τον παρά πάνω τίτλο διαπραγματεύεται τρία κυρίως θέματα: Το πρώτο παρουσιάζει τον Επίσκοπο ως κέντρο ενότητος της τοπικής Εκκλησίας. Το δεύτερο εξετάζει τον επίσκοπο σε σχέση με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει. Και το τρίτο σε σχέση με το πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο.

1) Ο Επίσκοπος ως κέντρο ενότητος της τοπικής Εκκλησίας.

Είναι εμφανής η προσπάθεια του συγγραφέα στην πρώτη αυτή υποενότητα, να παρουσιάσει τη θέση του Επισκόπου στην εκκλησιαστική κοινότητα με βάση την Εκκλησιολογία του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος και του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Είναι επίσης εμφανής ο επηρεασμός του από την θεολογική εργασία του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα με τίτλο: «Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας», (Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1990), αλλά και από το Κείμενο της Ραββένας, (2007). Κατ’ αρχήν κανείς δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία, ότι η εκκλησιολογικές θέσεις των δύο αυτών κορυφαίων αγίων της Εκκλησίας μας είναι πέρα για πέρα Ορθόδοξες. Ο συγγραφέας ναι μεν ξεκινάει από μια ορθή αφετηρία, βασιζόμενος στους δύο αυτούς αγίους, ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, παρασύρεται σε ακρότητες, απολυτοποιεί το πρόσωπο του Επισκόπου, το οποίο μάλιστα δεν διστάζει να τοποθετήσει υπεράνω ακόμη και των Συνόδων. Ουσιαστικά εκφράζει θέσεις οι οποίες, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ούτε στους παρά πάνω αγίους μπορούν να θεμελιωθούν, ούτε στην Πατερική και Κανονική μας Παράδοση. Πρόκειται για θέσεις που αγγίζουν τα όρια μιάς επισκοποκεντρικής, (οικουμενιστικού τύπου), Εκκλησιολογίας. Σταχυολογούμε παρά κάτω μερικά από τα γραφόμενά του και στη συνέχεια θα τα σχολιάσουμε με συντομία: «Ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο και όποιος δεν είναι με τον Επίσκοπο, δεν είναι ούτε στην Εκκλησία. Μόνο στον Επίσκοπο ανήκει το πλήρωμα της εξουσίας, ενώ οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι οφείλουν να είναι υποτεταγμένοι στον Επίσκοπο και να εκπληρώνουν τις ανάγκες της εκκλησιαστικής διοίκησης. Το πρωτείο του Επισκόπου δεν βασίζεται στην θεσμική του θέση στην Εκκλησία, αλλά σε δογματική θεμελίωση», (σελ.262). «Ο Επίσκοπος δίνει απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο στο Θεό», (σελ.266). «Η διακονία του Επισκόπου είναι η ανώτερη διακονία στην Εκκλησία και κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι», (σελ.277). «Οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού, είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», (σελ.269). «Ο ίδιος, [ο Επίσκοπος], προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη και με τον τρόπο αυτό γίνεται κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας», (σελ.269). «Οι Επίσκοποι είναι κατ’ εξοχήν φύλακες της πίστης και της αλήθειας», (σελ.262).

Ο άγιος Κυπριανός δεν λέγει ότι «ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο», αλλά κάτι άλλο: «Η Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο, στον κλήρο και σε όλους εκείνους που στέκονται στην πίστη», (Επιστολή 59, κεφ. 19), κάτι που αναγκάζεται να διευκρινίσει και ο ίδιος σε υποσημείωσή του, (636). Ούτε μπορούμε να πούμε ότι δήθεν αργότερα ο άγιος άλλαξε εκκλησιολογικές θέσεις «υποστηρίζοντας την απόλυτη εξουσία του επισκόπου», παρουσιάζοντας έτσι τον άγιο να αντιφάσκει με τον εαυτό του. Επίσης όσα λέγουν οι άγιοι Κυπριανός και Ιγνάτιος για τον Επίσκοπο, δεν τα λέγουν απροϋπόθετα, αλλά κάτω από σαφείς προϋποθέσεις.

Έχει σημασία να τονιστεί ότι ο Επίσκοπος δεν είναι το πρόσωπο που πραγματώνει την ενότητα της τοπικής Εκκλησίας, της οποίας προΐσταται, αλλά ο Χριστός. Μόλις είναι ανάγκη εδώ να επαναλάβουμε ότι η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος Οργανισμός, που έχει κεφαλή της τον Χριστό και όχι τον Επίσκοπο και ότι την εκκλησιαστική ενότητα την πραγματώνει μόνον ο Χριστός στο ένα και αδιαίρετο θεανδρικό του Σώμα και όχι ο Επίσκοπος. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Τσελεγγίδης: «Η ενότητα της Εκκλησίας, καθεαυτήν, είναι αδιάσπαστη οντολογικώς και φανερώνεται θεσμικώς στην πίστη, την λατρεία και την διοίκηση της Εκκλησίας. Η τριπλή αυτή ενότητα θεμελιώνεται στο τρισσό αξίωμα του Χριστού και αντλείται από αυτό: δηλαδή, το προφητικό, το αρχιερατικό και το βασιλικό. Κατά συνέπεια, οι τρεις αυτές φανερώσεις της ενότητας της Εκκλησίας θα πρέπει να θεωρούνται ως οργανικά αλληλοεξαρτώμενες, αλληλοπεριχωρούμενες και αδιάσπαστες συντεταγμένες της μιας και πλήρους ενότητας της Εκκλησίας», (Βλ. Επιστολή του προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και προς όλους τους Σεβ. Αρχιερείς της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 30.8.2016).

Ο Επίσκοπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας υπηρέτης Χριστού και οικονόμος των μυστηρίων του, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού», (Α΄ Κορ. 4,1). Μ’ άλλα λόγια ο Επίσκοπος ως «υπηρέτης Χριστού» καλείται μόνον να υπηρετήσει την εκκλησιαστική ενότητα, την οποία πραγματώνει μόνον ο Χριστός. Καθίσταται κέντρον ενότητος και ζώσα εικόνα του Χριστού, (ιστάμενος εις τύπον και τόπον Χριστού), της τοπικής Εκκλησίας, υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον να ενσαρκώνει και τις αρετές του Χριστού, έτσι ώστε οι πιστοί να βλέπουν στο πρόσωπό του και τη ζωή του τον ίδιο τον Χριστό. Και δεύτερον να μην έχει διολισθήσει σε αίρεση. Διότι στην περίπτωση που ό Επίσκοπος έχει εκπέσει σε αίρεση, παύει πλέον να είναι ζώσα εικόνα του Χριστού και κέντρον ενότητος της τοπικής Εκκλησίας, καθ’ όσον όχι μόνο δεν υπηρετεί την εκκλησιαστική ενότητα, αλλά αντίθετα την υπονομεύει με τις αιρετικές διδασκαλίες του, καθιστάμενος από ποιμένας «λύκος βαρύς μη φειδόμενος του ποιμνίου», (Πραξ.20,29). Επομένως η φράση «όποιος δεν είναι με τον Επίσκοπο, δεν είναι ούτε στην Εκκλησία», δεν ισχύει στην περίπτωση που ο Επίσκοπος έχει εκπέσει σε αίρεση και στην περίπτωση αυτή ο κάθε πιστός καλείται να κάνει το εντελώς αντίθετο, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας: «αλλοτρίω δε, [τουτέστιν τω αιρετικώ], ου μη ακολουθήσωσιν αλλά φεύξονται απ’ αυτού», (Ιω.10,5). Επίσης και η φράση: «Ο ίδιος, [ο Επίσκοπος], προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη και με τον τρόπο αυτό γίνεται κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας», (σελ.269), νομίζουμε ότι δεν αποδίδει πλήρως και με ακρίβεια την αλήθεια, διότι ακόμη και όταν ο Επίσκοπος προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη, ακόμη και τότε δεν παύει ο Χριστός, (και όχι ο Επίσκοπος), να είναι η κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας, τόσο της ανά την οικουμένην όσο και της τοπικής.

Με ιδιαίτερη έμφαση τονίζουμε τις παρά πάνω δύο προϋποθέσεις, διότι έχει επικρατήσει σήμερα σε πολλούς Επισκόπους να επιστρατεύουν τις γνωστές ρήσεις του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου στην προς Μαγνησίους επιστολή του, ότι: Στον επίσκοπο πρέπει να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό, επειδή αυτός είναι εις τόπον Θεού και χωρίς αυτόν δεν πρέπει να γίνεται τίποτε και ότι όλοι πρέπει να ακολουθούν τον Επίσκοπο, όπως και ο Ιησούς Χριστός ακολουθούσε τον Πατέρα. Όσα λέγει ο άγιος Ιγνάτιος δεν ισχύουν απροϋπόθετα, αλλά μόνον υπό τις προϋποθέσεις που αναφέραμε παρά πάνω. Παρασιωπάται επίσης το γεγονός ότι ο άγιος Ιγνάτιος, εξαίροντας την θέση του Επισκόπου στην Εκκλησία, δεν παραλείπει να εξάρει και την θέση του πρεσβυτερίου, το οποίον αποκαλεί «αξιόπλοκον πνευματικόν στέφανον», (Μαγνησ. ΧΙΙΙ,10), «θεοπρεπές πρεσβυτέριον», (Σμυρν. ΧΙΙ,15), και «το γαρ αξιονόμαστον υμών πρεσβυτέριον του Θεού άξιον, ούτως συνήρμοσται τω Επισκόπω ως χορδαί κιθάρα», (Εφεσίους IV). Στις Αποστολικές Διαταγές (Β΄, ΧΧVΙΙΙ, 35), οι πρεσβύτεροι χαρακτηρίζονται ως «συνέδριον και βουλή της Εκκλησίας». Στον Α΄ Ιερό Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου, όχι μόνον ο Επίσκοπος, αλλά και ο Πρεσβύτερος και ο Διάκονος χαρακτηρίζονται ως «προεστώτες» της Εκκλησίας. Από τα παρά πάνω συνάγεται ότι όχι μόνον οι Επίσκοποι, αλλά και οι πρεσβύτεροι μετέχουν της Ιερωσύνης του Χριστού, συμποιμένοντες μαζί με τον Επίσκοπο τον λαό του Θεού στις Ενορίες.

Επίσης η αντίληψη που θέλει τον Επίσκοπο να έχει «το πλήρωμα της εξουσίας, ενώ οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι οφείλουν να είναι υποτεταγμένοι στον Επίσκοπο και να εκπληρώνουν τις ανάγκες της εκκλησιαστικής διοίκησης», δεν δικαιώνεται στην εκκλησιαστική πράξη, ήδη μάλιστα από τους αποστολικούς χρόνους. Ούτε καν αυτοί οι ίδιοι οι Απόστολοι υιοθέτησαν μια τέτοια αντίληψη και πρακτική. Στήν Αποστολική Σύνοδο, όπου Πρώτος και Πρόεδρος δεν ήταν ο Απόστολος Πέτρος, αλλά ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, εκφράστηκε η Συνοδική Αλήθεια «συν όλη τη Εκκλησία»: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Όπως πολύ ωραία παρατηρεί πάλι ο ίδιος ως άνω μνημονευθείς καθηγητής: «Το ‘ημίν’ δεν ήταν απλώς μόνον οι Απόστολοι, αλλά και ‘οι συν αυτοίς’, δηλαδή οι Πρεσβύτεροι, ‘συν όλη τη Εκκλησία’. Και όλη η Εκκλησία είναι και ο απλός λαός. Αλλά και στην περίπτωση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η θεολογική θέση ενός νεαρού Διακόνου, του Μεγάλου Αθανασίου, εξέφρασε την όλη Εκκλησία. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ο Επίσκοπος να αγνοεί τους πρεσβυτέρους και το πλήρωμα της Εκκλησίας», (Βλ. την ίδια ως άνω μνημονευθείσα Επιστολή του, σελ.11).

Αλλά και η θέση του ότι «οι Επίσκοποι είναι κατ’ εξοχήν φύλακες της πίστης και της αλήθειας», (σελ.262), δεν απηχεί την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ο υπέρτατος φύλακας της αλήθειας είναι ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο κλήρος και ο λαός του Θεού, όπως αποφάνθηκε και όρισε η περίφημη Σύναξη των Πατριαρχών του 1848, ότι «…ούτε Πατριάρχαι, ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστιν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού, ως έργω επειράθησαν και πολλοί των από του σχίσματος Παπών τε και Πατριαρχών Λατινοφρόνων μηδέν ανύσαντες». Προφανώς θέλει να λησμονεί ο Σεβασμιώτατος ότι μια πλειάδα μεγάλων αιρεσιαρχών προήλθαν από τις τάξεις των Επισκόπων!

Επίσης η φράση «Το πρωτείο του Επισκόπου δεν βασίζεται στην θεσμική του θέση στην Εκκλησία, αλλά σε δογματική θεμελίωση», είναι μετέωρη, διότι δεν κάνει τον κόπο να μας εξηγήσει, που υπάρχει μια τέτοια δογματική θεμελίωση.

2) Ο Επίσκοπος σε σχέση με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει.

Από όσα αναφέρει ο συγγραφέας γύρω από την σχέση του Επισκόπου με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει, θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε ορισμένες μόνον φράσεις του, τις εξής: «Ο επίσκοπος δίνει απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο στο Θεό», (σελ.266). «Η διακονία του Επισκόπου είναι η ανώτερη διακονία στην Εκκλησία και κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι», (σελ.277). «Η Σύνοδος δεν μπορεί ούτε πρέπει να καταναγκάζει τους Επισκόπους, δεν πρέπει να δίνει νόμους σε κανέναν, γιατί ο κάθε προεστώς της Εκκλησίας είναι ελεύθερος να ποιμαίνει την Εκκλησία του κατά την βούλησή του και οφείλει να δώσει απολογία μόνο στον Κύριο», (σελ. 278). «Οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού, είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», (σελ.269).

Αλλοίμονο αν ο Επίσκοπος έδινε «απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο στο Θεό» και επομένως δεν είχε καμία αναφορά, ούτε λογοδοσία στην προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή, στην τοπική δηλαδή Σύνοδο στην οποία ανήκει. Αλλοίμονο αν «κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν, [την διακονία του Επισκόπου], ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι». Αλλοίμονο επίσης αν «ο κάθε προεστώς της Εκκλησίας είναι ελεύθερος να ποιμαίνει την Εκκλησία του κατά την βούλησή του» και όχι κατά την βούληση του Θεού, με βάση του Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι ακριβώς εκφράζουν την βούληση του Θεού. Θα επικρατούσε στην Εκκλησία μια χαώδης κατάσταση, η οποία θα μεταδιδόταν σ’ όλο το εκκλησιαστικό Σώμα, το πρεσβυτέριο και τον λαό. Όπως και άλλοτε έχουμε τονίσει, η Συνοδικότητα, αποτελεί θείο Θεσμό στην ζωή της Εκκλησίας, ανάγουσα την προέλευση της στους αποστόλους, οι οποίοι με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος συγκρότησαν την Αποστολική Σύνοδο, (49 μ.Χ.), εγκαινιάζοντας έτσι τον συνοδικό τρόπο λειτουργίας του Εκκλησιαστικού Σώματος, για την ρύθμιση και επίλυση των πάσης φύσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων σε όλα τα επίπεδα, από το τοπικό μέχρι το παγκόσμιο. Επίσης οι Ιεροί Κανόνες τους οποίους εξέδωσαν οι κατά καιρούς συγκροτηθείσες Σύνοδοι, Οικουμενικές και Τοπικές, έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα και οφείλουν όλοι να τους τηρούν, από τον Επίσκοπο μέχρι το τελευταίο λαϊκό μέλος της Εκκλησίας. Σε περίπτωση δε μη τηρήσεως αυτών προβλέπονται ποινές, (καθαιρέσεις, αφορισμοί κ.λ.π.), που επιβάλλονται σε όλους, μηδέ των Επισκόπων εξαιρουμένων. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί ο αείμνηστος πρώην Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους κυρός Γεώργιος Καψάνης: «Η Εκκλησία εις όλα τα επίπεδα αυτής ζή ως Σύνοδος, ήτοι κοινωνία προσώπων, ελευθέρως συναγομένων εν Χριστώ και υπό του Χριστού, ίνα προσφέρουν έκαστος το χάρισμα αυτού προς οικοδομήν του σώματος εν αγάπη», (Βλ. έργο του με τίτλο: «Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνες», Εκδ. «Άθως», Πειραιεύς 1976, σελ.15).

Επίσης η φράση: «οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού, είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», δεν ισχύει απροϋπόθετα, αλλά μόνον εφ’ όσον τα συνοδικά μέλη ομιλούν και αποφασίζουν εν αγίω Πνεύματι, γίνονται δηλαδή όργανα του αγίου Πνεύματος, προκειμένου δι’ αυτών να εκφράσει τη βούλησή του το άγιο Πνεύμα. Λέγει σχετικά ο ως άνω μνημονευθείς Καθηγούμενος: «Η ενεργός παρουσία του αγίου Πνεύματος εις τας Συνόδους των Επισκόπων καθιστά αυτάς ‘θεοσυνεργήτους’, (12ος Ιερός Κανών της ΑΒ΄ Συνόδου). Εις τας Συνόδους ομιλούν οι άνθρωποι διά να εκφράσουν όμως ό,τι το Πνεύμα λέγει ταις Εκκλησίαις, ήτοι το θέλημα του Θεού…Εάν οι συναγόμενοι εις τας Συνόδους Επίσκοποι δεν προσφέρονται εν ταπεινώσει διά να συνεργήσουν με τον Θεόν, ώστε δι’ αυτών να ομιλήσει το Πνεύμα το άγιον, αι Σύνοδοι δεν εκφράζουν την αλήθειαν και η Εκκλησία εκ των υστέρων δεν αναγνωρίζει αυτάς ως αλάθητα ‘στόματα της Εκκλησίας’, και ‘σάλπιγγας του Πνεύματος’, χαρακτηρίζουσα μάλιστα αυτάς ως ‘ληστρικάς Συνόδους’», (ο.π. σελ.117-118).

3) Ο Επίσκοπος σε σχέση με το Πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Εις ό,τι αφορά την σχέση του Επισκόπου με το Πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνουμε ότι στη σκέψη του συγγραφέα επικρατεί πραγματικό κομφούζιο. Και τούτο διότι αφ’ ενός μεν συγχέει το παπικό Πρωτείο με την Ορθόδοξη έννοια του Πρώτου, όπως αυτή εκφράζεται στον 34ο Αποστολικό Κανόνα, ενώ παράλληλα απορρίπτει την αυθεντία των Συνόδων πάνω στους Επισκόπους. Όπως έγινε φανερό από όσα αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι Σύνοδοι, κατά την άποψη του συγγραφέως, δεν πρέπει να έχουν καμία εξουσία πάνω στον Επίσκοπο, η αυθεντία του οποίου τοποθετείται υπεράνω και αυτών των Συνόδων. Γράφει μεταξύ άλλων: «Ανεξάρτητα όμως από την σπουδαιότητά τους, οι Σύνοδοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποτελούν ‘την ανώτατη εξουσία’ της Εκκλησίας σε αντιδιαστολή με τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπου η ανώτατη εξουσία εκφράζεται μέσω του Πάπα», (σελ.270). «Η προεδρία συγκεκριμένης καθέδρας, [όπως αυτή εννοείται στον 34ο Αποστολικό Κανόνα], θα μπορούσε να είναι εφικτή μόνο ως προεδρία εν αγάπη», (σελ.272). «Είναι απαράδεκτο να ισχυρισθεί κανείς ότι το πρωτείο δεν συνιστά εξουσία. Είναι λοιπόν εξουσία, όμως δεν είναι εξουσία επάνω στους Επισκόπους άλλων εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Δεν είναι κάποια ‘ανώτερη εξουσία’, όπως συντελείται στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά είναι η τάξη στην κοινή ζωή των τοπικών Εκκλησιών» (σελ. 278). Σε άλλο σημείο κάνει λόγο για παγκόσμιο «πρωτείο», προφανώς ανάλογο με αυτό του «Πάπα»: «… η άρνηση του πρωτείου στο οικουμενικό επίπεδο συνιστά ισότιμο σφάλμα με την ταύτιση του πρωτείου με την εξουσία…», (σελ. 279).

Η έννοια του «Πρωτείου», οποιασδήποτε μορφής είναι άγνωστο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία, για λόγους καθαρά διοικητικούς, διασφαλίσεως της εκκλησιαστικής ενότητος και ευταξίας, θέσπισε, σε Οικουμενικές μάλιστα Συνόδους, (Β΄ και Δ΄ Οικουμενικές), ορισμένα «προνόμια» σε επισκοπικούς «θρόνους» μεγάλων πόλεων του Ρωμαϊκού κράτους (Ρώμη, Νέα Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα), τα οποία ουδέποτε κατανοήθηκαν ως εξουσία, αλλ’ ως πρεσβεία τιμής. Κι αυτό διότι η κάθε τοπική Εκκλησία είναι η φανέρωση της Καθολικής Εκκλησίας, η ολότητα της Εκκλησίας. Ο επισκοπικός θρόνος της Ρώμης, εν όσω ήταν Ορθόδοξος, εθεωρείτο ως η «προκαθημένη της αγάπης», επειδή είχε την τιμητική προεδρία στις Συνόδους, ως καθέδρα της παλιάς πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους και τίποτε περισσότερο! Κάθε φορά που ο Πάπας υπερέβαινε αυτά τα όρια της τιμητικής μόνον προεδρίας, (βλ. σχίσμα επί Μ. Φωτίου), η Εκκλησία τον ανακαλούσε στην τάξη. Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, έλαβε τα ίδια «προνόμια» και ο Επίσκοπός της, με τον 3ο Ιερό Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Όπως έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, Συνοδικότητα και Πρωτείο είναι δύο έννοιες αλληλοαναιρούμενες και αλληλοσυγκρουόμενες. Η ανάπτυξη του παπικού Πρωτείου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εωσφορική αλαζονεία και φιλαρχία των Παπών και στην αξίωσή τους να αποκτήσουν απόλυτη διοικητική εξουσία εφ’ όλης της Εκκλησίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όχι μόνον τορπίλισαν το Συνοδικό Σύστημα της Εκκλησίας στη Δύση, αλλά και κατέστησαν υπεύθυνοι για τον κατακερματισμό της Δυτικής Χριστιανοσύνης σε εκατοντάδες προτεσταντικές ομολογίες.

Δυστυχώς η έννοια του «παγκόσμιου πρωτείου» εισέβαλε και στην Ορθόδοξη Ανατολή τα τελευταία χρόνια, ως μια σοβαρή εκτροπή από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ως υιοθέτηση μιας από τις χειρότερες πλάνες του Παπισμού. Οι θιασώτες του Οικουμενισμού «βλέπουν με καλό μάτι» ένα «πρωτείο εξουσίας», πιστό αντίγραφο του παπικού και για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ως «πρώτον άνευ ίσων». Μάλιστα κάποιοι προχώρησαν στο απαράδεκτο σημείο να προσπαθούν να το στηρίξουν και «θεολογικά», στο Τριαδολογικό Δόγμα, εγγίζοντες τα όρια της ύβρεως: όπως ο Θεός Πατέρας «προηγείται» των δύο άλλων Θείων Προσώπων, έτσι και ο «πρώτος» της Εκκλησίας μπορεί να έχει το προβάδισμα και την εξουσία επί πάντων των όπου γης Επισκόπων! Την εν λόγω οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων» φαίνεται να υιοθετεί και ο συγγραφέας. Γράφει: «Το πρωτείο δεν είναι κάποια απλή προεδρία σε φόρα και θεσμούς, όπως συνήθως κατανοείται η προεδρία στις σημερινές περιστάσεις, αλλά έχει τις ρίζες του στην ίδια την τριαδολογία, στην οποία είναι αναμφισβήτητο το πρωτείο του Πατρός στην κοινωνία της Αγίας Τριάδος…», (σελ. 279).

«Ο εν αληθεία διάλογος».

Το κεφάλαιο με τον παρά πάνω τίτλο, πέρα από τα ουσιαστικά κενά που παρουσιάζει, προσπαθεί να δώσει στον αναγνώστη μια παραπλανητική εικόνα των Θεολογικών Διαλόγων, όπως θα καταδειχθεί με όσα θα παραθέσουμε στη συνέχεια. Το γενικό συμπέρασμα που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι οι μέχρι σήμερα διεξαχθέντες Διάλογοι  είχαν επιτυχία και έφεραν σημαντικούς και θετικούς καρπούς. Γύρω από το θέμα  των Θεολογικών Διαλόγων έχουν ομιλήσει και έχουν ασκήσει κριτική μεγάλες και καταξιωμένες θεολογικές προσωπικότητες, (ορισμένες μάλιστα από αυτές έλαβαν μέρος σε Διαλόγους), άνδρες εγνωσμένου κύρους και πνευματικότητος, που δεν συμφωνούν καθόλου με τα συμπεράσματα του συγγραφέως. 

Πρόκειται για πρόσωπα, τα οποία είχαν το θάρρος να υψώσουν το ανάστημά τους και να διαφωνήσουν, καθώς διαπίστωναν την στρεβλή πορεία που έπαιρναν συν τω χρόνω οι Διάλογοι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, είτε παραιτήθηκαν μόνοι τους, μη συμμετέχοντες σ’ αυτούς, διότι δεν θέλησαν να γίνουν μαριονέττες σε ένα «ανόσιο παίγνιο», είτε απομακρύνθηκαν από την προϊσταμένη τους εκκλησιαστική αρχή, επειδή τόλμησαν να διαφοροποιηθούν και να εναντιωθούν στην οικουμενιστική γραμμή, που χάραξε η εκκλησιαστική τους ηγεσία. Μας εκπλήσσει δε το γεγονός ότι ο συγγραφέας, (με εξαίρεση τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ), θεληματικά τους αγνοεί. Γιατί άραγε; Επειδή δεν έχει την τόλμη και τη δύναμη να τους αντικρούσει; Ή επειδή δεν τον βοηθούν να βγάλει τα συμπεράσματα που θέλει;

Στις γραμμές που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε στον αναγνώστη την αληθινή εικόνα των Διαλόγων, βασιζόμενοι κυρίως πάνω σε κριτικές θέσεις και παρατηρήσεις ορισμένων μόνον εξ αυτών. Θα παραθέσουμε ακόμη και ορισμένες θέσεις και απόψεις, πραγματικά αποκαλυπτικές και σοκαριστικές, θιασωτών του Οικουμενισμού, προκειμένου να φανεί, (από την αντίθετη παράταξη τώρα), που στόχευαν και που στοχεύουν, αυτοί που κινούσαν και κινούν τα νήματα των Διαλόγων. Να φανεί ακόμη ποιες σκοτεινές δυνάμεις και ποια παγκόσμια κέντρα εξουσίας κρύβονται πίσω από τους Διαλόγους. Χωρίζουμε το κεφάλαιο αυτό σε δύο ενότητες: 1) Διαχριστιανικοί Διάλογοι και 2) Διαθρησκειακοί Διάλογοι.

1) Διαχριστιανικοί Διάλογοι.

Ο συγγραφέας κατ’ αρχήν παρατηρεί ότι «η ενότητα της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον εν τη ορθή πίστει. Ακριβώς για αυτό, διά μέσου ολόκληρης της ιστορίας της ύπαρξης, η Εκκλησία πολέλησε πολύ για να διαφυλαχθεί η ορθή πίστη. Τίποτε δε μπορεί και δεν επιτρέπεται να τεθεί υπεράνω της πίστης. Ούτε η αγάπη δεν είναι υπεράνω και πριν την πίστη, διότι ούτε η αγάπη, ούτε και οποιαδήποτε άλλη αρετή μπορούν να διατηρηθούν χωρίς την ορθή πίστη»(σελ. 326). Πολύ ορθές οι παρά πάνω επισημάνσεις. Το ερώτημα όμως εν προκειμένω είναι: Μπορούμε να πούμε ότι οι μέχρι σήμερα Διάλογοι υπηρέτησαν με πιστότητα και συνέπεια τον στόχο της διαφυλάξεως της ορθής πίστεως; Μ’ άλλα λόγια οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποί μας στους Διαλόγους παρέμειναν εδραίοι και αμετακίνητοι στην Ορθοδοξία, ή μήπως παρασύρθηκαν σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ανεπίτρεπτες ως προς το δόγμα και την εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία; Την απάντηση στα παρά πάνω ερωτήματα μας δίδουν τα κείμενα κοινής αποδοχής, τα οποία συνυπέγραψαν Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι και τα οποία, όπως θα φανεί στη συνέχεια, κάθε άλλο παρά ως Ορθόδοξα κείμενα μπορούν να χαρακτηριστούν. Για παράδειγμα, τα κείμενα του Μπαλαμάντ, της Ραβέννας, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν κ.α  μπορούν να χαρακτηριστούν ως Ορθόδοξα κείμενα; Όχι βέβαια! Πάνω στα κείμενα αυτά αναφέρθηκε στο παρελθόν το Γραφείο μας με πολλές κριτικές παρατηρήσεις και δεν είναι του παρόντος να τις επαναλάβουμε. Θα περιοριστούμε εδώ να παραθέσουμε ένα μόνο απόσπασμα από το κείμενο του Μπαλαμάντ: «Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησία του, (ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων), δεν δύνανται να θεωρηθούν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιάς των ημετέρων Εκκλησιών. Είναι σαφές ότι εντός του πλαισίου τούτου αποκλείεται πας αναβαπτισμός. Διά τούτον ακριβώς τον λόγον η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζουν εαυτάς αμοιβαίως ως αδελφάς Εκκλησίας, από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα», (παράγρ. 13,14). Όπως γίνεται ολοφάνερο από το κείμενο, οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών ουσιαστικά αρνούνται ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως δηλαδή ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Δέχονται ότι η Ορθοδοξία συναποτελεί με τον Παπισμό την Μία Εκκλησία, (Una Sanctam). Γίνεται αμοιβαία αναγνώριση των μυστηρίων, της αποστολικής διαδοχής και της αποστολικής πίστεως. Ο όρος «αδελφή Εκκλησία» παύει να αποτελεί έκφραση φιλοφρονήσεως και ευγενείας και αποκτά σαφή εκκλησιολογική διάσταση. Όπως παρατηρεί σύγχρονος κορυφαίος θεολόγος: «Η διδασκαλία των μεγάλων αγίων και Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του ότι οι Λατίνοι είναι σχισματικοί και αιρετικοί συγχρόνως, εγκατελείφθη και ηχρηστεύθη. Είναι λοιπόν αποστολική πίστις το filioque, το πρωτείο και το αλάθητον του Πάπα, το καθαρτήριον πύρ, τα άζυμα, η κτιστή Θεία Χάρις, η διάσπασις των μυστηρίων της μυήσεως και η πληθύς των άλλων καινοτομιών;…Πως θεωρούμε αφ’ ενός την Ρώμη αιρετική και σχισματική, μη δυναμένην ως εκ τούτου να μετάσχει της κοινωνίας του κοινού Ποτηρίου και αφ’ ετέρου να δεχόμεθα αυτήν πλήρως ως αδελφήν Εκκλησίαν;».[i] Τι έχει να μας επί ο συγγραφέας πάνω στο κείμενο του Μπαλαμάντ; Είναι ένα Ορθόδοξο κείμενο, ή όχι;

Παρά κάτω γράφει: «Ο διάλογος που η Εκκλησία οφείλει να διεξάγει αδιάκοπα, απευθύνεται τόσο προς εκείνους που είναι ήδη μέλη της, όσο και προς εκείνους που είναι δυνητικά μέλη της», (σελ. 327). Σαφώς οφείλει να δίνει τη μαρτυρία της η Εκκλησία προς τους αιρετικούς, ωστόσο ο απόστολος Παύλος θέτει όρια στον Διάλογό μας προς αυτούς: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος» (Τίτ. 3,10-11). Δεν έχει υποχρέωση η Εκκλησία να αναλώνεται σε ατέρμονες και ατελέσφορους Διαλόγους, όταν διαπιστώνει ότι εκείνοι δεν πείθονται και δεν αποκηρύσσουν τις πλάνες τους. Και σε παλαιότερες εποχές η Εκκλησία μας διεξήγαγε Διαλόγους με τους ετεροδόξους. Οι Διάλογοι όμως αυτοί είχαν σαφή χρονικά πλαίσια. Και επί πλέον πάντοτε οι Ορθόδοξοι επρόβαλλαν ως απαραίτητο και αδιαπραγμάτευτο όρο ενώσεως την επάνοδο των αιρετικών στην Ορθόδοξη πίστη. Αντιθέτως τώρα, στους σημερινούς οικουμενικούς Διαλόγους, επιχειρείται μία ένωση παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές.      

Παρά κάτω γράφει: «Στις μέρες μας εμφανίζεται το φαινόμενο της επιδίωξης να τεθεί η ενότητα κατά κάποιον τρόπο εκτός της αληθείας της ορθής πίστης. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή ακόμη και οι ίδιοι οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι ενδιαφέρονται όλο και χλιαρότερα για τη ζωή στην αληθινή πίστη και τη διαφύλαξη της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας», (σελ. 331). Ορθή η παρά πάνω διαπίστωση. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαίνεται, ο συγγραφέας αδυνατεί να διεισδύσει στα βαθύτερα αίτια αυτής της διαπιστώσεως. Ίσως αγνοεί, ή θεληματικά προσπερνά, το γεγονός, ότι στους σημερινούς Διαλόγους δεν έχουμε απλώς το «φαινόμενο της επιδίωξης να τεθεί η ενότητα κατά κάποιον τρόπο εκτός της αληθείας της ορθής πίστης». Η πραγματικότητα των Διαλόγων είναι πολύ πιο τραγική και οδυνηρή, απ’ όσο την παρουσιάζει και εξηγούμεθα: Μέσα στον οργανισμό του ΠΣΕ, στον οποίο δεσπόζει ασφυκτικά ο Προτεσταντισμός από αριθμητικής πλευράς, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν αδύνατον, όπως ήταν επόμενο, να έχουν τον έλεγχο της καταστάσεως και των αποφάσεών του. Σύντομα διαπιστώθηκε στους Διαλόγους με τους Προτεστάντες στα παγκόσμια οικουμενιστικά Συνέδρια, το αμετακίνητο της γνώμης και η πεισματώδης επιμονή τους στις ποικίλλες αιρετικές τους διδασκαλίες. Η στάση των Ορθοδόξων αντιπροσώπων στα πρώτα συνέδρια του ΠΣΕ ήταν πράγματι ομολογιακή. Τα πράγματα όμως στην συνέχεια άλλαξαν. Η αρχική δυνατότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, απαγορεύτηκε μετά την Γ΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Νέο Δελχί το 1961, και επιβλήθηκε η άποψη να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Προϊόντος του χρόνου «η προβληματική κατάσταση ανάμεσα στο ΠΣΕ και τους Ορθοδόξους έγινε πιο αισθητή στα παγκόσμια οικουμενιστικά συνέδρια του San Antonio (Μάϊος 1989) και της Seoul (Μάρτιος 1990). Κυρίως όμως στην έβδομη Γενική Συνέλευση στην Camperra το Φεβρουάριο του 1991, όπου διαφάνηκε ξεκάθαρα η εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση του Τριαδολογικού Δόγματος και κυρίως της διδασκαλίας περί του Αγίου Πνεύματος, ανάμεσα στην Ορθόδοξη Παράδοση και σε επικρατούσες τάσεις εντός του προτεσταντικού κόσμου…Επίσης η συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λήψη αποφάσεων εντός του ΠΣΕ, έστω και αν αναβαθμίστηκε μετά το 2002, ήταν περορισμένη και στην ουσία αδύναμη να επηρεάσει τις κατευθυντήριες γραμμές και αποφάσεις επί ουσιαστικών θεμάτων, εξ’ αιτίας της πληθώρας των ψήφων που κατείχαν, αλλά και κατέχουν, οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες-μέλη. Με τον τρόπο αυτό συζητούνταν θέματα άσχετα προς την Ορθόδοξη προβληματική. Σε κάθε όμως περίπτωση αυτό που κατά κύριο λόγο αμφισβητείται είναι η ύπαρξη αποτελεσμάτων ύστερα από πολύχρονη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο ΠΣΕ».[ii]

Toν αρχικό ενθουσιασμό μεγάλων Ορθοδόξων θεολόγων, που εκπροσώπησαν την Ορθοδοξία στο ΠΣΕ, για την ενδεχόμενη δυνατότητα Ορθοδόξου μαρτυρίας, αρχίζει σιγά σιγά να διαδέχεται δισταγμός, απογοήτευσις και επιφυλακτικότης. Όσοι εξ αυτών ετόλμησαν να εκφράσουν την διαφωνία τους με την οικουμενιστική γραμμή του Φαναρίου, απομακρύνθηκαν από τους Διαλόγους, ή παραιτήθηκαν από μόνοι τους. Όπως σημειώνει ο αοίδιμος καθηγητής κυρός Γεώργιος Μεταλληνός: «Η παραίτηση του (καθηγητού) Ιω. Καρμίρη και άλλων καθηγητών (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος, κ.α.) από τους Διαλόγους, αλλά και η στάση πολλών καθηγητών απέναντί τους λέγουν πολλά».[iii] «Η στάση του π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, έναντι του ΠΣΕ ήταν ιδιαιτέρως πατερική και αγιογραφική. Συνεχώς επέμενε στην επιστροφή στην αγία Γραφή μέσω της πατερικής παραδόσεως. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε από ηγετικές θέσεις του ΠΣΕ και της Οικουμενικής Κινήσεως».[iv] Μεταξύ των αντιδρώντων στο κείμενο του Balamand ήταν και ο μακαριστός καθηγητής κυρός Ιωάννης Ρωμανίδης. Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τους απαραδέκτους αυτούς συμβιβασμούς, απειλήθηκε εμμέσως, πλήν σαφώς, με καθαίρεση.

Ο μακαριστός καθηγητής της Πατρολογίας Στυλ. Παπαδόπουλος επισημαίνει με απογοήτευση: «Οι Διάλογοι: αυτονόητοι, αναποτελεσματικοί και προβληματικοί».[v] Σε άλλο σημείο των διαπιστώσεών του σχετικά με τους διαλόγους παρατήρησε: «Δεν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ομολογία να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των διαλόγων…Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές  δυνατόν να δέχθηκαν οι εταίροι μας  να αλλάξουν. Ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους»[vi]. Ο μακαριστός καθηγητής Παν. Τρεμπέλας το 1971 εσχολίαζε: «Η υπό τους σημερινούς όρους  συμμετοχή μας εις το ΠΣΕ είναι όλως απαράδεκτος. Εάν δεν εξασφαλιστεί, καθ’ ούς όρους αυτός ο άγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, το να φέρωσιν αι ενέργειαι και αποφάσεις του συμβουλίου τούτου εμφανή ουχί την προτεσταντικήν αλλά την Ορθόδοξον σφραγίδα ενδείκνυται να αποχωρίσωμεν»[vii]. Αποκαλυπτικές είναι και οι παρά κάτω διαπιστώσεις του μακαριστού κυρού Γεωρ. Μεταλληνού: «Αντί η Ορθοδοξία να επηρεάζει σωτηριολογικά τον μη Ορθόδοξο κόσμο, εφθάσαμε στην αποδοχή στην πράξη της ‘βαπτισματικής Θεολογίας’, της ‘Θεολογίας των αδελφών Εκκλησιών’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), της ‘κοινής διακονίας’ της ‘διευρυμένης Εκκλησίας’ και του ‘πολιτιστικού πλουραλισμού’, όπως ορθότατα έχει επισημανθεί…Ο Οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσεις και εκδοχές του έχει αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όλων των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που δέχονται όμως αφόρητη πίεση. Η καύχηση και ο αυτοθαυμασμός των οικουμενιστών μας για μια δήθεν νέα εποχή που άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές εγκυκλίους των ετών 1902, 1904, και 1920, δεν δικαιώνονται, διότι ‘αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού’».[viii] Αποκαλυπτικές όσο και οδυνηρές είναι και οι διαπιστώσεις του καθηγητού π. Θεοδώρου Ζήση: «Η υπερπεντηκονταετής παρουσία των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο ΠΣΕ, μέσα στην πανσπερμία, στο πλήθος και στην θεολογική αναρχία και σύγχυση των προτεσταντικών ομολογιών, συνδεόμενη ούτως ή άλλως στην πράξη, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, με εκκλησιολογικές παραχωρήσεις, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, δεν ήταν δυνατόν αθροιστικά και ουσιαστικά να έχει την ευλογία του Θεού και την προσδοκώμενη καρποφορία. Εξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οι Ορθόδοξοι αριθμητικά, δεν είχαμε καμιά δυνατότητα με τον ελάχιστο αριθμό ψήφων που διαθέταμε να επηρεάσουμε τις συζητήσεις και τις αποφάσεις».[ix] Στην ίδια γραμμή και στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι διαπιστώσεις και εκτιμήσεις των αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι σε Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος του αγίου Όρους, που απεστάλη τον Φεβρουάριο του 2007, επισημαίνουν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Η θεολογική ταυτότης του ΠΣΕ είναι προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν γίνεται δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές εκκλησίες του ΠΣΕ, όπως φαίνεται από την 60ετή ιστορία του και από την πολύ μακρύτερη ιστορία των ορθοδοξοπροτεσταντικών επαφών. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο ΠΣΕ είναι η ομογενοποίησις των εκκλησιών μελών του ΠΣΕ μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού»[x]. Τι έχει να μας πεί ο συγγραφέας απέναντι σ’ όλες τις παρά πάνω μαρτυρίες;    

Στη συνέχεια γράφει: «Δεν πρέπει να αναμένουμε ότι η ενότητα των Εκκλησιών θα επιτευχτεί μέσω της ομοσπονδιακής προσέγγισης, πράγμα που συμβαίνει στην πολιτική. Η ομοσπονδιακή προσέγγιση, η οποία  πραγματοποιείται στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέσω μια τέτοιας προσέγγισης η αλήθεια της πίστης σχετικοποιείται πλήρως», (σελ. 332). Πολύ ορθή και αυτή η παρατήρηση. Όμως δεν είδαμε πουθενά στο πολυσέλιδο σύγγραμμά του να ασκεί κριτική στο παναιρετικό ΠΣΕ και στην απαράδεκτη συμμετοχή της Εκκλησίας μας σ’ αυτό. Ίσως αγνοεί ο συγγραφέας, ή θεληματικά προσπερνά το γεγονός, ότι αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ΠΣΕ και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών μακαριστός Κων. Μουρατίδης: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνοθύλευμα των αιρέσεων του ΠΣΕ προσκρούει ‘α πριόρι’ και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της μιάς, αγίας καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας».[xi] Πάνω στο ίδιο θέμα ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία».[xii] Τέλος ο καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, επισημαίνει; «…Ούτε έπρεπε από την αρχή να μετάσχουμε, ούτε τώρα αμετανοήτως να συνεχίζουμε να μετέχουμε του ΠΣΕ και των άλλων οικουμενιστικών θεσμών και διαλόγων, γιατί αυτή η συμμετοχή μας ακυρώνει το Ευαγγέλιο, προσβάλλει τους μάρτυρες, διαφωνεί με τους αγίους Πατέρες, αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία στη ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες και είναι μέρος του παιχνιδιού της Βαβυλώνος της μεγάλης».[xiii] Τι έχει να μας πεί ο συγγραφέας απέναντι στις παρά πάνω μαρτυρίες;    

Η μη έγκαιρη αποχώρησή μας από τους Διαλόγους οδήγησε νομοτελειακά     στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από «Ορθοδόξους» εκπροσώπους και Πατριάρχες, αντορθόδοξες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Για παράδειγμα στην 3η Γενική Συνέλευση του Νέου Δελχί το 1961 ο καθηγητής της θεολογίας μακαριστός Νίκος Νησιώτης εδήλωσε: «Δεν σκεπτόμεθα διαρκώς και δεν ενεργούμε ωσάν η ‘Una Sancta’ περιορίζετο εντός των ορίων της ιδικής μας Εκκλησίας ή Ομολογίας; Αλλ’ η πείρα  των συναντήσεων εις συνελεύσεις και συνέδρια αποσείει αφ’ ημών την αυταρέσκειαν ταύτην».[xiv] Ο μακαριστός καθ. Κων. Μουρατίδης πολύ ενωρίς, ήδη το 1973, επεσήμανε το φοβερό αυτό κατάντημα της φθοράς και διαβρώσεως, το οποίο καυτηριάζει δρυμύτατα: «Δεν παρήλθον εί μη ολίγαι δεκαετηρίδες και το αποσυνθετικόν πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, το οποίον δεσπόζει εις το ΠΣΕ, επέδρασεν εις τοιούτον βαθμόν διαβρωτικώς επί της περαιτέρω πορείας κορυφαίων εκπροσώπων της Ορθοδοξίας εις το ΠΣΕ, ούτως ώστε να αποδεχθούν ούτοι πλήρως την διαβόητον θεωρίαν των κλάδων, την αρχήν της περιεκτικότητος και την απάρνησιν της Ορθοδοξίας ως της Μίας Αγίας Καθολικής Εκκλησίας».[xv] Με πολύ καυστική και ελεγκτική γλώσσα διεκτραγωδεί την κατάσταση, η οποία έχει πάρει πλέον διαστάσεις προδοσίας της πίστεως, ο ομότ. καθηγητής πρωτοπ. π. Θεόδωρος Ζήσης. Σχολιάζοντας την ενέργεια των προτεσταντών του ΠΣΕ να μας ταυτίσουν με τους Μονοφυσίτες λέγει: «Έχει πάρει τέτοια έκταση αυτή η άμβλυνση και η προδοσία της πίστεως, ώστε όχι μόνο οι Προτεστάντες, αλλά και εμείς, οι εκκλησιαστικοί μας ηγέτες δηλαδή, να συγκαλούμε επιτροπές, ή να συμμετέχουμε σε επιτροπές μαζί με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες, αποκαλώντας τις επιτροπές αυτές ‘διορθόδοξες’…Δεκαέξη αιώνων παράδοση Ορθοδοξίας κατεδαφίζεται και σωριάζεται σε ερείπεια. Και αυτό δεν συνάγεται μόνον από την χρήση και υιοθέτηση του όρου Ορθόδοξος για τους αιρετικούς, που θα αρκούσε να γκρεμίσει τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και πλάνης, αλλά και από άλλες θετικές στη συνέχεια προς την κατεύθυνση αυτή ενέργειες, τις οποίες μάλιστα με πρωτοφανή θρασύτητα, θεολογική κενότητα και μεγαλοστομία, τολμούν και δημοσία, ‘γυμνή τη κεφαλή’ να υποστηρίζουν οι αυτουργοί τους και να στρέφονται εναντίον όσων εντοπίζουν την πλάνη και ανησυχούν…Η συγκρητιστική διαθρησκειακή και διαχριστιανική ισοπέδωση δεν ανέχεται πλέον την έννοια της αιρέσεως στην εποχή μας.…Η διατυμπανιζομένη μαρτυρία των Ορθοδόξων έμεινε λόγος κενός, γιατί κατέληξε σε συμμαρτυρία της πλάνης και της αιρέσεως.»[xvi] Σε άλλη συνάφεια των λόγων του ο εν λόγω καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος παρατηρεί: «Η συνειδητοποίηση, συν τω χρόνω, αυτής της καταστάσεως, και οι προκλητικές εξελίξεις στον χώρο του Προτεσταντισμού σε θέματα πίστεως και ζωής, όπως η ανοχή ακόμη και αρνητών του δόγματος της αναστάσεως, παγανιστικών λατρειών του πνεύματος της φύσεως, η αποδοχή και η έγκριση της ιερωσύνης των γυναικών, του γάμου των ομοφυλοφίλων και πολλά άλλα, που έδειχναν, ότι η παρουσία των Ορθοδόξων ούτε απλώς ως φρένο και συγκράτηση λειτουργεί, αλλά αντίθετα ως νομιμοποίηση και συνυπευθυνότητα, που ενισχύει τον κατήφορο στην πλάνη, οδήγησαν μερικές αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, πιεζόμενες από την υγιή ένσταση και ανησυχία των πληρωμάτων τους, να αποχωρήσουν από το ΠΣΕ».[xvii]   

 Σχετικά με το «Κείμενο της Ραβέννας», ο συγγραφέαςαναφέρει ότι το κείμενο «διαμορφώθηκε  υπό την επίδραση της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και από τις όχι ασήμαντες αλλαγές στις τοποθετήσεις των ρωμαιοκαθολικών θεολόγων. Το κείμενο της Ραβέννας αποτελεί μεγάλη προσφορά στο διάλογο των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς, επειδή επέφερε και την προσέγγιση σε άλλες μέχρι τότε αμετάθετες θέσεις των δύο Εκκλησιών, όπως π.χ. την αντίληψη περί των πρωτείων στην Εκκλησία. Σύμφωνα με το κείμενο, το πρωτείο δεν θεωρείται ως κάποια έλλειψη, ή κάποια υποτίμηση των άλλων Επισκόπων  στην Εκκλησία, αλλά παραλληλίζεται με το πρωτείο εν τη Αγία Τριάδι, όπου η καταρίθμηση του Πατρός ως Πρώτου δεν μειώνει, ούτε υποτιμά τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα…Ούτε ο Πάπας Ρώμης ούτε κάποια άλλη Εκκλησία μπορούν να αλλάξουν, χωρίς την συγκατάθεση των άλλων Εκκλησιών, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και το Σύμβολο της πίστεως. Όλα αυτά καθιστούν το κείμενο της Ραβέννας άξιο εκτίμησης και αποδεικνύουν ότι εκφράζει εν πληρότητι την θεολογική προσέγγιση στο Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς», (σελ. 339)!

Το κείμενο αυτό παρουσιάζει πολλά προβληματικά σημεία, ασυμβίβαστα προς την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Τα σημεία αυτά αναδεικνύει και ανατρέπει με αδιάσειστα επιχειρήματα σε μια άριστη μελέτη του ο ομότ. καθηγητής της Δογματικής στο Α.Π.Θ. κ. Δημ. Τσελεγγίδης, την οποία παρουσίασε σε πρόσφατη ημερίδα, που διοργάνωσε η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. τον Μάϊο του 2009. Στη μελέτη αυτή ο κ. καθηγητής επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής: Κατ’ αρχήν σχολιάζει την αναφορά στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού της πρώτης παραγράφου, προκειμένου να θεμελιωθεί βιβλικά η επιδιωκόμενη ενότητα μεταξύ των δύο μερών: «ίνα πάντες εν ώσιν, καθώς συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύσει ότι συ με απέστειλας» (Ιω.17,21). Ωστόσο η ενότητα, για την οποία ομιλεί εδώ ο Χριστός κατανοείται ορθά, μόνον όταν λάβουμε υπ’ όψιν μας όσα προσθέτει παρακάτω στον επόμενο στίχο: «καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν» (στιχ. 22). Η ενότητα δηλαδή αυτή του Θεού με τον άνθρωπο και των ανθρώπων μεταξύ των επιτυγχάνεται μόνον με την μέθεξη της άκτιστης θεοποιού ενεργείας και δόξας του Τριαδικού Θεού και παρέχεται διά του Χριστού εν αγίω Πνεύματι αποκλειστικά και μόνον στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. «Όταν όμως συμβαίνει οι Ρωμαιοκαθολικοί να απορρίπτουν δογματικώς τον άκτιστον χαρακτήρα της θεοποιού Χάριτος, τότε οποιαδήποτε ενότητα και αν πραγματοποιούμε μαζί τους, είναι και παραμένει μόνο σε ανθρώπινο και κτιστό επίπεδο…Κατά συνέπεια εν όσω δεν γίνεται δεκτή η περί ακτίστου Χάριτος θεολογία, πράγμα που εκφράζεται θεσμικά και με το Filioque, δεν είναι εφικτή καμιά ουσιαστική, θεολογική, εκκλησιολογική και αγιοπνευματική ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού.[xviii]       

Σχολιάζοντας την τρίτη παράγραφο σχετικά με τις εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από τη μυστηριακή φύση της Εκκλησίας, παρατηρεί: «Δεν είναι θεολογικώς ορθό, και ειδικότερα δεν είναι εκκλησιολογικώς επιτρεπτό, να διερευνούν οι Ορθόδοξοι από κοινού και ‘επί ίσοις όροις’ με τους ετεροδόξους ζητήματα που απορρέουν από τη μυστηριακή φύση της Εκκλησίας, όπως είναι λ.χ. η θεσμική δομή της. Κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται από την Παράδοση της Εκκλησίας, ούτε υπάρχει ιστορικό προηγούμενο της εκκλησιαστικής ζωής. Και τούτο, επειδή τα θεολογικά και θεσμικά επίπεδα της Ορθοδοξίας και της ετεροδοξίας είναι ασύμπτωτα. Είναι φυσιολογικό, η δογματική διαφοροποίηση ανάμεσα στην Ορθοδοξία και στον Ρωμαιοκαθολικισμό να αντανακλάται αναπόφευκτα όχι μόνο στο θεσμικό επίπεδο, αλλά και στη σύνολη εκκλησιαστική ζωή των πιστών τους.»[xix]

Σχολιάζοντας την παράγραφο 8 του κειμένου: «Ως διάδοχοι των αποστόλων οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι διά την κοινωνίαν εν τη αποστολική πίστει…», παρατηρεί: «Κατ’ αρχήν, ποιάς Εκκλησίας την πίστη διακηρύσσουν οι επίσκοποι; Της μίας Παγκόσμιας Εκκλησίας του Χριστού, στην οποία μετέχουν ισοτίμως Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί; Αν πρόκειται γι’ αυτήν την Εκκλησία, τότε γίνεται σαφές πλέον, ότι οι σοβαρότατες διαφορές μας στο δόγμα δεν σημαίνουν τίποτε από εκκλησιολογική άποψη. Μια τέτοια όμως θεώρηση αντίκειται στο γράμμα και στο πνεύμα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, όπως προκύπτει από την μελέτη των πρακτικών τους…Είναι γιαυτό πρακτικώς και λογικώς ασυνεπές για μας τους Ορθοδόξους να θεωρήσουμε τους Ρωμαιοκαθολικούς ως επισκόπους υπευθύνους ‘διά την κοινωνίαν εν τη αποστολική πίστει’, όταν κατά τους Ορθοδόξους οι Ρωμαιοκαθολικοί διά του Filioque εφαλκίδευσαν την αποστολική πίστη της Εκκλησίας».[xx]

 Παρακάτω σχολιάζοντας την παράγραφο 32 του κειμένου: «Συμφώνως προς την θέλησιν του Χριστού, η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος, η αυτή πάντοτε και πανταχού. Αμφότεραι αι πλευραί ομολογούν εις το Σύμβολον Νικαίας –Κωνσταντινουπόλεως, ότι η Εκκλησία είναι μία και καθολική», παρατηρεί: «Αν όμως ισχύει αυτό και για τις δύο πλευρές, τότε σίγουρα μία από τις δύο δεν μπορεί να είναι Εκκλησία, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό τους, που γίνεται στην υποσημείωση 1, παράγραφος 4, επειδή εκεί κάθε μία διεκδικεί την αυθεντικότητα και αποκλειστικότητα της μίας Εκκλησίας».[xxi]

Σχολιάζονας τις διατυπώσεις της παραγράφου 33: «μία τοπική Εκκλησία δεν δύναται να αλλοιώσει το Σύμβολον της πίστεως, το οποίον διετυπώθη υπό των Οικουμενικών Συνόδων», καθώς και της παραγράφου 35, «ότι οι δογματικές αποφάσεις και διατυπώσεις των Οικουμενικών συνόδων ‘είναι δεσμευτικές δι’ όλας τας Εκκλησίας και όλους τους πιστούς, εις οιονδήποτε χρόνον και τόπον’», παρατηρεί, ότι οι παρά πάνω διατυπώσεις «εμφανίζονται να είναι θεωρητικές και κενές περιεχομένου, εφ’ όσον δεν γίνεται καμία αναφορά πουθενά στο κείμενο γιά καταδίκη του Filioque, ως προσθήκης, που αντίκειται στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων».[xxii]

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αξιολόγηση του κειμένου από τον μακαριστό Αρχ. και πρώην Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους κυρό Γεώργιο Καψάνη[xxiii]: «Στο ‘Κείμενο της Ραβέννας’ αναπτύσσονται δύο σημαντικές πτυχές του θεσμού της Εκκλησίας, η συνοδικότης και η αυθεντία…Αναμφιβόλως κατά την πρώτη χιλιετία η συνοδικότης λειτουργούσε και γι’ αυτό δεν είχε αναπτυχθή αυθεντία με την μορφή παγκοσμίου πρωτείου, ή δικαιοδοσίας. Η εκτροπή όμως στο παπικό Πρωτείο δεν έγινε σε μία στιγμή χρόνου. Λόγω του παπικού ηγεμονισμού επί της καθόλου Εκκλησίας στην εκκλησία της Ρώμης επί αιώνες εκυοφορείτο μία διαδικασία υποβαθμίσεως της συνοδικότητος και αναδύσεως του παπικού Πρωτείου. Στην διαδικασία αυτή παραπέμπει ευθέως και σαφώς η ανωτέρω ‘διαφωνία’ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών της Μικτής Επιτροπής στην Ραβέννα. Ενόσω όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν παραιτούνται από την παποκεντρική ερμηνεία των θεσμών της συνοδικότητος και της αυθεντίας κατά την πρώτη χιλιετία της ζωής της Εκκλησίας, η ‘συμφωνία’ του ‘Κειμένου της Ραβέννας’ κλίνει υπέρ της αναγνωρίσεως ενός παγκοσμίου πρωτείου στον Πάπα. Μόνο εάν οι Ρωμαιοκαθολικοί δεχθούν να ερμηνεύσουν τα ιστορικά στοιχεία της πρώτης χιλιετίας όπως και οι Ορθόδοξοι, θα είναι βέβαιο ότι παραιτούνται των παπικών νεωτερισμών της δευτέρας χιλιετίας».[xxiv]

2) Διαθρησκειακοί διάλογοι.

Σχετικά με τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους ο συγγραφέας μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής: «Η Εκκλησία πολλές φορές στο ρου της ιστορίας διαλέχθηκε με ορισμένες θρησκείες, ιδιαίτερα με το Ισλάμ. Ωστόσο ποτέ δεν υπήρξε κάποια θεολογία των θρησκειών. Κάθε Διάλογος που οι χριστιανοί διεξήγαγαν στο παρελθόν με εκπροσώπους άλλων θρησκειών, γινόταν ως επί το πλείστον χάριν της αποκατάστασης, ή της διατήρησης της ειρήνης», (σελ. 341). Παρά κάτω προσθέτει: «Ο Οικουμενισμός θα έπρεπε να είναι ο θρίαμβος της αλήθειας, όχι ο συμβιβασμός χάριν της επίτευξης ‘υψηλών’ στόχων. Αν τεθεί οποιοσδήποτε άλλος στόχος πέραν της αλήθειας, τότε αυτός ο στόχος αφ’ εαυτού αποτελεί αστοχία», (σελ.343). Πολύ σωστή η τελευταία αυτή παρατήρηση. Όμως ποια είναι η πραγματικότητα σχετικά με τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους; Επιδιώχθηκε άραγε με συνέπεια η επίτευξη του στόχου της αλήθειας στους εν λόγω Διαλόγους, ή μήπως κυριάρχησαν άλλοι «στόχοι»; Ο συγγραφέας δεν μας απαντάει στο εν λόγω καυτό ερώτημα. Δεν έχει την τόλμη να «βάλει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων».  

Η τραγική πραγματικότητα είναι ότι στους μέχρι σήμερα διεξαχθέντες Διαλόγους, Συνέδρια και Συναντήσεις κυριάρχησαν κατ’ αρχήν δύο βασικές αντιλήψεις, οι οποίες συν τω χρόνω κατέστησαν βασικές και θεμελιώδεις δογματικές αρχές: α) Η αρχή του δογματικού πλουραλισμού, και β) Η αρχή του δογματικού μινιμαλισμού. Με την πρώτη υιοθετείται και νομιμοποιείται η συνύπαρξη διαφορετικών δογμάτων και πίστεων. Σύμφωνα μ’ αυτήν καμία θρησκεία δεν έχει ολόκληρη την αλήθεια. Όλες οι θρησκείες, (μαζί και η Ορθοδοξία), έχουν μέρος μόνον της αληθείας. Οπότε όλες θα πρέπει να συνεισφέρουν το μερίδιό τους, ώστε η κάθε μία να εμπλουτίσει τις άλλες και να εμπλουτιστεί από αυτές. Με την δεύτερη αρχή ελαχιστοποιούνται και αμβλύνονται οι μεταξύ των θρησκειών δογματικές διαφορές, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να προβληθούν οι δήθεν ομοιότητες και τα μεταξύ αυτών κοινά στοιχεία, ώστε να μη μείνουν περιθώρια στην Ορθοδοξία να διεκδικεί την αποκλειστικότητα και την μοναδικότητα της σωτηρίας. Κυριάρχησε επίσης στις Συναντήσεις αυτές το πνεύμα του ανθρωποκεντρικού Ουμανισμού. Οι στόχοι και η μεθοδολογία των διαλόγων σφραγίστηκαν μ’ ένα έντονο εγκοσμιοκρατικό χαρακτήρα και προσανατολισμό. Μέσα στο πνεύμα αυτό καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι η προσέγγιση και ο διάλογος με τις άλλες  θρησκείες, αποτελεί μία αναγκαιότητα προκειμένου έτσι να συστρατευθούν από κοινού σε μια κοινή μαρτυρία για το καλό του κόσμου.

Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διάλογοι όπως απέδειξαν τα πράγματα υπηρέτησαν και εξακολουθούν να υπηρετούν και να προωθούν τα σκοτεινά σχέδια  της Νέας Εποχής, την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών, προκειμένου έτσι να οικοδομηθεί το νέο θρησκευτικό μοντέλο της πανθρησκείας του Αντιχρίστου. Όπως είναι γνωστό, ο πρώτος και κύριος σκοπός της Νέας Εποχής είναι η δημιουργία των καταλλήλων προϋποθέσεων για την οικοδόμηση μιας Νέας Τάξεως Πραγμάτων, δηλαδή η ενοποίηση της ανθρωπότητος, πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική και η επίτευξη μιας παγκόσμιας κυβερνήσεως υπό την ηγεσία ενός νέου Μεσσία, ο οποίος θα είναι ταυτόχρονα πολιτικός ηγέτης και θρησκευτικός, της νέας παγκόσμιας θρησκείας. Αυτήν όμως την ιδέα της συγκρητιστικού τύπου ομογενοποιήσεως της ανθρωπότητος, που οραματίζονται οι σχεδιαστές της Νέας Εποχής, ομολογούν επίσης οι πρωτεργάτες των Διαθρησκειακών Διαλόγων.

Παρά κάτω περιοριζόμαστε να παραθέτουμε μερικές μόνον αποκαλυπτικές δηλώσεις ορισμένων εξ’ αυτών. Ο πρώην Πατριάρχης Αλεξανδρείας κυρός Παρθένιος, διεκήρυξε: «Για μένα το θέμα της γνώσεως αν το Ισλάμ είναι, ή δεν είναι μια εμπνευσμένη θρησκεία δεν τίθεται: Είναι βεβαίως εμπνευσμένη… Ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεόν ικανούς να νηστεύουν, να προσεύχονται, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό. Και αυτό είναι καλό πράγμα».[xxv] Αναφέρουμε επίσης τις βλάσφημες δηλώσεις του πρώην Μητροπολίτου Ελβετίας κυρού Δαμασκηνού«κατά βάθος μια εκκλησία, ή  ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου».[xxvi] Ότι «η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή ανοχή, αλλά συνίσταται πέραν αυτής και σε μια θετική αναγνώριση μιας ξένης θρησκείας ως γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως με το ιερό».[xxvii]  Ο πρώην καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών μακαριστός Σάββας Αγουρίδης, μετά την συμμετοχή του στην Β΄ Συνδιάσκεψη της «Συνελεύσεως των Θρησκειών του Κόσμου» στο Σαν Φραντσίσκο το 1990, εδήλωσε: «Ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και άλλες θρησκείες, αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα, όπως η Ορθοδοξία».[xxviii]

Επίλογος

Από όλα όσα παρά πάνω παραθέσαμε καταδείξαμε, (πιστεύουμε), επαρκώς, πρώτον μεν τη βαθιά επίδραση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού στη Διατριβή του συγγραφέως και δεύτερον την παραπλανητική εικόνα των Διαλόγων, που δίδει στον αναγνώστη. Κατέστη επίσης σαφές, ότι οι Διάλογοι χρησιμοποιήθηκαν από τις σκοτεινές δυνάμεις της Νέας Εποχής ως εργαλείο για την προώθηση των στόχων της. Η επιστράτευση του αγίου Μαξίμου του ομολογητού, για να δοθεί προφανώς Ορθόδοξο χρώμα και άρωμα στη Διατριβή, υπήρξε ατυχής. Πιστεύουμε ότι αν ζούσε σήμερα ο άγιος Μάξιμος, καθόλου δεν θα συμφωνούσε με το περιεχόμενο των δύο κεφαλαίων που εξετάσαμε. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι σήμερα κορυφαίοι εκκλησιαστικοί ηγέτες, σε διορθόδοξο μάλιστα επίπεδο, αποδεικνύονται από τα γραφόμενά τους διαβρωμένοι και βαθιά επηρεασμένοι από την παναιρέση του Οικουμενισμού. Και ακόμη πιο λυπηρό το γεγονός, ότι πεισματικά κλείνουν τα μάτια τους απέναντι στην φοβερή αυτή αίρεση, την οποία θεληματικά αγνοούν, σαν να μην υπάρχει. Κατ’ εξοχήν δε λυπηρό το γεγονός ότι αρνούνται να μαθητεύσουν, ή τουλάχιστον να λάβουν υπ’ όψη τους, όσα περί Οικουμενισμού είπαν και εδίδαξαν μεγάλοι και καταξιωμένοι άνδρες, εγνωσμένου θεολογικού κύρους και πνευματικότητος, τοποθετούντες τον εαυτό τους υπεράνω αυτών. Οι προφητείες μεγάλων οσιακών μορφών που μίλησαν για τα έσχατα και είπαν ότι στους εσχάτους χρόνους οι κληρικοί θα είναι χειρότεροι από τους λαϊκούς, φαίνεται ότι αρχίζουν να πραγματοποιούνται. Η μόνη ελπίδα μας προς το παρόν είναι ο πιστός λαός του Θεού, ο υπέρτατος φύλακας της πίστεως, ο οποίος δεν θα αποδεχθεί την προαποφασισμένη, ήδη από το 1965, «ένωση των εκκλησιών», με κάθε τίμημα.  

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών


[1]Θεοδώρου Ζήση πρωτ. καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ουνία, η καταδίκη και η αθώωση», Εκδ. Βρυέννιος,Θεσσαλονίκη 2002, σ. 157,160.

[2] Γεωργ. Μεταλλίδη, Δρος Θεολογίας, Η επίσημη διορθόδοξη στάση έναντι του ΠΣΕ, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις,Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 221-222, 227.

[3]Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Τομ. Α΄, Εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 245-246

[4] Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρωτοπρ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Πατερική μορφή του 20ου  αιώνος, στο «Παρεμβάσεις Ιστορικές και Θεολογικές»,Αθήνα 1998, σ. 136-141

[5] Παρά Γεωρ. Μεταλληνώ, Οικουμενικό Πατριαρχείο …ο.π. σελ. 247,  υποσημείωση 65.

[6] Παρά Ιω. Κορναράκη, Ο μύθος της Ορθοδόξου μαρτυρίας εις τους διαλόγους με αλλοδόξους, εφημ. «Ορθ. Τύπος» , φ. 1670, 22.12.2006.

[7] Παν. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής κινήσεως και των θεολογικών διαλόγων ημιεπίσημα έγγραφα, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «ο Σωτήρ», Αθήναι 1972, σελ. 46.

[8] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο…ο.π. σελ. 248-249

[9] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας Οικουμενισμός και Παπισμός, Εκδ. «Τέρτιος», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 74-75

[10] Βλ. Η επί των δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτροπή, Υπόμνημα περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε, Άγιον Όρος , Φεβρουάριος 2007 , σελ. 23.

[11] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής  Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.

[12]  Αγ.  Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Θεολογική γνωμοδότηση προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Σερβίας με τίτλο: Ορθοδοξία και Οικουμενισμός. Μια ορθόδοξος γνωμάτευσις και μαρτυρία.  Η γνωμοδότηση έχει δημοσιευθεί με εισαγωγικό σημείωμα του τότε ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς στο περιοδικό «Κοινωνία», 18, (1975), σ. 95- 101, σε μετάφραση από τα σερβικά της Μαρίνας Σκλήρη.

[13] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Δικαιλογείται η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε.; Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, ΔιαψεύσειςΕκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 490.

[14] Βλ. Η επί των δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτροπή, Υπόμνημα…ο. π. σελ. 19-20

[15] Κων. Μουρατίδου, Οικουμενική κίνησις …ο.π. σέλ. 29.

[16] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας…ο.π. σελ.76-78

[17] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας…ο.π. σελ. 78

[18] Δημ. Τσελεγγίδη, Ορθόδοξοι προβληματισμοί με αφορμή το κείμενο της Ραβέννας, Θεσσαλονίκη 2009, σελ 4.

[19] Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 6.

[20] Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 9

[21] Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 10

[22]Δημ. Τσελεγγίδη, «Ορθόδοξοι προβληματισμοί… ο.π. σελ. 10-11

[23] Βλ. έργο του με τίτλο: «Το κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο του Πάπα»,Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2007.

[24] Βλ. έργο του με τίτλο: «Το κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο του Πάπα»,Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2007.

[25] Πατρ. Αλεξανδρείας Παρθενίου, στο «You Shall Be My Witnesses», Επιμέλεια Γεωρ. Λαιμοπούλου, Εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, σελ. 19. 

[26] Μητροπολίτου πρώην  Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: «Ορθοδοξία και Ισλάμ. Κριτική προσέγγισις του ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των αγίων Πατέρων», Εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 17. 

[27] Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού, στο Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6

[28] Π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Διαλογισμός ή προσευχή; Ορθόδοξη θεώρηση, Αθήναι 1993, σελ. 236.