Ενθυμούμαι τον μακαριστό π. Γεώργιο Μεταλληνό σε μια διήγησή του όταν ήταν στην Γερμανία, αναφέρθηκε στην παραδοχή ενός παπικού ιερέα, ότι ο Αγιασμός που τελούν οι Ορθόδοξοι Ιερείς δεν χαλά, ενώ των Παπικών χρειάζεται την αρωγή άλατος.
Η παραδοχή του παπικού ιερέα, έδωσε την αφορμή στον π. Γεώργιο Μεταλληνό στη ομιλία του εκείνη, να αναφερθεί στο μεγάλο αυτό θαύμα του Αγιασμού του ύδατος, που επιτελείται με τη χάρη της Ιερωσύνης των Ορθοδόξων Ιερέων, όσο και στο γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
‘’Υπέρ του καταφοιτήσαι τοις ύδασι τούτοις την καθαρτικήν της υπερουσίου Τρίαδος ενέργειαν, του Κυρίου δεηθώμεν’’, αναφέρεται σε Ιερατική Ευχή εις την Ακολουθία του Μεγάλου Αγισμού. ‘’Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος, εν είδει περιστεράς, τοις ύδασιν επεφοίτησεν’’, συμπληρώνει η Ιερατική αυτή Ευχή.
Ποια Θεία Χάρις; Η άκτιστος Θεία Χάρις. ‘’Επεί δε άκτιστος εστιν η χάρις αύτη και δωρεά του Αγίου Πνεύματος, συμφυής εστι και αχώριστος αυτού, ως και η του ηλίου ακτίς αχώριστος εστιν αυτού, δώρον ούσα και αύτη του ηλίου, καθ’ ην ηλιοειδή τα μετέχοντα ποιεί’’, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς.
Εις την Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού αναφέρεται το εξής : ‘’Υπέρ του αγιασθήναι το ύδωρ τούτο, τη δυνάμει και ενεργεία και επιφοιτήσει του Αγίου Πνεύματος…’’. Για άκτιστη Θεία Ενέργεια ομιλεί. Δια κτιστής Θείας Χάριτος θα αγιασθεί το ύδωρ;
Οι θεωρούντες κτιστή και όχι άκτιστο τη Θεία Χάρη, επόμενο είναι να προσθέτουν το συντηρητικό άλας. Και φυσικά με την προσθήκη άλατος θα επιτευχθεί μερική συντήρηση του ύδατος και περιορισμένου χρονικού διαστήματος.
Έχουν διερωτηθεί οι Παπικοί αν η ‘’αναγκαστική’’ αυτή πρακτική εφαρμοζόταν στην Εκκλησία πριν το 1054μ.Χ; Στην Εκκλησία πριν το 1054μ.Χ. και μέχρι σήμερα ο αγιασμός του ύδατος ετελείτο και τελείται χωρίς την προσθήκη άλατος. Ο Αγιασμός ετελείτο σε Ανατολή και Δύση με τον τρόπο που η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία τελεί μέχρι σήμερα. Αυτή η ‘’αναγκαστική’’ πρακτική της προσθήκης άλατος, εφευρέθηκε στους κόλπους τους Παπισμού μετά το 1054μ.Χ.
Εισήγηση στη συνάντηση ΦΩΤΕΙΑ 2005 ενώπιον της Ιεράς Συνόδου και των Καθηγητών των Θεολογικών Σχολών. Διορθόδοξο Κέντρο της Ιεράς Μονής Πεντέλης, 6 Φεβρουαρίου 2005
Μακαριότατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Σεβασμιότατε εκπρόσωπε του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, Σεβασμιότατοι και Θεοφιλέστατοι Αρχιερείς,Τίμιο Πρεσβυτέριο, Κύριε Εκπρόσωπε της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Σεβαστοί Καθηγητές μου, Κύριοι Κοσμήτορες των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Κύριοι Πρόεδροι των Θεολογικών Σχολών, Αγαπητοί Συνάδελφοι, Αγαπητοί Φοιτητές και Φοιτήτριες,Κυρίες και Κύριοι,
1. Αποδεχθείς κατά καθήκον τον από την Σεπτή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τιμητικό ορισμό μου ως ομιλητού της σημερινής εκδηλώσεως προς τιμήν του αγίου Φωτίου επέλεξα να παρουσιάσω ενώπιών σας από πλευράς της ειδικότητάς μου το θέμα: Ιεροί Κανόνες Φώτιος Σχίσμα του 867. Είναι γνωστόν ότι με τον άγιο Φώτιο γενικώς και την συμμετοχή του στο Σχίσμα του 867 μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έχουν γραφεί και λεχθεί τόσα πολλά, ώστε μόνο για την καταγραφή των σχετικών τίτλων απαιτούνται τόμοι εκατοντάδων σελίδων. Επιφανείς και σπουδαίοι ερευνητές, Έλληνες και ξένοι έχουν προσφέρει πολλά και σημαντικά στη σχετική επιστημονική έρευνα, ιδιαίτερα από πλευράς Ιστορίας, Γραμματολογίας, Φιλολογίας κ.λπ.. Όλα αυτά κρίνω ότι κατανοούνται και αξιολογούνται ορθότερα μέσα στο πλαίσιο του δικαίου της Εκκλησίας και κυρίως των Ιερών Κανόνων, δεδομένου ότι ουδείς αμφισβητεί ότι η Ιστορία δημιουργεί Δίκαιο, αλλά και το δίκαιο δημιουργεί Ιστορία. Είναι γνωστό ότι κατά καιρούς έχουν προβληθεί πολλά αίτια του Σχίσματος του 867. Αίτια πολιτικά, εκκλησιαστικά και θεολογικά και άλλα. Από αυτά περισσότερο προβάλλεται το Παπικό Πρωτείο, το οποίο κατανοήθηκε από τους παπικούς ως πρωτείο εξουσίας του επισκόπου Ρώμης επί των λοιπών επισκόπων, με το αιτιολογικό ότι ο Απόστολος Πέτρος υπήρξε πρώτος μεταξύ των Αποστόλων και κατά συνέπεια και ο διάδοχός του ο Πάπας Ρώμης πρέπει να είναι πρώτος μεταξύ των λοιπών επισκόπων, ασκώντας έπ’ αυτών πρωτείο όχι τιμής αλλά εξουσίας. Πόσο μεγάλο λάθος και ψεύδος είναι αυτό θα πούμε στη συνέχεια. Από πλευράς δογματικής πίστεως ως κυριότερο αίτιο του Σχίσματος προβάλλεται η νόθευση του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως με την αυθαίρετη προσθήκη εις αυτό του filioque, δηλαδή της διδασκαλίας ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού, διδασκαλία που προβλήθηκε ως αίρεση. Ιδιαίτερα ακόμη μεταξύ των αιτίων του Σχίσματος προβάλλονται η αντικανονική απομάκρυνση από τον Πατριαρχικό Θρόνο Κων/πόλεως του Πατριάρχη Ιγνατίου, η αντικανονικότητα της εκλογής και χειροτονίας του Πατριάρχη Φωτίου επειδή μέσα σε πέντε μέρες έγινε μοναχός, υποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος και Πατριάρχης Κων/πόλεως. Σ’ αυτά προστίθενται η εισπήδηση των Παπικών στη Βουλγαρία και η εισαγωγή εκεί πολλών λατινικών καινοτομιών και διδασκαλιών, διοικητικές αξιώσεις του Πάπα στην Κάτω Ιταλία και Σικελία κ. α.
2. Δεν παραθεωρούμε τη μεγάλη σημασία όλων αυτών των αιτίων. Η δική μας όμως μακροχρόνια σχετική έρευνα μας έδειξε ότι όλα αυτά τα αίτια έχουν ένα κοινό παρανομαστή, ένα κοινό στοιχείο: Την παραβίαση του Δικαίου της αρχαίας, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας και κυρίως του Δικαίου των Ιερών Κανόνων. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία άρχισε να μην εφαρμόζει τους Ιερούς Κανόνες και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων διότι αποτελούν το μεγαλύτερο και αξεπέραστο εμπόδιο στο Παπικό Πρωτείο εξουσίας, στο παπικό αλάθητο και στις λοιπές καινοτομίες του Παπισμού. Ιεροί Κανόνες και Παπικό Πρωτείο εξουσίας δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Όπου ισχύουν και εφαρμόζονται οι Ιεροί Κανόνες είναι αδύνατο να υπάρξει Παπισμός.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Παπισμός άρχισε προοδευτικά να διαφοροποιείται από το δίκαιο των Ιερών Κανόνων, να μην τους εφαρμόζει και στο τέλος τους κατάργησε. Αυτό προκάλεσε και όλα τα αίτια του Σχίσματος και το ίδιο το Σχίσμα μεταξύ της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και της Δυτικής. Προς απόδειξη αυτής της θέσεως κρίνουμε ότι δεν πρέπει να ασχοληθούμε με μεμονωμένες πτυχές αυτού, αλλά να δούμε σφαιρικά το ζήτημα από την αρχή μέχρι σήμερα, κατά τα κεντρικά αυτού σημεία, που για μας είναι οι Ιεροί Κανόνες και γενικότερα το δίκαιο της αρχαίας ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, η προσωπικότητα του Φωτίου ως προασπιστού της Κανονικής τάξεως, η παραβίαση συστηματικά της Κανονικής τάξεως και η εξ’ αυτής δημιουργία των αιτιών που οδήγησαν στο Σχίσμα του 867, το ίδιο το Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών, την κατάργηση τελικά των Ιερών Κανόνων από τους Πάπες, την αντικατάστασή τους από κανόνες Δικαίου που θέσπισαν οι ίδιοι και στη δημιουργία μιας καταστάσεως που δεν μπορεί να οδηγήσει στην Ένωση των Εκκλησιών, αν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν επιστρέψει στο δίκαιο της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, στο δίκαιο των Ιερών Κανόνων. Όλα αυτά θα φανούν με σαφήνεια αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, τα οποία κατά τη δική μας έρευνα και αξιολόγηση έχουν κατά τα εκτιθέμενα στη συνέχεια.
3. Ο ιδρυτής της επί γης στρατευομένης Χριστιανικής Εκκλησίας είναι ο Ιησούς Χριστός με την ενανθρώπισή του, την επί γης δράση και διδασκαλία του, την εκλογή των Μαθητών και Αποστόλων του για να συνεχίσουν το έργο του επί της γης, την σταυρική θυσία, την ταφή και την Ανάστασή του, την μετά την Ανάστασή του επί τεσσαράκοντα μέρες παραμονή επί της γης, την εμφάνισή του στους Αποστόλους, την παράδοση εις αυτούς των τελευταίων εντολών του, την Ανάληψή Του και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία του κατά την Πεντηκοστή.
4. Την Εκκλησία του Χριστού δεν την ίδρυσε ο Απόστολος Πέτρος, δεν υπήρξε ποτέ δική του. Ο Χριστός όταν επέλεξε τον Πέτρο δεν τον όρισε υπαρχηγό του, ούτε του είπε ότι θα ήταν αρχηγός των άλλων Αποστόλων με πρωτείο εξουσίας έπ’ αυτών.
5. Ο Ιησούς Χριστός παρεχώρησε ολόκληρη την Ιερατική Εξουσία σε όλους εξίσου τους Αποστόλους. Σε όλους έδωσε εξίσου την ίδια τελετουργική εξουσία, (potestas ordinis), δηλαδή το ίδιο δικαίωμα να τελούν τελετουργικές πράξεις. Σε όλους έδωσε πρωτογενή διδακτική εξουσία (potestas magisterii), δηλαδή το δικαίωμα και την εξουσία να διδάσκουν την διδασκαλία και το κήρυγμά του. Δεν έδωσε αυτό το δικαίωμα μόνο στον Απόστολο Πέτρο. Σε όλους έδωσε την ίδια Διοικητική Εξουσία (potestas ήurisdictions), δηλαδή το δικαίωμα να διδάσκουν, να κηρύττουν το θείο θέλημά Του. Από το πλήθος των σχετικών χωρίων της Καινής Διαθήκης, αρκεί να αναφερθεί εδώ η σαφής και γλαφυρή περιγραφή, με την οποία ο Ματθαίος τελειώνει το Ευαγγέλιό του. Έτσι προηγουμένως είχε περιγράψει ότι ο Ιούδας, όταν είδε ότι καταδικάστηκε ο Ιησούς Χριστός μετάνοιωσε για την προδοσία του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας και απελθών απήγξατο (Ματθ. 27, 35). Οι τελευταίοι στίχοι του κατά Ματθαίου Ευαγγελίου, δηλαδή οι στίχοι 16-20 του κεφ. 28, είναι χαρακτηριστικοί και πολύτιμοι για το θέμα. Έτσι στο Ματθ. 28, 16 αναγράφεται: Οι δε ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν εις το όρος ον ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς, και ιδόντες αυτόν προσεκάθησαν, οι δε εδίστασαν. Από αυτό το χωρίο καταφαίνεται ότι η συνάντηση αυτή δεν ήταν τυχαία, αλλά είχε ορισθεί από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, προφανώς λόγω της μεγάλης σοβαρότητάς της, όπως προκύπτει από τη συνέχεια του κειμένου, κατά το οποίο: και προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων. Πρόκειται για την τελευταία συνάντηση Ιησού Χριστού και Μαθητών του. Αν ήθελε να ορίσει κάποιο πρώτο μεταξύ των μαθητών του με πρωτείο υπεροχής και εξουσίας απέναντι των λοιπών η καταλληλότερη ευκαιρία και ώρα θα ήταν η παρούσα. Όμως μέχρι εδώ δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να δηλώνει πρωτείο εξουσίας του Πέτρου. Ούτε το όνομα του τελευταίου αναφέρεται. Την συνάντηση ο Ιησούς ετάξατο αυτοίς την όρισε γι’ αυτούς και για τους ένδεκα. Και όταν τους πλησίασε ελάλησεν αυτοίς μίλησε σε όλους και όχι μόνο στον Πέτρο. Και το περιεχόμενο της ομιλίας του προς όλους είναι καταλυτικό για το θέμα μας γιατί δηλώνει την τελευταία επί γης βούλησή του. Έτσι λέει προς όλους: εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης (Ματθ. 28, 18). Σαφώς λοιπόν εδώ ο Ιησούς Χριστός ομιλεί για εξουσία δική του, που του δόθηκε ολόκληρη και στον ουρανό και στη γη. Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της πλήρους εξουσίας Του δίνει προς όλους ανεξαιρέτως και όχι μόνο στον Πέτρο τις τελευταίες εντολές του λέγοντας προς αυτούς: Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς πάντα όσα ενετειλάμην υμίν και ιδού εγώ μεθ’ ημών έσομαι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος (Ματθ. 28, 18-20). Από αυτή την τελευταία βούληση του Ιησού Χριστού λαμβάνουν όλοι οι μαθητές την εντολή να πορευθούν προς όλα τα έθνη και να τα μαθητεύσουν, δηλαδή να τα κάνουν μαθητές τους, διδάσκοντες αυτούς ‘πάντα όσα ενετειλάμην υμίν’, όσα δηλαδή είχαν από τον Ιησού Χριστό λάβει την εντολή να διδάξουν. Αυτά αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς Χριστός έδωσε σε όλους τους Αποστόλους την πλήρη διδακτική εξουσία και καθόρισε κατά απόλυτο τρόπο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους. Δεν είχαν οι Απόστολοι την εξουσία να διδάξουν δικές τους διδασκαλίες, ούτε δικά τους δόγματα. Ούτε και ορίστηκε ο Πέτρος μόνος διαχειριστής της διδακτικής εξουσίας, από τον οποίο θα την λάμβαναν οι λοιποί Μαθητές. Πουθενά δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο εξαρτήσεως των λοιπών Αποστόλων από τον Πέτρο η αναφοράς εις αυτόν. Ούτε βεβαίως ήταν δυνατόν ο Απόστολος που θα επορεύετο για να μαθητεύσει τα έθνη της Αφρικής ή της Ανατολικής Ασίας να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες από τον ευρεθέντα στην Ρώμη Πέτρο. Ούτε είπε ο Χριστός ότι θα είναι μαζί τους ο Πέτρος για να τους κατευθύνει και να τους στηρίξει μέχρι της συντέλειας των αιώνων, αλλά θα είναι μαζί τους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Αλλά και από πλευράς τελετουργικής εξουσίας για τους ίδιους λόγους όλοι οι Μαθητές έλαβαν την ίδια εντολή και την ίδια εξουσία να τελούν τις ίδιες πράξεις λατρείας. Εδώ όλοι έλαβαν την εξουσία να τελούν το ίδιο βάπτισμα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Δεν είπε να βαπτίζουν εις το όνομα του Πέτρου, ούτε να λαμβάνουν από αυτόν την εξουσία και το δικαίωμα να τελούν μυστήρια. Είναι γνωστόν ότι την εξουσία τελέσεως των μυστηρίων, όπως της θείας Ευχαριστίας, της εξομολογήσεως κλπ. έδωσε σε όλους τους Αποστόλους. Το ίδιο έγινε και με την Διοικητική Εξουσία. Γιατί μπορεί με αφορμή την β’ ομολογία του Αποστόλου Πέτρου να έδωσε πρώτα σ’ αυτόν την εξουσία του δεσμείν και λύειν, όπως περιγράφεται στο Ματθ. 16, 1820, στο οποίο και μόνο σταματούν οι θιασώτες του Παπικού Πρωτείου εξουσίας, αποσιωπώντας ανεπίτρεπτα ότι αργότερα ο ίδιος Ιησούς είπε την τελευταία λέξη του επί του θέματος, που είναι και η τελική και συνολική του θέση. Πράγματι, απευθυνόμενος αυτή τη φορά προς όλους τους Αποστόλους και όχι μόνο προς τον Πέτρο, τους υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται ο αμαρτήσας χριστιανός, δηλαδή τον τρόπο ασκήσεως της δικαστικής εξουσίας με τελικό φορέα αυτής την Εκκλησία. Ατομικά δίνει σε όλους την αυτήν εξουσία του δεσμείν και λύειν λέγοντας προς όλους αδιακρίτως το: Αμήν λέγω υμίν όσα εάν δέσητε επί της γης έσται δεδεμένα εν ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν ουρανώ (Ματθ. 18, 18). Οι Ρωμαιοκαθολικοί όμως παγιδευμένοι στις αυθαίρετες παπικές αξιώσεις προσπάθησαν και προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Απόστολο Πέτρο ως έχοντα πρωτείο εξουσίας έναντι των άλλων Αποστόλων και τον Πάπα Ρώμης, ως διάδοχό του ως έχοντα πρωτείο εξουσίας επί όλων των λοιπών επισκόπων. Πρόκειται για την μεγαλύτερη άπατη στο χώρο της διοικήσεως της Εκκλησίας που για την στήριξή της έγιναν και άλλες άπατες και πλαστογραφήσεις της Ιστορίας, όπως είναι η Ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, οι Ψευδοϊσιδόρειες διατάξεις κ.α.
6. Ο ίδιος όμως ο Απόστολος Πέτρος με την συμπεριφορά του διαψεύδει πλήρως τους θιασώτες του Παπικού Πρωτείου. Έτσι κατά την περιγραφή του 2ου κεφ. των Πράξεων των Αποστόλων, οι ένδεκα Απόστολοι μετά την Ανάληψη του Κυρίου επέστρεψαν από το όρος των Ελαιών, όπου έλαβε χώρα η ανάληψη, στην Ιερουσαλήμ. Έχει με πρόταση του Πέτρου αποφασίστηκε από όλη την μικρή χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων να αντικατασταθεί ο Ιούδας που είχε απαγχονιστεί. Τον αντικαταστάτη του όμως δεν τον όρισε ο Πέτρος, αλλά όλοι μαζί επέλεξαν δύο: Τον Βαρραβά που αποκλήθηκε Ιούστος και τον Ματθία. Από αυτούς τους δύο αναδείχθηκε ο Ματθίας ως αντικαταστάτης του Ιούδα. Όχι όμως από τον Πέτρο, αλλά με κλήρο: και έδωκαν κλήρους αυτοίς και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων (Πράξ. 1, 26). Αν ο Απόστολος Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας και διοικήσεως θα όριζε αυτός μόνος τον αντικαταστάτη του Ιούδα. Κάτι ανάλογο έγινε και στην Αποστολική Σύνοδο περί το 50 μ.Χ. Τότε οι Απόστολοι διεφώνησαν έντονα. Από τη μία μεριά ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και οι λοιποί εξ Ιουδαίων Χριστιανοί υποστήριζαν ότι όσοι μη Ιουδαίοι προσήρχοντο στον Χριστιανισμό για να γίνουν δεκτοί έπρεπε πρώτα να περιτμηθούν και να γίνουν τηρητές του Μωσαϊκού Νόμου (Πράξ. 15,5). Τη θέση αυτή απέρριπταν ο Παύλος, ο Βαρνάβας και οι εξ Εθνών χριστιανοί. Έγινε συζήτηση και τελικά δεν επικράτησε η άποψη του Αποστόλου Πέτρου, αλλά των εξ εθνών χριστιανών. Η Αποστολική Σύνοδος αποφάσισε για τους Εξ εθνών προσερχόμενους στον Χριστιανισμό να μην τηρήσουν προηγουμένως την περιτομή και τις λοιπές τυπικές διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά μόνο ‘απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτών και πορνείας’ (Πράξ. 15, 29). Πολλές φορές είχαμε αναρωτηθεί γιατί η Αποστολική Σύνοδος από το σύνολο των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου όρισε στους εξ Εθνών προσερχόμενους χριστιανούς να απέχουν μόνο από τα ειδωλόθυτα, την πορνεία και τη βρώση αίματος και πνικτών. Και το εντυπωσιακό είναι εδώ ότι την ίδια απαγόρευση επανέλαβε και ο 67ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, παραλείποντας μόνο την βρώση ειδωλοθύτων, διότι δεν ετελούντο πλέον θυσίες στα είδωλα. Η απορία μας λύθηκε μόνο πριν από δύο περίπου δεκαετίες, όταν έγιναν γνωστά τα αίτια μεταδόσεως της κατάρας του αιώνα, του έιτζ. Τότε καταλάβαμε ότι η απόφαση της Αποστολικής Συνόδου είχε προφητικό χαρακτήρα και μεγάλη σημασία, διότι αν είχε εφαρμοσθεί δεν θα είχαμε σήμερα έιτζ, αφού είναι πια γνωστό ότι η ασθένεια αυτή διαδόθηκε από τη βρώση αίματος των πράσινων μπαμπουίνων, από τη βρώση πνικτών πράσινων μπαμπουίνων και από την παράνομη σεξουαλική σχέση. Όπως και αν έχουν τα πράγματα στην Αποστολική Σύνοδο, δεν επικράτησε η γνώμη του Αποστόλου Πέτρου, αλλά λήφθηκε απόφαση με δημοκρατικό τρόπο. Το ίδιο και στη λοιπή ζωή του Αποστόλου Πέτρου. Ουδέποτε άσκησε πρωτείο εξουσίας επί των λοιπών Αποστόλων.
7. Ο ακουστής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ο Κλήμης επίσκοπος Ρώμης περί το 100 μ.Χ. στέλνει επιστολή προς τους Κορινθίους, οι οποίοι είχαν διαιρεθεί σε αντιμαχόμενες παρατάξεις γιατί άλλοι ήταν οπαδοί του Παύλου, άλλοι του Πέτρου, άλλοι του Απολλώ κλπ. Ο Κλήμης Ρώμης εμφανίζεται στην επιστολή του όχι ως έχων πρωτείον εξουσίας, αλλά ως επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρώμης, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ως προκαθημένη της αγάπης και δεν διατάσσει, αλλά παρακαλεί και συμβουλεύει τους Κορινθίους να μη μαλώνουν, αλλά να ειρηνεύσουν. Αν είχε πρωτείο εξουσίας θα το ασκούσε.
8. Το 153 συναντιούνται στην Ρώμη ο Πάπας Στέφανος και ο Πολύκαρπος Σμύρνης σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση στο πρόβλημα της διαφορετικής εορτής του Πάσχα, το οποίο η Ρώμη εόρταζε σε ημέρα Κυριακή, ενώ οι εκκλησίες της Μικράς Ασίας, διατηρώντας τη δική τους αρχαία παράδοση το εόρταζαν την 14η του μήνα Νισσάν, πράγμα που δημιουργούσε προβλήματα γιατί την ίδια μέρα εόρταζαν και οι Ιουδαίοι το δικό τους Πάσχα. Οι δύο άνδρες δεν συμφώνησαν τελικά. Δεν επικράτησε η γνώμη του επισκόπου Ρώμης, αλλά χωρίστηκαν ειρηνικά.
9. Περί το 192 ένας άλλος Πάπας, ο Πάπας Βίκτωρας απείλησε για το ίδιο θέμα με αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας τις Εκκλησίες της Ανατολής που δεν εόρταζαν το Πάσχα με την Ρώμη. Όμως ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνων, μεγάλη μορφή της εποχής τον έβαλε στη θέση του, λέγοντάς του ότι δεν είχε μονομερώς αυτό το δικαίωμα. Έτσι το πράγμα έμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι το 325, όποτε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος έλυσε οριστικά το θέμα με την απόφασή της να εορτάζεται το Πάσχα από όλους τους χριστιανούς την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Συνεπώς και στο ζήτημα του Πάσχα ο Πάπας δεν μπόρεσε να ασκήσει πρωτείο εξουσίας. Το δίκαιο της αρχαίας Εκκλησίας δεν του έδινε κανένα πρωτείο εξουσίας.
10. Κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων ο Πάπας υποτάσσεται και αυτός, όπως και οι λοιποί επίσκοποι στην Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αναδείχτηκε ως το ανώτατο διοικητικό και το μόνο αλάθητο όργανο της Εκκλησίας. Ουδείς Πάπας, ουδείς Πατριάρχης υπέταξε ποτέ την Οικουμενική Σύνοδο. Αντίθετα, η Οικουμενική Σύνοδος ταπείνωσε, καθαίρεσε ή και αναθεμάτισε όταν χρειάστηκε και Πάπες και Πατριάρχες και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα. Για παράδειγμα η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος καθαίρεσε και αναθεμάτισε τον Πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο, ως αιρεσιάρχη, επειδή δίδαξε την γνωστή από το όνομά του αίρεση του Νεστοριανισμού. Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος ταπείνωσε τον Πάπα Βιγίλιο και η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε ως αιρετικούς και πρωτεργάτες του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού τον Πάπα Ρώμης, Ονόριο, τέσσερεις Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, τον Σέργιο (610638), τον Πύρρο (638-641, 654), τον Παύλο Β’ (441-653), και Πέτρο (654-666). Έναν Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τον Κύρο (630-643) και έναν Πατριάρχη Αντιοχείας, τον Μακάριο (656681), ο οποίος μάλιστα ήταν παρών στην ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο και προσπάθησε να πείσει για την ορθότητα του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού, χωρίς να το πετύχει, με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί και να αναθεματισθεί ως αμετανόητος αιρεσιάρχης και στον θρόνο της Αντιοχείας να εκλεγεί από την αυτή Οικουμενική Σύνοδο ο Πατριάρχης Θεοφάνης (681-687). Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ούτε Παπικό Πρωτείο είχε θέση στην ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο, ούτε παπικό αλάθητο, αφού Πάπας καταδικάστηκε ως αιρετικός.
11. Λίγο αργότερα, το 692 κατά την κρατούσα γνώμη, το 685/6 κατά την δική μας η γνωστή ως Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος επανέλαβε στον πρώτο της Κανόνα τον αναθεματισμό κατά του Πάπα Ονωρίου Ρώμης. Και με άλλους όμως Κανόνες δημιούργησε ένα σύνολο Ιερών Κανόνων, που αποτέλεσε και αποτελεί άξεπέραστο εμπόδιο για το Παπικό Πρωτείο και αλάθητο. Ειδικότερα η λεγόμενη Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, που στην πραγματικότητα είναι συνέχεια της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, και γι’ αυτό και οι κανόνες της επί πέντε περίπου αιώνες ήταν γνωστοί ως κανόνες της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, είναι η Σύνοδος που θέσπισε 102 Κανόνες, και επικύρωσε και τους Ιερούς Κανόνες των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων, ορισμένων Τοπικών και ορισμένους Ιερούς Κανόνες Πατέρων της Εκκλησίας. Έτσι κωδικοποίησε το δίκαιο των Ιερών Κανόνων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι βέβαια είναι στο σύνολο τους αντίθετοι με το Παπικό Πρωτείο και αλάθητο. Ιεροί Κανόνες και Παπικό Πρωτείο εξουσίας δεν συμβιβάζονται, δεν μπορούν να συνυπάρχουν. Όπου υπάρχουν και εφαρμόζονται οι Ιεροί Κανόνες της αρχαίας ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας δεν μπορεί να υπάρχει Παπικό Πρωτείο και αλάθητο. Και αντιστρόφως όπου υπάρχει Παπικό Πρωτείο και αλάθητο εκπαραθυρώνονται οι Ιεροί Κανόνες.
12. Οι παπικοί ταχέως αντιλήφθησαν ότι αξεπέραστο εμπόδιο για το Παπικό Πρωτείο και αλάθητο είναι οι Ιεροί Κανόνες και ιδιαίτερα οι Ιεροί Κανόνες της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου που μετά από πέντε αιώνες ονομάστηκε από τον Βαλσαμώνα και Πενθέκτη. Την καταπολέμησαν με πάθος. Την ονόμασαν ψευδοσύνοδο, conciliabulum, σύνοδο του διαβόλου κ.λ.π. Ιδιαίτερα δεν τους άρεσαν πολλοί Ιεροί Κανόνες της, που σαφώς καταπολεμούσαν ορισμένες συμπεριφορές, πράξεις, έθιμα κλπ. της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Έτσι δεν τους άρεσε ο ΣΤ’1 Κανόνας της διότι μεταξύ των άλλων αιρετικών καταδικάζει ως αιρετικό και Ονόριον τον Ρώμης. Ομοίως δεν τους άρεσε ο ΣΤ’2 Κανόνας, διότι εκτός από την κωδικοποίηση των Ιερών Κανόνων, που έκανε, ορίζει και την τήρηση και των 85 Αποστολικών Ιερών Κανόνων, από τους οποίους όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί εδέχοντο μόνο τους 50 πρώτους. Ομοίως δεν άρεσαν στους παπικούς οι Ιεροί Κανόνες ΣΤ’6 και επόμενοι, οι οποίοι επιτρέπουν την ύπαρξη έγγαμων πρεσβυτέρων και διακόνων, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί είχαν καθιερώσει την αναγκαστική αγαμία αυτών. Δεν τους άρεσε ακόμη ο ΣΤ’ 36 Κανόνας, ο οποίος επαναλαμβάνει τα ίσα πρεσβεία τιμής με τον Ρώμης στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία είχαν παραχωρήσει εις αυτόν οι Ιεροί Κανόνες Β’3 και Δ’28. Ο ίδιος Κανόνας ΣΤ’36 οριστικοποίησε και την σειρά των πρεσβίων τιμής των πέντε αρχαίων μεγάλων Πατριαρχείων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, που από νωρίς αποτέλεσαν τον περίφημο θεσμό της Πενταρχίας, για τον οποίο τις καλύτερες διεθνώς έρευνες έχει πραγματοποιήσει ο Καθηγητής Βλ. Φειδάς, ο οποίος δημοσίευσε δύο τόμους για τον θεσμό της Πενταρχίας των ανωτέρω Πατριαρχών. Ο θεσμός αυτός ήταν πολύτιμος και αποτέλεσε ένα ακόμη εμπόδιο στο Παπικό Πρωτείο, διότι αποδεικνύει, ότι όταν δεν συνεδρίαζαν Οικουμενικές Σύνοδοι μπορούσαν να λαμβάνουν αποφάσεις για όλη την Εκκλησία από κοινού οι πέντε Πατριάρχες και όχι μόνο ο Ρώμης. Στους παπικούς επίσης δεν άρεσε ο ΣΤ’ 55 Ιερός Κανόνας, ο οποίος ρητά καταδικάζει τους εν τη Ρωμαίων πόλει μη τηρούντες την νηστεία του Σαββάτου και όρισε κρατείν και εν τη των Ρωμαίων Εκκλησία απαρασαλεύτως τον κανόνα τον λέγοντα· Ει τις κληρικός ευρεθείη την αγίαν Κυριακήν νηστεύων ή το Σάββατον, πλήν του ενός μόνου, καθαιρείσθω, ει δε λαϊκός, αφοριζέσθω. Μία από τις πολλές αποδείξεις ότι η Οικουμενική Σύνοδος και εδώ δεν δέχθηκε τη διαφοροποίηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που δεν τηρούσε τη νηστεία του Σαββάτου και αποφασίζει να τηρείται αυτή η νηστεία και στην Εκκλησία της Ρώμης, καταδικάζοντας σαφώς την αντίθετη πρακτική που ακολουθούσαν μέχρι τότε οι Πάπες. Αλλά και ο ΣΤ’67 επαναλαμβάνει όπως είδαμε την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων, απαγορεύοντας την βρώση αίματος και καταπολεμώντας έτσι τη συνήθεια των Ρωμαιοκαθολικών να κατασκευάζουν με αίμα ζώου διάφορα τρόφιμα και να τα τρώγουν. Αλλά και ο ΣΤ’82 καταδικάζει τη συνήθεια που υπήρχε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να απεικονίζουν τον Ιησού Χριστό ως αμνό. Η Σύνοδος τονίζει ότι ο αμνός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός έχει μορφή ανθρώπου και όχι προβάτου και γι’ αυτό πρέπει κατά το ανθρώπινον αυτού να μη ζωγραφίζεται ως αμνός. Αυτοί και πολλοί άλλοι Ιεροί Κανόνες και κυρίως αυτοί που αναφέρονται στο Συνοδικό Θεσμό και κατεξοχήν στο θεσμό των Οικουμενικών Συνόδων αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο σε κάθε παπική αξίωση πρωτείου εξουσίας γιατί υποτάσσουν και τον Πάπα στο δίκαιο των Οικουμενικών Συνόδων και των Ιερών Κανόνων.
13. Οι Πάπες όμως από νωρίς είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται από το δίκαιο της μίας αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας και να προβάλλουν ευκαίρως ακαίρως το Παπικό Πρωτείο. Έτσι οι πρώτοι Πάπες ήταν επιφυλακτικοί ή εχθρικοί κατά τα επόμενα 15 χρόνια μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο μέχρις όπου στον παπικό θρόνο ανήλθε ο μη εμφορούμενος από τις ιδέες του Παπικού Πρωτείου Πάπας Κωνσταντίνος (708-715), ο οποίος αναγνώρισε ως σωστούς όλους τους Ιερούς Κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και το σύνολο του Δικαίου των Ιερών Κανόνων. Γι’ αυτό και σε πανηγυρική εκδήλωση ήλθε στην Κων/πολη και κατά τον επισημότερο τρόπο, που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, υπέγραψε και αναγνώρισε όλους τους Ιερούς Κανόνες. Έτσι έληξε τότε το ζήτημα που μας απασχολεί. Ο Πάπας αυτός σαφέστατα αναγνώρισε το δίκαιο όλων των Ιερών Κανόνων και την υπεροχή της Οικουμενικής Συνόδου απέναντι στον Πάπα. Αργότερα όμως, μετά το Σχίσμα αυτός ο πράγματι πνευματικός Πάπας θα κατηγορηθεί από τους Ρωμαιοκαθολικούς ότι δωροδοκήθηκε και υπέγραψε την επικύρωση των Ιερών Κανόνων της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου! Οι φανατικοί παπιστές πολύ εύκολα διαστρέφουν την ιστορική πραγματικότητα. Όμως η Ιστορία από μόνη της διαψεύδει την διαστροφή της. Αν ο Πάπας Κωνσταντίνος ήταν διεφθαρμένος και είχε δωροδοκηθεί γιατί δεν αποκηρύχτηκε ούτε κατακρίθηκε ποτέ ως διεφθαρμένος από δεκάδες Πάπες που τον διαδέχθηκαν στον παπικό θρόνο μέχρι και του Σχίσματος; Ήταν όλοι διεφθαρμένοι και δέχθηκαν τη διαφθορά; Και αν υπάρχουν Πάπες αιρετικοί, όπως ο Ονόριος και διεφθαρμένοι όπως εμφανίζουν τον Κωνσταντίνο πως είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για Παπικό Πρωτείο και αλάθητο; Η αλήθεια δυστυχώς για τους φανατικούς παπικούς είναι διαφορετική: Οι φανατικοί παπικοί διαστρέφουν την Ιστορία για να στηρίξουν το εντελώς αντιχριστιανικό πρωτείο εξουσίας. Έτσι πλαστογραφούν και εδώ χωρίς στοιχεία την Ιστορία, χαρακτηρίζοντας μία από τις πιο μεγαλειώδεις και χριστιανικές πράξεις στην Ιστορία του Παπισμού, όπως είναι η αναγνώριση από τον Πάπα Κωνσταντίνο των Ιερών Κανόνων της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και του Κωδικοποιημένου από αυτή Δικαίου των Ιερών Κανόνων, ως πράξη διαφθοράς και δωροδοκίας. Και δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι πλήττουν μόνοι τους καίρια τον παπικό θεσμό, αφού οι Πάπες μπορούν να είναι διεφθαρμένοι και να δωροδοκούνται. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση του Πάπα Κωνσταντίνου στις πηγές δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για δωροδοκία του. Εμφανίζεται να πιστεύει αυτό που έκανε και να χαίρεται γι’ αυτό. Όμως οι φανατικοί παπιστές πλαστογράφησαν και εδώ την Ιστορία, όπως δεν δίστασαν να το πράξουν και σε άλλες περιπτώσεις που πλαστογράφησαν την Ιστορία για να στηρίξουν το Παπικό Πρωτείο εξουσίας. Υπάρχει σήμερα έστω και ένας ερευνητής που να μη δέχεται ότι η περίφημη Ψευδοκωνσταντίνειος Δωρεά και οι εξ ίσου περίφημες Ψευδοϊσιδόρειες Διατάξεις αποτελούν δύο από τις ειδεχθέστερες πλαστογραφίες στην Ιστορία, που έγιναν για να στηρίξουν το Παπικό Πρωτείο εξουσίας και βεβαίως το στήριξαν μέχρι που αποδείχτηκε ότι αποτελούσαν πλαστογραφία.
14. Η Ζ Οικουμενική Σύνοδος στην οποία επίσης παρέστησαν εκπρόσωποι του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και την οποία δέχθηκαν και οι παπικοί ως Οικουμενική Σύνοδο επικύρωσε επίσης με τον 1ο Κανόνα της όλους τους Ιερούς Κανόνες, και ονομαστικά τους Αποστολικούς, τους Κανόνες των προηγουμένων έξι Οικουμενικών Συνόδων, και ειδικώς τους Κανόνες της λεγομένης Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, τους οποίους η Ζ’ Οικουμενική τους χρησιμοποιεί και τους ονομάζει Κανόνες της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, πράγμα που αποδείχτηκε από το χαρτίον, στο οποίο σε συνέχεια υπήρχαν τα Πρακτικά και οι υπογραφές της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου του 680/81 και οι Ιεροί Κανόνες και οι υπογραφές των πατέρων της επίσης ως ΣΤ’ ονομαζομένης Συνόδου, που μετά από 500 χρόνια ονομάστηκε Πενθέκτη, ονομασία που καθιερώθηκε από τους Δυτικούς για να πληγεί η Οικουμενικότητα της Συνόδου αυτής. Με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο έκλεισε πλέον το θέμα του Δικαίου της μίας αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Το Παπικό Πρωτείο είχε πλέον μπροστά του αξεπέραστο εμπόδιο, που έπρεπε οπωσδήποτε να παραμεριστεί από τους φίλαρχους και φιλόδοξους Πάπες που συνεχώς και περισσότερο ήθελαν να έχουν πρωτείο εξουσίας. Έψαχναν για αφορμή και νόμισαν ότι την βρήκαν στην περίπτωση της εκλογής του αγίου Φωτίου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και της εσωτερικής διαμάχης μεταξύ των οπαδών του και των Ιγνατιανών σχετικά με το Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και σε συνδυασμό με το filioque, την εισπήδηση των παπικών στην Βουλγαρία και άλλους λόγους που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια οδήγησαν στο Σχίσμα του 867 και αργότερα στο οριστικό Σχίσμα ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας με αποκλειστική υπαιτιότητα των Παπών, οι οποίοι παραμέρισαν το δίκαιο των Ιερών Κανόνων και θέλησαν μονομερώς ασκώντας στην πράξη Παπικό Πρωτείο και δικό τους δίκαιο να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Οικουμένη, όπως αποδεικνύουν με πλήρη απόδειξη, φρονούμε, τα στη συνέχεια εκτιθέμενα.
15. Ο Μέγας Φώτιος, Ομολογητής, Αγιος και Ισαπόστολος έμελλε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές στη μάχη της Ορθοδοξίας και των Ιερών Κανόνων, που πλήγησαν σφοδρότατα από τον Πάπα Νικόλαο τον Α’ (858-867), ό οποίος με την αντικανονική συμπεριφορά του και τον παραμερισμό των Ιερών Κανόνων ήταν ο πρόξενος του Σχίσματος του 867. Ειδικότερα:
16. Εκθρόνιση Ιγνατίου: Το 858 η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως αντιμετώπισε ένα δικό της εσωτερικό πρόβλημα. Κατά τα έτη 847-858 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Ιγνάτιος, άγιος της Εκκλησίας μας και μεγάλη και ισχυρή προσωπικότητα. Αυστηρός και ασκητικός Πατριάρχης, υιός του Μιχαήλ Ραγκαβέ. Εκθρονίζεται αντικανονικά το 858, επειδή αρνήθηκε να χορηγήσει τη θεία Κοινωνία στον πανίσχυρο τότε αδελφό της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, τον Πατρίκιο Βάρδα. Η εκθρόνιση αυτή ήταν αντικανονική διότι δεν έγινε από Σύνοδο, ούτε μετά από απολογία και συνοδική κρίση, δηλαδή χωρίς να καθαιρεθεί. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική εκδήλωση Καισαροπαπισμού στο Βυζάντιο, που αποδείχτηκε και πολιτικό σφάλμα διότι ό Ιγνάτιος είχε και δύναμη και φίλους και άδικήθηκε σοβαρά τουλάχιστον από πλευράς ορθής και κανονικής διαδικασίας. Το ζήτημα αν καλώς ή κακώς αρνήθηκε τη θεία Κοινωνία στον Βάρδα ήταν ζήτημα, που έπρεπε να κρίνει εκκλησιαστική Σύνοδος κατά τους Ιερούς Κανόνες και αν εύρισκε ένοχο τον Ιγνάτιο να του στερήσει αυτή τον Θρόνο. Το κακό όμως έγινε. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε εκθρονιστεί χωρίς τη θέληση της Εκκλησίας, η οποία δεν είχε τη δύναμη να τον επαναφέρει. Στο λαό δημιουργήθηκε θόρυβος και αναταραχή. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε προ του διλήμματος να μην πληρώσει τον Θρόνο και να συγκρουσθεί με την πολιτική εξουσία ή να δεχθεί την εκθρόνιση και να προχωρήσει στην εκλογή νέου Πατριάρχου με προσωπικότητα και πολλές αρετές, ώστε να επαλειφθεί η δημιουργηθείσα κρίση. Προς το σκοπό αυτό στράφηκε προς το Φώτιο, ο οποίος δεν ανέμενε ούτε ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο και γι’ αυτό δεν ήταν καν κληρικός, αλλά λαϊκός. Ο ίδιος δεν προκάλεσε ούτε επεδίωξε την εκλογή του, η οποία έγινε από την Εκκλησία κατ’ οικονομία των πραγμάτων της εποχής για την προσωπικότητα και τις αρετές του Φωτίου.
17. Φώτιος: Πράγματι ο σήμερα τιμώμενος από την Εκκλησία μας Μέγας Φώτιος είναι ένα από τα λίγα πρόσωπα που καθιερώθηκε στην εκκλησιαστική συνείδηση ως Μέγας, γιατί πραγματικά υπήρξε πολύ μεγάλος: Ειδικότερα υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τους σημαντικότερους. Αναδείχθηκε σε Άγιο της Εκκλησίας μας για τους υπέρ αυτής και της Ορθόδοξης Πίστης γενικότερα αγώνες του. Προβάλλει σαν μία από τις πλέον σημαντικές ιστορικές μορφές της Εκκλησίας, της Πολιτείας και της Κοινωνίας. Έθεσε σημαντική τη σφραγίδα του στα γράμματα της εποχής και όχι μόνο τα θεολογικά, αλλά και τα θύραθεν. Αποδείχθηκε λόγιος όσο ολίγοι, διδάσκαλος ταλαντούχος, ιεράρχης ικανός και εμπνευσμένος, επιτελικός ιεραποστολικός νους, μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας και Πατέρας της Εκκλησίας, και εκτός των άλλων γνώστης των Ιερών Κανόνων όσο ολίγοι. Την αξία των Ιερών Κανόνων και το από αυτούς απορρέον Κανονικό Δίκαιο πρόβαλε σαν το σημαντικότερο στοιχείο της Ενότητας της Εκκλησίας σε κάθε εποχή και ιδιαίτερα στην εποχή του. Η βαθειά γνώση του Δικαίου των Κανονικών Διατάξεων της Εκκλησίας τον έκανε ταχέως να αντιληφτεί ότι είναι ουσιωδέστατο στοιχείο της Ενότητας της Εκκλησίας καθόλου και ότι ο παραμερισμός του Δικαίου των Ιερών Κανόνων και η αντικατάστασή του από άλλο δίκαιο οδηγεί μοιραίως στη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας.
18. Από τα πριν από την εκλογή του βιογραφικά στοιχεία και γεγονότα που αναφέρονται στο Φώτιο επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ τα ακόλουθα, τα οποία έχουν προβάλλει αν και μη συμφωνούντες πάντοτε μεταξύ τους, άλλοι σπουδαίοι και ειδικότεροι ερευνητές: Ο Φώτιος γεννήθηκε σε χρόνο που δεν προσδιορίζεται στις πηγές. Κατά την κρατούσα άποψη η γέννησή του τοποθετείται περί το 800 μ.Χ., ενώ υπάρχουν και εκείνοι που την τοποθετούν λίγο ενωρίτερα ή πολύ αργότερα. Τόπος γεννήσεώς του είναι η Κωνσταντινούπολη. Κατάγεται από επιφανή οικογένεια, παρόλο που μερικοί, όπως αναφέρει ο Hergenrother, θέλησαν να τον παρουσιάσουν ως ταπεινής καταγωγής. Πατέρας του Φωτίου υπήρξε ο Σέργιος Πατρίκιος και Ομολογητής, ο οποίος ήταν αδελφός του Πατριάρχη Ταρασίου (784-806), τον οποίο συχνά ο Φώτιος ονομάζει Πατροθείον. Μητέρα του ήταν η Ειρήνη, φιλόθεη και φιλάρετη. Ο αδελφός της είχε λάβει ως σύζυγο την αδελφή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Η οικογένεια του Φωτίου ήταν εικονόφιλη και είχε υποστεί διώξεις και μαρτύρια. Ο πατέρας του μαρτύρησε υπέρ της ορθοδόξου πίστεως. Ο ίδιος ήταν άγαμος με τάση ασκητική· αλλά δεν είχε γίνει ούτε μοναχός, ούτε κληρικός. Για την παιδική και νεανική ηλικία ελάχιστες είναι οι υπάρχουσες σχετικές μαρτυρίες.
Κατά τον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα το 815 η Εικονομαχική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως αναθεμάτισε τους γονείς του Φωτίου και τον ίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι είχε την προς τούτο ηλικία και ακόμη ότι είχε αν και πολύ νέος εκδηλώσει τα υπέρ των Αγίων εικόνων φρονήματά του. Κατά την αυτομαρτυρία του μόλις είχε ξεπεράσει την των ‘μειρακίων ήλικίαν’, όταν άρχισε να συντάσσει το Λεξικό του, το οποίο αφιέρωσε στον μαθητή του Θωμά. Αυτό προϋποθέτει ότι είχε λάβει πολύ καλή παιδεία, αλλά δεν γνωρίζουμε πως. Πολλοί στηριζόμενοι στο ότι δεν αναφέρεται στους δασκάλους του τον θεωρούν αυτοδίδακτο. Δεν θεωρούμε τολμηρό να υποθέσουμε ότι ίσως η μόρφωσή του σχετίζεται με το θείο του Ταράσιο, που ήταν εύλογο να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παιδεία του ανιψιού του. Την σκέψη μας αυτή ενισχύει το γεγονός ότι ο Φώτιος είχε όχι μόνο θύραθεν, αλλά και σπουδαία εκκλησιαστική και θεολογική παιδεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Νικήτας Παφλαγόν, εχθρός του Φωτίου και φίλος και βιογράφος του Ιγνατίου, αναφερόμενος στα ανωτέρω ομολογεί ρητά ότι ο Φώτιος καταγόταν από ευγενικό γένος, διακρινόταν για τη σοφία και τη σύνεσή του, εθεωρείτο από τους πιο διακεκριμένους πολίτες, γνώριζε σχεδόν όλη την επιστήμη της εποχής του, όπως Γραμματική και Ποίηση, Ρητορική και Φιλοσοφία ακόμη και Ιατρική. Όλα αυτά προϋποθέτουν παιδεία σπουδαία από τρυφερής ηλικίας. Αντίθετα, ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ο Hergenrother κ.α. τον θεωρούν αυτοδίδακτο, επειδή ο ίδιος θεωρούσε δάσκαλό του τον Μέγα Αθανάσιο. Κρίνουμε ότι έλεγε τούτο επειδή τον είχε απλώς πρότυπο και έμαθε από αυτόν πολλά για το Τριαδικό Δόγμα. Ο Ν. Τωμαδάκης, αξιολογώντας την όλη προσωπικότητα του Φωτίου κρίνει ότι ξεπερνούσε όλους τους συγχρόνους του και ήταν εφάμιλλος των παλαιών σοφών. Στο πρόσωπό του συνέτρεχε η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι’ ον και βίβλος έπ’ αυτόν έρρει πάσα (PG 105, 504), φράση που όποιο και αν είναι το νόημά της δηλώνει την κατοχή από τον Φώτιο κυριολεκτικά ή μεταφορικά κατά σχήμα υπερβολής βεβαίως όλων των βιβλίων της Εποχής του.
Κατά τον Κωνσταντίνο Καλλίνικο και τον Dvornik κ. α. το 842 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) πεθαίνοντας ορίζει τον Φώτιο επίτροπο του ανηλίκου υιού του Μιχαήλ Γ’ (842-867) και Κυβερνήτη του Κράτους μαζί με τον Πατρίκιο Βάρδα και το Λογοθέτη Θεόκτιστο. Το 855-856 ο Φώτιος διατελεί πρέσβυς του Βυζαντίου στη Βαγδάτη. Πρόκειται για σημαντική αναγνώριση της αξίας και του ταλέντου του. Ακόμη απόκτησε αυλικά αξιώματα επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867), τα οποία του απονέμονταν λόγω της αξίας του χωρίς να τα επιζητεί. Εκτός των άλλων έγινε πρωτοσπαθάριος (= αυλικός της φρουράς) και πρωτοασηκρήτις (διπλωματικός υπάλληλος). Ήταν σπουδαίος δάσκαλος με σπουδαίους μαθητές, όπως τον Αρέθα Καισαρείας, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό (886-912) κ.α. Ίσως δίδαξε και στην ανασυσταθείσα από τον Βάρδα Μαγναύρα Σχολή. Στο σπίτι του πάντως περιστοιχιζόμενος από μαθητές διαφόρων επιστημών η θεοσέβεια είχε πάντοτε κυρίαρχη θέση. Παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητές του κυρίως στο Παλάτι η φιλομάθειά του τον οδήγησε στην μελέτη και συγγραφή. Το πλουσιότατο έργο του, τεράστιο ποσοτικώς και πολύ υψηλού επιπέδου ποιοτικώς, τον ανέδειξε μοναδική φυσιογνωμία των γραμμάτων της εποχής του. Πολλοί επιφανείς επιστήμονες, όχι μόνο ορθόδοξοι, αλλά και ετερόδοξοι έχουν μιλήσει με πολύ μεγάλο θαυμασμό για το συγγραφικό του έργο: Fabricius, Hoeschelius, Fontani, Oudini, Cave, Du Pin, Hergenroeder, Dvornik, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κωνσταντίνος Οίκονόμος ο εξ Οικονόμων, N. Τωμαδάκης, Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος Φούγιας και όλοι οι νεότεροι έλληνες Ιστορικοί, Πατρολόγοι. Κανονολόγοι κ.α., αλλά και όσοι μίλησαν σ’ αυτή την αίθουσα κατά την καθιερωμένη στις 6 Φεβρουαρίου εορτή του έχουν εξάρει πολλές πτυχές του έργου του, ή ασχολήθηκαν με ειδικότερα προβλήματα ή θέματα αυτού. Το έργο του αποτέλεσε και αποτελεί αστέρευτη πηγή για την επιστημονική θεώρηση πλήθους θεμάτων. Αρκεί να αναφερθεί ότι σε πρόσφατη βιβλιογραφία του Πρωτοπρ. Γεωργίου Δράγα στην γνωστή Ελληνική Πατρολογία του Migne που επανεκδίδεται στην Ελλάδα από το Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων (Επιμέλεια Πρωτ. ιερέως Ιωάννου Διότη) ο ενδιαφερόμενος μπορεί σε 115 σελίδες (ρκγ’-σλζ’) να βρει πλουσιότατη βιβλιογραφία περί του Φωτίου και των έργων του, που περιλαμβάνει τίτλους μέχρι το 1990 και όχι όλους. Πριν γίνει Πατριάρχης είχε συντάξει το ήδη αναφερθέν Λεξικό του Λέξεων Συναγωγή, στην οποία συγκεντρώνει λέξεις δυσεύρετων ή απολεσθέντων Λεξικών. Πρόκειται για σπουδαία λεξικογραφική εργασία. Το περίφημο έργο του Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος το άρχισε πριν από την άνοδο του στον Πατριαρχικό Θρόνο (858), οπότε και τη διέκοψε. Είναι καθρέπτης των αξιολογουμένων από αυτόν και τους μαθητές του συγγραμμάτων από την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Πολλά από αυτά τα γνωρίζουμε μόνο από τον Φώτιο, ο οποίος γράφει στη μικρογράμματη γραφή, ενώ αυτά ως γραμμένα στην μεγαλογράμματη που αντικαταστάθηκε, έπαυσαν να είναι προσιτά στους πολλούς και χάθηκαν. Αυτόν τον πράγματι σπουδαίο άνδρα έκρινε η Εκκλησία, όπως είχε δικαίωμα, να αναβιβάσει στον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, απόφαση για την οποία ουδεμία ευθύνη φέρει ο άγιος Φώτιος. Ειδικότερα:
19. Το Νοέμβριο του 858 η Σύνοδος της Κων/πολεως χωρίς να ρωτήσει τον Φώτιο και παρά την ρητή αντίθεσή του, τις αρνήσεις και τα κλάματά του, ως μόνη αρμοδία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εκ της αντικανονικής και αυθαίρετης εκθρονίσεως του Πατριάρχη Ιγνατίου από τον Βάρδα, τα σχίσματα, τις έριδες, τις διαιρέσεις και τα λοιπά κακά που προκάλεσε αυτή η εκθρόνιση, έκρινε τον Φώτιο ως τον μόνο κατάλληλο για τον Πατριαρχικό Θρόνο. Έτσι στις 25 Δεκεμβρίου του 858 έγινε η χειροτονία του σε Πατριάρχη. Συγκεκριμένα μέσα σε πέντε μέρες από λαϊκός έγινε μοναχός, υποδιάκονος, διάκονος πρεσβύτερος και Πατριάρχης. Χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Συρακουσών Γρηγόριο Ασβεστά.
20. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθησαν όπως πίστευε η Σύνοδος. Τον Ιανουάριο η Φεβρουάριο του 859 η Σύνοδος Ιγνατιανών στην Κωνσταντινούπολη όχι μόνο δεν αναγνώρισε τον Φώτιο, αλλά και τον καθαίρεσε. Έτσι στην πράξη δημιουργείται στην Κωνσταντινούπολη εσωτερικό σχίσμα. Οι Ιγνατιανοί απευθύνθηκαν στον Πάπα Νικόλαο Α’ (858-867) και θέλησαν να τον προσεταιρισθούν. Αυτό αποτελούσε αντικανονική ενέργεια, διότι έπρεπε προηγουμένως να αποταθούν στη Σύνοδο να εκθέσουν τις κατά του Φωτίου κατηγορίες τους και εκείνη να αποφασίσει αν ο Φώτιος είχε διαπράξει πράξη άξια καθαιρέσεως. Η πρόσκληση του Πάπα για ανάμειξη στα εσωτερικά της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και η καθαίρεση του Φωτίου από το αναρμόδιο όργανο τους, προκάλεσε την καθαίρεση του Ιγνατίου από Σύνοδο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως του 859, επειδή κρίθηκε υπαίτιος αυτών των αντικανονικοτήτων. Τον Αύγουστο του αυτού έτους 859 ο Ιγνάτιος εξορίζεται στην Μυτιλήνη.
21. Το 860 ο Φώτιος αποστέλλει ενθρονιστήρια επιστολή προς τον Πάπα και τους Πατριάρχες. Σώθηκε η προς τον Αντιοχείας. Σ’ αυτήν ο Φώτιος αναγγέλλει επίσημα στους λοιπούς τέσσαρες Πατριάρχες (Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) την εκλογή του και τους λόγους που η Σύνοδος προχώρησε στην επιλογή του.
22. Το 861 ο Πάπας Νικόλαος Α’ θεώρησε ότι αυτή η χειροτονία του Φωτίου ήταν αντικανονική επειδή έγινε αθρόον . Εδώ ο Πάπας αποφάσισε αντικανονικά, διότι ενώ μπορούσε να χαρακτηρίσει in abstraco, δηλαδή γενικά και αφηρημένα μία οποιαδήποτε αθρόον χειροτονία ως αντικανονική, δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει in concreto, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν ήταν ως κατ’ οικονομία πράξη ανεκτή. Ο Πάπας λησμόνησε ότι συχνά μία κατ’ αρχήν και in abstraco πράξη μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση και in concreto να μην είναι αντικανονική για λόγους εκκλησιαστικής οικονομίας. Έτσι για παράδειγμα οποίος δεν τηρεί τις νηστείες τιμωρείται σύμφωνα με τον 69 Αποστολικό Κανόνα, εκτός, ει μη δι’ ασθένειαν σωματικήν εμπποδίζοιτο. Εδώ τι βλέπουμε, ο ίδιος κανόνας ο Αποστολικός 69, ο οποίος τιμωρεί τη μη τήρηση της νηστείας γενικώς, δεν την τιμωρεί στην ειδική περίπτωση ασθενούς, που η ασθένεια του επιβάλλει άλλο διαιτολόγιο. Το ίδιο συμβαίνει για να πούμε ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα και στην περίπτωση εισαγωγής κτήνους σε ιερό ναό. Κατά τον ΣΤ’ 88 Κανόνα οποίος εισάγει κτήνος σε ιερό ναό καθαιρείται, αν είναι κληρικός, ή αφορίζεται αν είναι λαϊκός. Παρ’ όλα αυτά ο αυτός ΣΤ’ 88 Κανόνας επιτρέπει κατ’ εξαίρεση και κατ’ οικονομία στον οδοιπόρο, που βρίσκεται στην έρημο και δεν υπάρχει τόπος να καταλύσει, εκτός από ένα ναό στην έρημο, να βάλει το υποζύγιο του στο ερημοκκλήσι για να μην κινδυνέψει το ζώο να χάσει τη ζωή του αν μείνει έξω και απροστάτευτο, και για να μην κινδυνεύσει η ζωή του οδοιπόρου, από ενδεχόμενο θάνατο του υποζυγίου. Από αυτά συνάγεται ότι όπως ρητά διδάσκει και ο 1ος Ιερός Κανόνας του Μ. Αθανασίου ότι μία και η αυτή πράξη άλλοτε απαγορεύεται και άλλοτε επιτρέπεται και συγχωρείται: ώστε το αυτό κατά τι μεν, και κατά καιρόν, ουκ έξεστι κατά τι δε, και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται. Η εκκλησιαστική όμως οικονομία ασκείται μόνο από τα κατά τόπο αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, διότι μόνο αυτά γνωρίζουν αν σε συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν λόγοι εφαρμογής εκκλησιαστικής οικονομίας. Στην συγκεκριμένη λοιπόν, περίπτωση της χειροτονίας του Φωτίου αθρόον μόνον η Σύνοδος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ήταν αρμοδία να κρίνει αν συνέτρεχαν λόγοι εκκλησιαστικής οικονομίας. Έκρινε ότι συνέτρεχαν για το καλό της Εκκλησίας και χειροτόνησε αθρόον τον Φώτιο, επαναλαμβάνοντας μία πρακτική που και άλλοτε είχε εφαρμοστεί στην Εκκλησία. Συνεπώς από πλευράς διαδικασίας ενέργησε σύμφωνα με τους Κανόνες. Ο Πάπας Νικόλαος βέβαια είχε δικαίωμα να θεωρεί ότι αυτή η χειροτονία ήταν κατ’ αρχήν αντικανονική. Την αντικανονικότητα όμως αυτή δεν μπορούσε ούτε είχε από τους Ιερούς Κανόνες κανένα δικαίωμα να την καταδικάσει μονομερώς, σαν να ήταν αυτός αυτοκράτορας ή κριτής όλης της Οίκουμένης. Καταδικάζοντας λοιπόν, μονομερώς τη χειροτονία του Φωτίου και τον ίδιο τον Φώτιο, αυθαιρέτησε και ενέργησε αντικανονικά, γιατί παραθεώρησε τους Ιερούς Κανόνες και άντ’ αυτών εφάρμοσε δικής του επινοήσεως δίκαιο, περιφρονώντας πλήρως τους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής και τον Συνοδικό θεσμό. Με αυτήν την απόφασή του ακόμη ο Πάπας Νικόλαος αναμείχτηκε αντικανονικά στα εσωτερικά ζητήματα ξένης Εκκλησίας, ασκώντας στην πράξη πρωτείο εξουσίας και πάλι αντικανονικά. Είναι γνωστό ότι ο Πάπας Νικόλαος θεωρούσε τον εαυτόν του αυτοκράτορα όλου του κόσμου: Nicolaus totius mundi Imperator(em) se fecit. Όμως από τους Ιερούς Κανόνες, όπως αναφέραμε διεξοδικά πιο πάνω δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Τις θέσεις του αυτές κοινοποίησε ο Πάπας Νικόλαος Α’ στον Φώτιο.
23. Κατά τον Τωμαδάκη η επέμβαση του Πάπα στα πράγματα της Ανατολής δεν δύναται να ερμηνευθή ούτε εκ του νομοκανονικού του ζήλου ούτε εξ ενδιαφέροντος προς τους Ιγνατιανούς. Οξύνους και φιλόδοξος αντιλήφθη την λαμπράν ευκαιρίαν να λύση υπέρ της Δυτικής Εκκλησίας δύο θέματα: Το της Σικελίας και Καλαβρίας και του Ιλλυρικού. Οι μεγάλες αυτές επαρχίες υπάγονταν στον Κωνσταντινουπόλεως.
24. Το 861 ο Φώτιος αντιδρά. Κατ’ αρχήν στην γνωστή ως Πρωτοδευτέρα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, που έγινε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων, τον Απρίλιο-Αύγουστο του 861 καθαιρεί με παρουσία των Ρωμαιοκαθολικών Λεγάτων τον Ιγνάτιο, ο οποίος κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων είχε ζητήσει από τον Πάπα Νικόλαο να δικάσει την υπόθεσή του κατ’ έκκλητο: Ο Πάπας Νικόλαος θεωρώντας ότι είχε δικαίωμα εκκλήτου super omnem terram, super omnem ecclesiam δίκασε την υπόθεση και δικαίωσε τον Ιγνάτιο. Η αξίωση του παπικού θεσμού να δικάζει κατ’ έκκλητο τους αρχιερείς όλων των Εκκλησιών είχε για πρώτη φορά προβληθεί το 419 στη Σύνοδο της Καρθαγένης με την περίπτωση της κρίσεως του Απιαρίου. Τότε οι παπικοί νόθευσαν τους Ιερούς Κανόνες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ισχυρισθέντες ότι αυτό το δικαίωμα το αντλούσαν από αυτούς τους Ιερούς Κανόνες. Όμως η Σύνοδος της Καρθαγένης αντιλήφτηκε την άπατη, διέκοψε τις εργασίες της και απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη και στα Πατριαρχεία της Ανατολής να φέρουν τα αυθεντικά κείμενα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου πράγμα που έγινε και έτσι αποκαλύφθηκε πλήρως η άπατη και η πλαστογραφία των παπικών. Τώρα επιχειρείται και πάλι η προώθηση του Παπικού Πρωτείου εξουσίας με επιχειρήματα ανάλογα με αυτά της Ψευδοκωνσταντίνειας Δωρεάς και των Ψευδοϊσιδωρείων Διατάξεων, τις οποίες προαναφέραμε. Κατά σύντομη σχετική παρατήρηση του Ν. Τωμαδάκη: Τούτο ήτο η επί τη βάσει ψευδών και πλαστών ντοκουμέντων προβολή του Πρωτείου, η οποία θα κατέλυε την αυτοδιοίκησιν των Ανατολικών Εκκλησιών (την συνήθως λεγομένην δημοκρατικήν βάσιν αυτών) και θα παρείχεν ρυθμίσεις των κατά την Ανατολήν (και πολιτικώς) αναλόγως των εκάστοτε συμφερόντων της Δύσεως. Τούτο όμως ουδεμία των Εκκλησιών της Ανατολής θα αναγνώριζε. Γι’ αυτό και ο Πάπας προώθησε τις θέσεις του αντικανονικώς μέσω των Ιγνατιανών.
25. Κατόπιν των ανωτέρω ο Πάπας Νικόλαος σε Σύνοδο της Ρώμης του 863 κάνει δεκτό το έκκλητο του Ιγνατίου και τον αθωώνει, ενώ καταδικάζει και καθαιρεί τον Φώτιο και τους παπικούς εκπροσώπους που είχαν λάβει μέρος στην Πρωτοδευτέρα Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως του 861, η οποία είχε καθαιρέσει τον Ιγνάτιο. Η παρά τους Ιερούς Κανόνες ανάμειξη του Πάπα στα έσωτερικά άλλης Εκκλησίας είχε ξεπεράσει κάθε μέτρο.
26. Το πρόβλημα της Εκκλησίας της Βουλγαρίας: Το 864 οι Βυζαντινοί κατανικούν τους Φράγκους στην Μοραβία και η ειδωλολατρική Βουλγαρία περιέρχεται στην εξουσία του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο με συντονισμένες ενέργειες Εκκλησίας και Πολιτείας διαδίδει τον χριστιανισμό στους Βούλγαρους και δημιουργεί την πρώτη Βουλγαρική Εκκλησία υπαγόμενη στον Κωνσταντινουπόλεως. Ήδη το ίδιο έτος 864 ο βασιλιάς των Βουλγάρων Βόρρις γίνεται χριστιανός, βαπτίζεται και λαμβάνει το όνομα Μιχαήλ με ανάδοχο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ (842-867). Οι περισσότεροι Βούλγαροι, γνώρισαν τον χριστιανισμό μέσω του ιεραποστολικού έργου των εκ Θεσσαλονίκης αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, που μέχρι και σήμερα εορτάζονται στην Βουλγαρία ως οι θεμελιωτές της Βουλγαρικής Παιδείας. Όπως ήταν φυσικό οι πρώτοι χριστιανοί Βούλγαροι ήταν φιλικά διατεθειμένοι προς το Βυζάντιο και βεβαίως και προς τον Φώτιο που είχε στείλει στη Βουλγαρία τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο.
27. Ο Πάπας Νικόλαος, παραβιάζοντας και πάλι τους Ιερούς Κανόνες θέλησε να υπαγάγει την Βουλγαρία στη δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Για να πετύχει το σκοπό του επιχείρησε να εισαγάγει στην Βουλγαρία τα λατρευτικά έθιμα και τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Μεταξύ άλλων θέλησε να εισαγάγει την αναγκαστική αγαμία του κλήρου, την νηστεία των Σαββάτων το χρίσμα από τον επίσκοπο, τα άζυμα κ.λπ. Αξιολογώντας όλα αυτά ο Ν. Τωμαδάκης κρίνει ότι για να πετύχει αυτό το στόχο και την επεκτατική πολιτική του σκόπιμα προκάλεσε πρόβλημα και ταραχή στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για να την αποδυναμώσει. Συμφωνώντας με αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Πάπας Νικόλαος είχε σαν σύμβουλο του τον περίφημο Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο, που μισούσε τους Έλληνες και τους χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι αυτός που μετέφρασε πολλά κείμενα ελληνικά στη λατινική γλώσσα με νοθεύσεις, παραλείψεις και αλλοιώσεις ώστε να εξυπηρετούν τις παπικές αξιώσεις. Έχουμε επισημάνει τέτοιες νοθείες και αλλοιώσεις ακόμη και στα Πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αυτός αποτέλεσε τον θεωρητικό στυλοβάτη του Σχίσματος του 867. Με αυτόν σύμβουλο του ο Πάπας Νικόλαος, που ήταν άπειρος αφού είχε ανέλθει στον παπικό θρόνο το 858 θεώρησε αντικανονική τη χειροτονία του Φωτίου και για το αθρόον αυτής και διότι έγινε από τον Γρηγόριο Ασβεστά, που βρισκόταν σε αντίθεση με τον Πάπα για το θέμα της δικαιοδοσίας της Καλαβρίας και Σικελίας που διεκδικούσε ο Πάπας.
28. Ο Φώτιος απαντώντας στην καταδικαστική γι’ αυτόν επιστολή του Πάπα Νικολάου περνά στην αντεπίθεση και ανοικτά πλέον τον κατηγορεί για επέμβαση στα πράγματα ξένης Εκκλησίας κατά αντικανονικό τρόπο. Τόνισε την ενότητα του δόγματος και την ενότητα της Εκκλησίας παρά τα επί μέρους τοπικά έθιμα και διατύπωσε τη θέση ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε προχωρήσει σε έθιμα, ρυθμίσεις και καινοτομίες παρά τους Ιερούς Κανόνες. Τις καινοτομίες αυτές περιέγραψε λεπτομερέστερα στις επιστολές του προς τους Πατριάρχες της Ανατολής, από τις οποίες σώθηκε αυτή που απεύθυνε στον Αλεξανδρείας.
29. FILIOQUE: Από τις καινοτομίες που θέλησε ο Πάπας να εισαγάγει στην Εκκλησία της Βουλγαρίας η σπουδαιότερη ήταν το Filioque, γιατί είναι καινοτομία δογματική, που παραχαράσσει το δόγμα της Αγίας Τριάδος και συνιστά αίρεση, επειδή εισάγει τη δυαρχία στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Ότι πρόκειται για πραγματική καινοτομία αποδεικνύεται πλήρως από το γεγονός ότι στο γνωστό Σύμβολο Πίστεως Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, που είναι έργο της Α’ και Β’ Οικουμενικής Συνόδου ομολογείται πίστη και ‘εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υίώ συμππροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών’. Αυτή η ομολογία πίστεως επικυρώθηκε και επαναλήφθηκε από όλες τις μεταγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους μέχρι και της Z’ Οικουμενικής Συνόδου που είναι γνωστή ως εν Νίκαια Σύνοδος, στην πραγματικότητα όμως και κατ’ ακρίβεια πρέπει να λέγεται Σύνοδος Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως διότι όλες οι Συνεδρίες της έγιναν στη Νίκαια της Βιθυνίας, εκτός από την τελευταία και σημαντικότερη που έγινε στην Κωνσταντινούπολη ενώπιων των αυτοκρατόρων, στην οποία θεσπίσθηκαν και οι 22 Ιεροί Κανόνες της Συνόδου και επικυρώθηκε από τους αυτοκράτορες και το όλο έργο της. Πουθενά στα Πρακτικά ή στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, ακόμη και αυτών που ρητά επιδέχθηκαν οι Πάπες ή δεν αμφισβήτησαν ποτέ δεν υπάρχει το filioque ούτε σαν όρος ούτε σαν διδασκαλία, ούτε προβλήθηκε ποτέ ούτε άναφέρθηκε από τους παπικούς εκπροσώπους που έλαβαν μέρος στις Οικουμενικές Συνόδους, στις οποίες κατ’ επανάληψη αναγνώστηκε ή αναφέρθηκε το Σύμβολο Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως και άλλα Σύμβολα Πίστεως και σε κανένα από αυτά δεν υπήρχε η δογματική καινοτομία του Filioque.
Η μονομερής λοιπόν προβολή του από την Εκκλησία της Ρώμης αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της διαδικασίας ορισμού ενός δόγματος, που δεν γίνεται από μία μόνο Εκκλησία μονομερώς, αλλά από Οικουμενική Σύνοδο. Η αξίωση μονομερούς καθορισμού και επιβολής αυτού του δόγματος από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και των άλλων Εκκλησιών αποτέλεσε σαφέστατη εκδήλωση του παπικού αλάθητου που επρόκειτο να αναχθεί σε δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Α’ Σύνοδο του Βατικανού το 1870, δηλαδή σχεδόν 19 αιώνες από της Ενανθρωπίσεως του Ιησού Χριστού, του Ιδρυτού της Εκκλησίας και της δογματικής διδασκαλίας αυτής. Οι αλήθειες της πίστεως μας είναι διδασκαλίες Χριστού. Η Εκκλησία απλώς τις επισημαίνει, τις ερμηνεύει και τις προβάλλει, αλλά και αυτό δεν γίνεται από έναν άνθρωπο, έστω και Πάπα, αλλά από όλη την Εκκλησία δια του μόνου αλάθητου οργάνου αυτής που είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Το λεγόμενο συχνά από ορισμένους ότι η τάδε Οικουμενική Σύνοδος θέσπισε το α’ ή το β’ δόγμα είναι λάθος. Δεν θεσπίζει αλήθειες πίστεως η Οικουμενική Σύνοδος. Αυτές τις θέσπισε άπαξ δια παντός ο Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία απλώς διατρανώνει τα δόγματα του Ιησού Χριστού, όταν αυτά αμφισβητούνται ή λησμονούνται.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ομοουσίου, του δόγματος δηλαδή κατά το οποίο Πατήρ Υιός και Άγιο Πνεύμα έχουν μία και την αυτή ουσία. Πολλοί λέγουν και γράφουν ότι το δόγμα αυτό το θέσπισε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Πρόκειται για σοβαρό λάθος. Το δόγμα αυτό δεν το θέσπισε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Κατά την αυθεντική μαρτυρία του 1ου Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου το Ομοούσιο προϋπήρχε της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Όμως ο Άρειος και οι οπαδοί του δεν μπορούσαν να το δουν από δική τους αδυναμία. Γι’ αυτούς ήταν σαν να υπήρχε κρυμμένο υπό τον μόδιο. Σαν φως κρυμμένο κάτω από ανεστραμμένο κουβά. Οι 318 Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου το μόνο που έκαναν ήταν να αφαιρέσουν τον μόδιο και τότε έλαμψε σε όλους το φως του Ομοουσίου. Δεν το δημιούργησαν λοιπόν αυτοί το Ομοούσιο, αλλά το αποκάλυψαν σε όσους δεν το έβλεπαν και το διατράνωσαν. Και πάλι όμως σε Οικουμενική Σύνοδο.
Είναι γνωστό ότι σε μεταγενέστερες συζητήσεις και μέχρι σήμερα εγέρθηκε το θεολογικό ζήτημα αν το Filioque συνιστά ή όχι αίρεση διότι από πλευράς γραμματικής το filio στην φράση ex patre filioque είναι με βεβαιότητα πτώση Αφαιρετική που συντακτικώς εκτός από την πηγή εκπορεύσεως θα μπορούσε να σημαίνει και το μέσο δια του οποίου εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή θα μπορούσε να σημαίνει ότι δηλώνει την δια του Υιού και όχι την εκ του Υιού εκπόρευση. Λόγοι γραμματικοί, συντακτικοί, ιστορικοί, πρακτικής χρήσεως κ.λπ. του filioque, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν προβληθεί κατ’ επανάληψη και σε όλους τους τόνους οδηγούν τον αντικειμενικό ερευνητή να δεχθεί ότι πρόκειται σαφώς για νέο δόγμα για δογματική καινοτομία και αλλοίωση του ορθοδόξου δόγματος. Δεν είναι του παρόντος να επαναλάβω εδώ τις σχετικές θέσεις που πολλοί και επιφανείς επιστήμονες έχουν διατυπώσει πριν από μας αποδεικνύοντας επαρκώς φρονούμε, ότι είναι νέο και εσφαλμένο δόγμα. Εμείς εδώ οφείλουμε από την πλευρά της ειδικότητας μας να τονίσουμε την ακόλουθη σημαντική πραγματικότητα. Το Filioque ακόμη και αν δεν είναι αίρεση είναι ένα δογματικό θεολογούμενο. Τούτο κανένας δεν μπορεί να το αρνηθεί, αφού τέσσερα από τα πέντε παλαιά Πατριαρχεία της Πενταρχίας το αντιμετωπίζουν σαν αίρεση. Η Ρώμη δεν το θεώρησε και δεν το θεωρεί αίρεση. Τι έπρεπε λοιπόν να γίνει; Η μόνη ορθή αντιμετώπιση του θέματος μπορούσε και έπρεπε να γίνει από Οικουμενική Σύνοδο. Τούτο όμως δεν το θέλησε η Ρωμαιοκαθολική ‘Εκκλησία. Γιατί άραγε; Τι είχε να φοβηθεί; Τα ερωτήματα αυτά μία μόνο επιδέχονται απάντηση. Αν γινόταν Οικουμενική Σύνοδος για το Filioque η Ρωμαιοκαθολική ‘Εκκλησία θα ήταν αναγκασμένη ή να δεχθεί ότι δεν πρόκειται για νέο δόγμα και να ερμηνεύσει αυτό ότι σημαίνει την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός δια του Υιού, που είναι και η Ορθόδοξη διδασκαλία και θα καθιστούσε περιττή την προσθήκη του στο Σύμβολο της Πίστεως. Από μία τέτοια λύση δεν θα εμειόνετο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ούτε θα εκατηγορείτο ότι εισήγαγε καινοτομία και νέο εσφαλμένο δόγμα πίστεως. Αν πάλι υποστήριζε σε μία Οικουμενική Σύνοδο ότι είναι δόγμα σωστό, θα αντιμετώπιζε την μεγάλη κανονική και δογματική παράδοση της Εκκλησίας που επί αιώνες δεν δίδαξε τέτοιο δόγμα, αλλά μόνο την εκ του Πατρός εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό ένα τέτοιο νέο δόγμα δεν θα γινόταν δεκτό από Οικουμενική Σύνοδο με κίνδυνο αν ο Πάπας επέμεινε θα απεκόπτετο από την Εκκλησία ως αιρετικός. Έτσι προτίμησε να αποσιωπήσει το θέμα και να μεταθέσει αλλού το βάρος της διαφοράς του με την Ανατολική ‘Εκκλησία για να επιρρίψει την ευθύνη του Σχίσματος στον Φώτιο, αργότερα στον Μιχαήλ Κηρουλάριο και γενικότερα στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, ενώ στην πραγματικότητα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαφοροποίησε το δίκαιο της από το δίκαιο των Ιερών Κανόνων και αντί επιλύσεως του προβλήματος από Οικουμενική Σύνοδο με συμμετοχή όλων των Εκκλησιών ο Πάπας προτίμησε να εμφανίσει τον εαυτόν του σαν τον μόνο έχοντα αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί δογματικών θεμάτων, ξεχνώντας εντελώς ότι στα τέλη του 7ου αιώνα η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος είχε καταδικάσει ως αιρετικούς ένα Πάπα, τέσσερις Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ένα της Αλεξανδρείας και τον παριστάμενο στη Σύνοδο αυτή Πατριάρχη Αντιοχείας Μακάριο, περί των οποίων προαναφέραμε τα δέοντα. Τις καταδίκες αυτές επανέλαβε και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος με τον Πρώτο Κανόνα αυτής. Συνεπώς, η καταδίκη και του Πάπα Νικολάου με βάση τους Ιερούς Κανόνες της μίας, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας των Οικουμενικών Συνόδων διεγράφετο ως βεβαία αν υποστήριζε το Filioque με την αιρετική σημασία του. Και στο σημείο λοιπόν αυτό, ο Πάπας Νικόλαος παραβίασε την διαδικασία που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Το ότι επρόκειτο για μία και μόνο λέξη, αυτό δεν είχε σημασία, δεδομένου ότι αιρετικός γουν έστι και ο μικρόν εκκλίνων του ορθοδόξου δόγματος. Σημασία λοιπόν έχει ότι ο Πάπας με την μονομερή απόφασή του να καταδικάσει το Φώτιο δημιούργησε στην πράξη Σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης που δεν κοινωνούσε με τον Φώτιο και της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών Πατριαρχείων της Ανατολής που τον αναγνώριζαν.
30. Ο Φώτιος σε αντίθεση με τον Πάπα εφαρμόζει την κανονική διαδικασία. Όχι μόνο αρνείται την απόφαση του Πάπα ως άκυρη και μονομερή, αλλά για να αποφύγει και αυτός το αντικανονικό λάθος να τον κρίνει μόνος του με την Πατριαρχική του Σύνοδο εξαποστέλλει εγκύκλιο επιστολή προς τους Ανατολικούς Θρόνους, στην οποία κατηγορεί τον Πάπα Νικόλαο για διάφορες αντικανονικότητες που διέπραξε.
Μεταξύ άλλων ο Φώτιος κατηγορεί τον Πάπα Νικόλαο:
α) Για αντικανονική ανάμειξή του στα διοικητικά ζητήματα της Ανατολής, και την μονομερή απόφασή του να αθωώσει τον ‘Ιγνάτιο και να καθαιρέσει τον Φώτιο και τους παπικούς απεσταλμένους που μετείχαν στην Πρωτοδευτέρα Σύνοδο του 861.
β) Για αυθαίρετη επέμβαση στα πράγματα της Βουλγαρίας, η οποία είχε δεχθεί τον Χριστιανισμό από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με βάση τον Δ’ 28 έπρεπε να ανήκει στη δικαιοδοσία του. Και αυτή η πράξη του Πάπα Νικολάου αποτελεί αυτοτελή λόγο καθαιρέσεώς του.
γ) Για τις αντικανονικές καινοτομίες που εισήγαγε αντικανονικά στην ‘Εκκλησία της Βουλγαρίας. Ιδιαίτερα επικρίνει την εισαγωγή εις αυτήν της μη τηρήσεως της Νηστείας των Σαββάτων (παράβαση του ΣΤ 55), την αναγκαστική αγαμία του κλήρου (παράβαση των Κανόνων ΣΤ’613), την είσαγωγή, των άζύμων. Καθένα από αυτά άποτελεί αυτοτελή λόγο καθαιρέσεως και όλα μαζί πρόσθετο λόγο καθαιρέσεως διότι αποδεικνύουν απροκάλυπτη περιφρόνηση και μη τήρηση των Ιερών Κανόνων κατά σαφή παράβαση του ΣΤ’2 του Ζ’1 κ.α.
δ) Ο Φώτιος κατηγόρησε επίσης τον Νικόλαο γιατί οι παπικοί στην Βουλγαρία θεώρησαν άκυρη την τέλεση του μυστηρίου του Χρίσματος που είχαν τελέσει πρεσβύτεροι της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή θεωρούσε ότι το Χρίσμα ήταν άκυρο αν δεν γινόταν από επίσκοπο. Γι’ αυτό και επίσκοποι του Πάπα κάνοντας εισπήδηση στην Εκκλησία της Βουλγαρίας έκαναν αναμυρισμό εκείνων που είχαν λάβει το Χρίσμα κατά τον Ορθόδοξο τρόπο και από Ορθοδόξους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
ε) Για την δογματική καινοτομία του Filioque, περί της οποίας αναφέραμε τα δέοντα πιο πάνω.
31. Όλα αυτά ως αντικανονικές επεμβάσεις στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως παρείχαν το δικαίωμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη να καθαιρέσει και μονομερώς με την Πατριαρχική του Σύνοδο τον Πάπα Νικόλαο ως εισπηδήσαντα στην Επαρχία του. Όμως ό Φώτιος για μία ακόμη φορά κάλεσε και τους λοιπούς Πατριάρχες σε Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και αυτή η Σύνοδος καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο. Έτσι το Σχίσμα που μονομερώς τέλεσε ο Πάπας Νικόλαος επισημοποιήθηκε και από πλευράς των Πατριαρχείων της Ανατολής, που όλοι μαζί καθαίρεσαν κατά το 867 ως παραβάτη πολλών Ιερών Κανόνων και ως αιρετικό τον Πάπα Νικόλαο, ο οποίος το ίδιο έτος έχασε την Βουλγαρία και απέθανε.
32. Η συνέχεια σύντομα έχει ως ακολούθως: Νέος Πάπας από το 867-872 είναι ο Πάπας Αδριανός, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως Πάπας της διαιρέσεως διότι δεν έκανε τίποτε προς αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Οι εσωτερικές όμως εκκλησιαστικές διαμάχες στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως συνεχίστηκαν. Αυτή τη φορά ήρθε η σειρά του Φωτίου να εκθρονιστεί. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 867 στο Θρόνο ανέρχεται ο Βασίλειος ο Μακεδών (867-886). Στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο Φώτιος εκθρονίζεται και στον Πατριαρχικό Θρόνο αποκαθίσταται ο Ιγνάτιος. Δύο έτη αργότερα οι Ιγνατιανοί σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (5/10/869 – 28/2 ή 30/3/870) καθαιρούν τον Φώτιο με παρουσία παπικών Λεγάτων και αποκαθιστά τον Πάπα Νικόλαο. Έτσι λήγει προσωρινά το Σχίσμα με Σύνοδο της Ανατολής. Ο Φώτιος δεν αντιδρά. Για μία ακόμη φορά, αν και αδικηθείς σέβεται την κανονική διαδικασία, αντιληφθείς και τους πολιτικούς λόγους που επέβαλαν την καθαίρεσή του. Επρόκειτο για πράξη διπλωματικής ανάγκης του Βυζαντίου για να αποδυναμώσει το Λουδοβίκο που είχε ανακηρυχτεί αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού Κράτους, για να μην έχει την υποστήριξη του Πάπα.
Ο Φώτιος εξορίζεται μέχρι το 783, όποτε αφού τον είχε αναγνωρίσει ο νέος Πάπας Ιωάννης H’ (872882) ανακαλείται στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος αναδεικνύεται και πάλι άνδρας άξιος των περιστάσεων. Μη θέλοντας να δημιουργήσει προβλήματα στην Εκκλησία και την πολιτεία αναγνωρίζει τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ταπεινοφροσύνη, που στη συνέχεια αναγνωρίστηκε και αμείφτηκε. Πράγματι, στις 23 Οκτωβρίου του 877 ο Ιγνάτιος άποθνήσκει. Στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ό Φώτιος άποκαθίσταται στο Θρόνο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πάπας Ιωάννης στέκεται και αυτός στο ύψος των περιστάσεων. Σε Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879, στην οποία μετείχαν και εκπρόσωποι του και την οποία αναγνώρισε και ο Πάπας και όλα τα Πατριαρχεία και θεωρείται από τους Ορθοδόξους ως 8η Οικουμενική Σύνοδος ο Φώτιος αποκαθίσταται πλήρως. Ο Πάπας μάλιστα Ιωάννης αναγνώρισε ότι και η πρώτη εκλογή του Φωτίου ήταν έγκυρη και είχε γίνει μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής οικονομίας των Ιερών Κανόνων γι’ αυτό και απέστειλε στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 τρεις παπικούς αντιπροσώπους. Η Σύνοδος αποδέχτηκε την αναγνώριση της εγκυρότητας της πρώτης εκλογής του Φωτίου και του επέτρεψε να προεδρεύσει αυτής και όχι οι παριστάμενοι τρεις παπικοί αντιπρόσωποι. Ο Πρωτόθρονος των Αρχιερέων της Ανατολής Προκόπιος Καισαρείας και οι παπικοί αντιπρόσωποι είπαν λόγους αναγνωρίσεως για τον ιερό Φώτιο, ενώ ολόκληρη η Σύνοδος εβόησε ότι Θεός οικεί εν αυτώ ουδείς αγνοεί. Προχώρησε και σε άλλους χαρακτηρισμούς αγιότητας και εξυμνήσεως του Φωτίου. Αυτή ήταν και η τελική θέση της Εκκλησίας για τον Φώτιο, η δεύτερη πατριαρχία του οποίου ήταν λαμπρή, ομαλή και χωρίς προβλήματα. Η ενότητα της Εκκλησίας αποκαταστάθηκε, διότι ο Πάπας Ιωάννης δεν ήταν θιασώτης του Παπικού Πρωτείου, αλλά του συνοδικού θεσμού και της εφαρμογής του Δικαίου των Ιερών Κανόνων. Ο Φώτιος συνεπής στην κανονική παράδοση εξαίρει όσο κανείς άλλος στην εποχή του την άξια των Ιερών Κανόνων. Ο Νομοκάνων σε 14 Τίτλους, ανεξάρτητα από το πρόβλημα της πορείας της συγκροτήσεώς του φέρει την τελική σφραγίδα του Φωτίου, έγινε έργο κωδικοποιητικό του Κανονικού Δικαίου και έφερε τους Ιερούς Κανόνες μπροστά από κάθε παπική απόφαση. Τα πράγματα ησυχάζουν. Ο Φώτιος παραμένει στο Θρόνο μέχρι το 886, όποτε ανέρχεται στον αυτοκρατορικό Θρόνο ο Λέων ο ΣΤ’ ο Σοφός (886912), επί του οποίου ο γηραιός Φώτιος παραιτείται από τον Πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς τούτο να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα. Στις 6 Φεβρουαρίου του 897 ή του 898 σε βαθύ γήρας αποθνήσκει.
33. Ο σήμερα εορταζόμενος Φώτιος είναι άγιος της Εκκλησίας μας. Ήδη ενώ ζούσε χαρακτηρίστηκε ως άγιος μαζί με τον Ιγνάτιο από την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879, που θεωρείται από τους Ορθοδόξους ως 8η Οικουμενική Σύνοδος γιατί είναι η τελευταία Σύνοδος, στην οποία έλαβαν μέρος εκπρόσωποι από όλα τα Πατριαρχεία της Ανατολής και του Πάπα Ρώμης και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από όλους, συμπεριλαμβανομένου και του Πάπα μέχρι και του Μεγάλου και οριστικού Σχίσματος του 1054. Σύγχρονοι του Φωτίου, όπως ο Βασίλειος Θεσσαλονίκης και ο Αρέθας Καισαρείας θεωρούν τον Φώτιο άγιο. 22 χρόνια μετά το θάνατό του, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 920 αναγνωρίζει την αγιότητα του Ιγνατίου και του Φωτίου αποφανθείσα: Ιγνατίου και Φωτίου… των Ορθοδόξων Πατριαρχών αιωνία η μνήμη!.
Περί τα έτη 956-959 επί Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (912-959) αναθεωρήθηκε το μέχρι τότε σε χρήση Συναξάριον της Μεγάλης Εκκλησίας. Στο νέο αναθεωρημένο Συναξάριο αναγράφηκε πλέον και επισήμως η μνήμη του Φωτίου ως αγίου και ορίστηκαν τα της εορτής του. Έκτοτε εορτάζεται στην Εκκλησία μας ως άγιος. Η ακολουθία που σήμερα ψάλλεται κατά την εορτή του είναι έργο του 1848 και εκδόθηκε από τον Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνο Τυπάλδο. Νέα έκδοση δαπάνης του Νικολάου Βασιλάκη έγινε το 1903 στο Κάιρο με τίτλο: Ακολουθία του εν αγίοις Πατρός ημών και ισαποστόλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού. Συνερανισθείσα μεν εξ αρχαιοτέρων της Εκκλησίας ύμνων και συνταχθείσα υπό Κωνσταντίνου Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Τυπάλδου διατυπωθείσα δε εξ αρχαίας εκδόσεως δαπάνη Νικολάου Κ. Βασιλάκη, Εν Καΐρω 1903. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι το 1924 ο Καλλίνικος Κυζίκου στο έργο του Ο εν Αγίοις Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Α’, 1926, σελ. 194-404) έχει συγκεντρώσει πλήθος μαρτυριών περί της αγιότητας του Φωτίου από της εποχής του αγίου Πατέρα μέχρι τη Σύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας (1438/1439), στην οποία ο Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός διακήρυξε την υπέρ του Φωτίου και της αγιότητάς του Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879/880, χωρίς ο παριστάμενος Πάπας Ευγένιος (1431-1447) και ο επίσης παριστάμενος Καρδινάλιος Ιουλιανός να εκφράσουν την παραμικρή αντίρρηση ή διαφοροποίηση.
34. Κατόπιν των ανωτέρω βασίμως φρονούμε ότι μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αποκλειστικός αίτιος του Σχίσματος του 867, είναι ο παραμερισμός του Δικαίου του Χριστού και των Οικουμενικών Συνόδων και των Ιερών Κανόνων από τον Πάπα Νικόλαο. Οι πριν από αυτόν Πάπες από ενωρίς άρχισαν, όπως είδαμε και όπως άλλοι με πληρότητα έχουν αποδείξει, να διαφοροποιούνται προοδευτικά από το δίκαιο του ίδιου του Ιησού Χριστού, των Αποστόλων, της αρχαίας Εκκλησίας των Οικουμενικών Συνόδων και των Ιερών Κανόνων. Αντί αυτού του Δικαίου των Ιερών Κανόνων άρχισαν προοδευτικά να εφαρμόζουν στη Δύση διατάξεις δικές τους. Όμως κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων δεν μπόρεσαν να επιβάλουν το διαφοροποιούμενο δίκαιο τους, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν το πνεύμα του Παπικού Πρωτείου εξουσίας.
Αντίθετα, όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι με τις αποφάσεις τους, τον τρόπο λειτουργίας τους και τους Ιερούς Κανόνες που θέσπισαν ή επικύρωσαν δημιούργησαν ένα αξεπέραστο εμπόδιο για την επιβολή του Παπικού Πρωτείου και αλάθητου. Όσο οι Πάπες δεν παραμέριζαν τις Οικουμενικές Συνόδους Παπικό Πρωτείο δεν εφαρμοζόταν παρά τις κατά καιρούς διατυπωθείσες θεωρητικές κυρίως παπικές αξιώσεις περί του Πρωτείου Ρώμης. Γι’ αυτό και η ενότητα της Εκκλησίας αν και δοκιμαζόταν κατά καιρούς διατηρήθηκε μέχρι το 863 σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ιδιαίτερα οι Οικουμενικές Σύνοδοι Ε’, ΣΤ’, Πενθέκτη και Ζ’ οριστικοποίησαν πλήρως ότι ο Πάπας ήταν ένας από τους πέντε αρχαίους Πατριάρχες, που είχε απέναντι στους άλλους Πατριάρχες μόνο πρωτείο τιμής και ότι κατά τα λοιπά ήταν πρώτος μεταξύ ίσων (primus inter pares). Ο Πάπας Νικόλαος όμως καθώς ήταν φιλόδοξος και ανιστόρητος παραμέρισε τους Ιερούς Κανόνες. Επεμβαίνει στα εσωτερικά της Εκκλησίας και χωρίς τη συνεργασία ή τη συναπόφαση των άλλων Πατριαρχών ή Οικουμενικής Συνόδου, αποφασίζει μονομερώς αυτός ποιος θα είναι και ποιος όχι Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κρίνοντας ότι έχει δικαίωμα εκκλήτου επί όλων των αρχιερέων της Οικουμένης δικαιώνει τον εις αυτόν προσφυγόντα αντικανονικώς Ιγνάτιο και καταδικάζει τον Φώτιο. Με αυτή τη μονομερή αντικανονική του ενέργεια δημιουργεί στην πράξη αυτός το πρώτο Σχίσμα του έτους 863 μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών Πατριαρχείων της Ανατολής. Παράλληλα, ο αυτός Πάπας παραμερίζοντας και πάλι τους Ιερούς Κανόνες προβάλλει αξιώσεις στην Καλαβρία και Σικελία που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και στο Ανατολικό Ιλλυρικό. Κάνει επίσης εισπήδηση στην Βουλγαρία, όπου εισάγει την δογματική αίρεση του Filioque, τον αναμυρισμό των Βουλγάρων που είχαν δεχθεί το Χρίσμα από ιερείς του Κωνσταντινουπόλεως, την αναγκαστική αγαμία του κλήρου, τα άζυμα, την νηστεία των Σαββάτων και άλλες καινοτομίες. Έγινε σαφές ότι επιδίωξή του ήταν να επιβάλλει το Παπικό Πρωτείο εξουσίας και τις δικές του απόψεις μονομερώς και χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών Πατριαρχείων. Δίκαια λοιπόν και σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες τα Πατριαρχεία αντέδρασαν και εφαρμόζοντας την κανονική τάξη καταδίκασαν τον Πάπα Νικόλαο στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 867. Έτσι έγινε και επίσημα αυτό το Σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας με κύριο αίτιο κατά την γνώμη μας την από τον Πάπα καταπάτηση των Ιερών Κανόνων. Όλα τα άλλα που προβάλλονται σαν αίτια του Σχίσματος δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν το Σχίσμα, αν εφαρμοζόταν οι Ιεροί Κανόνες και η διαδικασία που προβλέπει ότι αν υπάρχουν διαφορές ή αντιλογίες μεταξύ των επισκόπων ή των εκκλησιών αυτές πρέπει να επιλύονται σε Οικουμενική Σύνοδο με βάση την δημοκρατική αρχή του Α’ κρατείτω η των πλειόνων ψήφος. Η Οικουμενική Σύνοδος ήταν η μόνη αρμόδια εφαρμόζοντας τους Ιερούς Κανόνες να αντιμετωπίσει και το Filioque και τον αναμυρισμό των Βουλγάρων που είχαν δεχθεί το Χρίσμα από ιερείς του Κωνσταντινουπόλεως και τις λοιπές καινοτομίες που αναφέραμε πιο πάνω, καθώς και κάθε τυχόν κατηγορία του Πάπα Νικολάου κατά του Φωτίου.
35. Το συμπέρασμά μας ότι αποκλειστικό και κύριο αίτιο του Σχίσματος του 867 ήταν ο παραμερισμός των Ιερών Κανόνων, και ότι το Filioque και οι λοιποί προβαλλόμενοι λόγοι του Σχίσματος ήταν κατά την γνώμη μας αφορμές του Σχίσματος, που αν δεν ήταν αυτές θα μπορούσαν να είναι άλλες, αποδεικνύεται πλήρως φρονούμε από τη συνέχεια. Πράγματι, ο Πάπας Ιωάννης επανερχόμενος στην κανονική τάξη έστειλε εκπροσώπους του στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879, στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα Πατριαρχεία. Συζήτησαν και αποφάσισαν με κανονικές διαδικασίες και δικαίωσαν τον Φώτιο. Έκριναν μάλιστα ότι η αρχική του εκλογή αθρόον ήταν κανονική γιατί είχε γίνει μέσα στα πλαίσια ασκήσεως εκκλησιαστικής Οικονομίας, όπως προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Ήρθησαν οι παρανοήσεις και αποκαταστάθηκαν και ο Πάπας Νικόλαος και ο Ιγνάτιος. Έτσι το Σχίσμα του 867, το οποίο λέγεται και Μικρό Σχίσμα, έληξε δώδεκα μόλις χρόνια αργότερα με υποδειγματική εφαρμογή των Ιερών Κανόνων από όλες τις Εκκλησίες συμπεριλαμβανομένης και της Εκκλησίας της Ρώμης. Πλήρης απόδειξη λοιπόν προκύπτει από αυτά ότι κάθε σχίσμα μόνο με εφαρμογή των Ιερών Κανόνων και των αρχών του Συνοδικού θεσμού μπορεί να αρθεί. Αντίθετα, ο παραμερισμός των Ιερών Κανόνων πάντοτε δημιουργεί προβλήματα και σχίσματα και διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας. Αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια περίτρανα.
Πράγματι, 187 χρόνια μετά το μικρό Σχίσμα και συγκεκριμένα το 1054 ένας άλλος Πάπας ο Πάπας Λέων ο Θ’ (1049-1054) εμφορούμενος και αυτός από το πνεύμα του πρωτείου εξουσίας παραμέρισε τους Ιερούς Κανόνες και μονομερώς και αντικανονικώς και με ιταμή συμπεριφορά του Καρδιναλίου Ουμβέρτου αφόρισε τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο με αποτέλεσμα την δημιουργία του Σχίσματος του 1054, που δεν θα μας απασχολήσει σήμερα. Λίγο αργότερα το 1140 εμφανίζεται το περίφημο Decretum Gratiani, το οποίο αποτελεί τη βάση του προοδευτικά σχηματισθέντος και με άλλα παπικά στοιχεία Δικαίου Corpus Ηuris Canonici, το οποίο περιέχει διατάξεις μακράν των Ιερών Κανόνων και εφαρμοζόταν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέχρι το 1917. Στο μεταξύ στη Σύνοδο του Βατικανού του 1870 θεσπίστηκε για πρώτη φορά από τους παπικούς το δόγμα ότι ο Πάπας υπό προϋποθέσεις αποφασίζει αλαθήτως, κάτι που αποτελεί πλήρη διαστροφή της περί του αλαθήτου Κανονικής Διδασκαλίας της αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας και των Ιερών Κανόνων. Το 1917 η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κωδικοποιεί το δίκαιο της και το κωδικοποιημένο δίκαιο περιέχει ο Codex Ηuris Canonici 1917, άρτιο νομοτεχνικά δημιούργημα, αλλά πολύ μακράν των Ιερών Κανόνων. Η Σύνοδος του Βατικανού διατύπωσε κάποιες διατάξεις επί το πνευματικότερο όπως και ο νέος Codex Ηuris Canonici του 1983, δεν μπόρεσαν όμως να επανέλθουν στο δίκαιο των Ιερών Κανόνων. Αντίθετα, όλα αυτά δημιούργησαν ένα πλέγμα διατάξεων Δικαίου της παπικής Εκκλησίας τόσο μακράν των Ιερών Κανόνων, ώστε το Σχίσμα μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να είναι πια μια πραγματικότητα που ανθρωπίνως δεν βλέπουμε δυνατότητα επανενώσεως των Εκκλησιών αν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν επανέλθει στο αρχαίο δίκαιο των Ιερών Κανόνων και των Οικουμενικών Συνόδων, στο δίκαιο που με συνέπεια πρόβαλε και εφάρμοσε ο σήμερα εορταζόμενος Φώτιος, που πράγματι αναδείχτηκε άγιος της Εκκλησίας και μέγας της Ορθοδοξίας υπερασπιστής.
«Τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος»[1].
Στη Θεία Λειτουργία, που τελείται στους Ιερούς Ναούς επί τη μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Φωτίου πατριάρχου Κων/λεως του Μεγάλου, του Ισαποστόλου και Ομολογητού, ακούμε το αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Εβραίους επιστολή του Απ. Παύλου να μας δίνει μια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ως Αρχιερέως. Λέει ο Απ. Παύλος ότι τέτοιος μας ταίριαζε αρχιερεύς. Αρκετές φορές απογοητευόμαστε από τα παραδείγματα των ανθρώπων αρχιερέων. Πάθη, κακίες, μίση, ομαδοποιήσεις, μέσα, συμφέροντα, θρόνοι, δόξες, φιλαργυρία, φιλοδοξία, φιλαρχία, σκάνδαλα οικονομικά και ηθικά κ.ά. Αλλά, πάνω απ’όλους, Μέγας Αρχιερεύς της Εκκλησίας είναι ο Χριστός. Όσες κακίες και πάθη κι αν έχουν οι άνθρωποι αρχιερείς, αυτά δεν βλάπτουν σε τίποτε την Εκκλησία του Χριστού, η οποία επικεφαλή έχει τον ουράνιο, τον Μέγα Αρχιερέα Χριστό, ο οποίος, όπως μας λέει ο Απ. Παύλος, μας ταίριαζε, ταίριαζε στην Εκκλησία να είναι Αρχιερεύς. Οι άνθρωποι αρχιερείς και ιερείς, με τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες, συμβαίνει πολλές φορές να μην είμαστε όσιοι, άκακοι, αμίαντοι, κεχωρισμένοι από των αμαρτωλών. Μερικές φορές, μάλιστα, συμφρόμαστε με τους αμαρτωλούς και είμαστε χειρότεροι κι απ’τους χειρότερους αμαρτωλούς. Ο Χριστός, όμως, είναι ο όσιος, ο άκακος, ο αμίαντος, ο κεχωρισμένος από των αμαρτωλών. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος». Είναι Αυτός, ο Οποίος έχει τόση δόξα και τόση καθαρότητα εις τρόπον ώστε να είναι πιο ψηλά, ακόμη, κι απ’τους ουρανούς.
Αλλά, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι αρχιερείς αμαρτωλοί, κακοί και εμπαθείς, που απογοητεύουν τους ποιμενομένους και το ποίμνιο και μερικές φορές τους σκανδαλίζουν. Στην ιστορία της Εκκλησίας μας φάνηκαν παραδείγματα ανθρώπων αρχιερέων, που ακολούθησαν πιστά και αντέγραψαν το πρότυπο του ουρανίου Αρχιερέως, το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ενός τέτοιου αρχιερέως την μνήμη εορτάζει στις 6 Φεβρουαρίου η Εκκλησία μας. Την μνήμη του εν αγίοις Πατρός ημών Φωτίου πατριάρχου Κων/λεως του Μεγάλου, του Ισαποστόλου και Ομολογητού.
Ο Μ. Φώτιος, ο οποίος μαζί με τον άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά αποτελούν τους Νέους Τρεις Ιεράρχες, τους ονομαζομένους αντίπαπες και παπομάστιγες, ήλεγξε σφοδρότατα και αυστηρότατα, τον 9ο αιώ., στο πρόσωπο του πάπα Νικολάου την τότε πρωτοαναφυόμενη και πρωτοεμφανιζόμενη αίρεση του Παπισμού και ιδίως την παράνομη προσθήκη του Filioque, δηλ. την δογματική διδασκαλία των παπικών ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι εκ μόνου του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού, η οποία ήταν η πρώτη αιτία του σχίσματος Με τους αντιαιρετικούς και αντιπαπικούς αγώνες του Μ. Φωτίου αποφεύχθηκε ο εκλατινισμός, ο εκπαπισμός, η φραγκοποίηση της Ορθοδοξίας. Παραλλήλως αντιμετώπισε κι άλλες αιρέσεις, όπως τον μανιχαϊσμό, την εικονομαχία και τον μονοφυσιτισμό. Ιδίως, όμως, για την σθεναρή και σκληρή του στάση έναντι της αιρέσεως του παπισμού, ο Μ. Φώτιος έχει γίνει αποστρεπτέος και μισητός ακόμη μέχρι και σήμερα από τους αιρετικούς Λατίνους. Οι παπικοί δεν θεωρούν τον Μ. Φώτιο άγιο, αλλά αντιθέτως «αιρετικό»!!! Φρίττουν και τρέμουν μόνο στο άκουσμα του αγίου ονόματός του!
Πού οφείλεται, όμως, αυτό το μένος, το μίσος των παπικών έναντι του Μ. Φωτίου; Ποιοί είναι οι λόγοι της μήνιδος των Δυτικών κατά του Μ. Φωτίου;
Την διαλεύκανση και απάντηση του ανωτέρω ζητήματος μάς την δίνει ένας άλλος αντιαιρετικός και αντιπαπικός θεολόγος και άγιος της Εκκλησίας μας, ο γνωστός σε όλους μας και δημοφιλής, άγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως[2].
Σύμφωνα με τον άγιο Νεκτάριο, «δύο είναι οι λόγοι, που εξήγειραν το μίσος των παπικών έναντι του Μ. Φωτίου.
Α) Τα αποτελέσματα της Εγκυκλίου, που έστειλε ο Μ. Φώτιος, και Β) οι αποφάσεις της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνεκλήθη επί Μ. Φωτίου το 879 μ.Χ. στην αγία Σοφία. Α) Η εγκύκλιος εκείνη του Μ. Φωτίου, κατά την πρώτη ανάρρησή του στον θρόνο της Κων/λεως, α) ανέκοψε το έργο του πάπα Νικολάου στη Βουλγαρία, επειδή γνωστοποίησε στους Βουλγάρους ποιός είναι αυτός, που διδάσκει την αρτία, αληθή και ορθή πίστη, β) επέστησε την προσοχή της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά των καινοτομιών της τότε πρώην Δυτικής Εκκλησίας, την οποία πρώτος ο Μ. Φώτιος τόλμησε να καταγγείλλει, επειδή απέκλινε στην αίρεση και την κατεδίκασε, και γ) περιφρούρησε την ανεξαρτησία της Ελληνικής Εκκλησίας, την οποία οι πάπες ζητούσαν να υποδουλώσουν.
Β) Κατά την δεύτερη ανάρρησή του, κατάφερε το μέγα πλήγμα κατά της Δυτικής οφρύος, επειδή συνεκάλεσε την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και αναθεμάτισε αυτούς, που τολμούν να προσθέσουν κάτι στο Σύμβολο της Πίστεως. Η Σύνοδος αυτή υπέδειξε στον πάπα και σε κάθε επίσκοπο ότι οφείλει να σέβεται το Σύμβολο της Πίστεως της εν Νικαία Συνόδου, το οποίο και οι υπόλοιπες Σύνοδοι επεκύρωσαν και επιβεβαίωσαν. Δεν αρκέσθηκε μόνο στο να επικυρώσει την εκλογή του Μ. Φωτίου, αλλά και τον «θεοποίησε», επειδή τον ανέδειξε υπέρτερο του Αρχιερέως της Ρώμης. Όταν στην τελευταία συνεδρία, μετά από άπειρα εγκώμια υπέρ του ιερού Φωτίου, ο Καισαρείας Προκόπιος ανέκραξε «τοιούτον έπρεπεν επ’αληθείας είναι τον του σύμπαντος κόσμου την επιστασίαν λαχόντα, εις τύπον του αρχιποίμενος Χριστού του Θεού ημών», οι τοποτηρητές του πάπα επεκύρωσαν τον λόγο, λέγοντας˙ «και ημείς οι τα έσχατα της γης κατοικούντες, ταύτα ακούομεν», δηλ. ανεβίβασαν τον ιερό Φώτιο σε ομολογουμένως ανωτέρα περιωπή από αυτήν του Αρχιερέως της Ρώμης. Στην τέταρτη συνεδρία οι τοποτηρητές του πάπα οίκοθεν απένειμαν στον Μ. Φώτιο την υπεροχική εκείνη τάξη στον κόσμο. Διότι, αφού η Σύνοδος ανεβόησε «ότι Θεός οικεί εν αυτώ ουδείς αγνοεί», οι τοποτηρητές του πάπα πρόσθεσαν επί λέξει τα εξής : «το έλεος του Θεού και η έμπνευσις αυτού τοιούτον φως διέδωκαν εις την καθαράν ψυχήν του αγιωτάτου Πατριάρχου, ότι λαμπρύνει και φωτίζει πάσαν την κτίσιν˙ ώσπερ γαρ ο ήλιος καν εις μόνον τον Ουρανόν περιέχεται, όμως όλον τον περίγειον κόσμον φωτίζει, ούτω και ο δεσπότης ημών, ο κύριος Φώτιος καθέζεται εις Κων/λιν, αλλά και την σύμπασαν κτίσιν δαδουχεί και καταλάμπει».
Στις 13-8-880 ο πάπας Ιωάννης Η΄, με απαντήσεις του προς τον αυτοκράτορα Βασίλειο και τον ιερό Φώτιο, επεκύρωσε τα αποφασισθέντα υπό της Συνόδου.
Να, κυρίως, ο λόγος, για τον οποίο οι παπικοί πνέουν μένεα κατά του Μ. Φωτίου ακόμη και σήμερα˙ και δικαίως˙ πρώτον, διότι η στάση του Μ. Φωτίου απέκρουσε την δυτική επιδρομή στην Ανατολή και την έσωσε από την παπική πλάνη και καταδυναστεία, και δεύτερον, διότι κατεδίκασε με συνοδική απόφαση την προσθήκη του Filioque, την οποία έκαναν στο Σύμβολο της Πίστεως και έθεσε υπό αφορισμό τους δράστες. Εξαιτίας αυτού συναισθάνονται τους εαυτούς τους βεβαρημένους κάτω από το ανάθεμα αυτής της Συνόδου, της οποίας το κύρος μάτην αγωνίζονται να καταρρίψουν. Όσα κι αν πουν περί της αναγνωρίσεως ή μη του Ιωάννου και των λοιπών παπών ή περί του κύρους της χειροτονίας του ιερού Φωτίου είναι λόγοι στερημένοι νομικού κύρους και αυθαίρετοι.
Όλες οι επιθέσεις κατά του Μ. Φωτίου έχουν σκοπό να αποδείξουν άκυρη την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, επειδή προεδρεύθηκε από άνδρα, που ήταν στερημένος ιερωσύνης, και επειδή συγκροτήθηκε από επισκόπους, που κι αυτοί ήταν στερημένοι αξιώματος, επειδή οι περισσότεροι απ’αυτούς είχαν χειροτονηθεί από τον Μ. Φώτιο. Αυτό εξηγεί και τον λόγο, για τον οποίο ο πάπας Μαρτίνος, που διαδέχθηκε τον Ιωάννη στα τέλη του 882, αναθεμάτισε τον ιερό Φώτιο και ο Στέφανος Ε΄, που διαδέχθηκε τον Αδριανό Γ΄, τον διάδοχο του Μαρτίνου, μαζί με τον Φορμόζο, τον διάδοχο του Στεφάνου, έλεγαν ότι οι χειροτονηθέντες υπό του Μ. Φωτίου δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί στους κόλπους της Εκκλησίας, παρά μόνο ως απλοί λαϊκοί!
Φοβεροί αληθώς άνθρωποι! Σ’αυτούς αληθώς αρμόζει ο έλεγχος του Σωτήρος προς τους Φαρισαίους ότι την μεν κάμηλο καταπίνουν, τον δε κώνωπα διϋλίζουν. Ενώ δεν σέβονται κανένα νόμο, θείο και ανθρώπινο, επαναστατούν ακάθεκτοι κατά της νομιμωτάτης εκλογής του Μ. Φωτίου. Αλλά, όπως είπαμε, έχουν τον ιδιαίτερό τους λόγο. Η στάση του ιερού Φωτίου και τα προπύργια του Μ. Φωτίου υπέρ της ανεξαρτησίας και της ορθοδοξίας της Ανατολικής Εκκλησίας εξασφάλισαν την Εκκλησία και αργότερα. Οι κατά καιρούς πρόμαχοί της οχυρώνονταν πίσω από αυτούς τους προμαχώνες και λάμβαναν τους αγώνες του Μ. Φωτίου ως αξιομίμητο παράδειγμα. Εάν η Ανατολή δεν υποτάχθηκε στη Δύση, οφείλεται στον Μ. Φώτιο. Διότι, εάν ο ιερός Φώτιος μιμούνταν τον Ιγνάτιο, δεν θα συγκροτούσε την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και όλη η Ανατολή θα υποτάσσονταν στον πάπα. Ο Μ. Φώτιος όχι μόνο ανέτρεψε όσα έγιναν επί Ιγνατίου και έστησε το ορθόδοξό του ίδρυμα, αλλά έσωσε και την Βουλγαρία από την ετεροδοξία˙ εάν οι Βούλγαροι διέσωσαν την ορθή πίστη, αυτή την οφείλουν στον Μ. Φώτιο. Να, οι λόγοι για τους οποίους οι παπιστές πνέουν τα μένεα κατά του ιερού Φωτίου. Έχουν δίκαιο˙ διότι, εάν δεν υπήρχε ο Μ. Φώτιος, αληθώς δεν θα υπήρχε σχίσμα, αλλά δεν θα υπήρχε και Ελληνισμός και Ορθοδοξία˙ θα υπήρχε πνευματική δουλεία και πλανεμένο θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα. Ο Μ. Φώτιος περιέσωσε αμφότερα, καταπολεμώντας την Δυτική επιδρομή».
Τονίσαμε προηγουμένως ότι το πρώτο αίτιο του σχίσματος ήταν η αίρεση του Filioque. Το Filioque, δηλ. η δογματική διδασκαλία του παπισμού ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, είναι φοβερή αίρεση. Και είναι φοβερή αίρεση, επειδή είναι α) αντίθετο προς τα αψευδέστατα λόγια του Ιδίου του Χριστού, που είπε ότι «το Πνεύμα της αληθείας, ο εκ του Πατρός εκπορεύεται»[3], έχουμε δηλ. κατάφορη αθέτηση του Ιδίου του Θεού, του Χριστού, β) είναι αντίθετο προς το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως, σύμφωνα με το οποίο «(πιστεύω) και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», έχουμε δηλ. αθέτηση και των δύο Οικουμενικών Συνόδων της Α΄ και της Β΄, γ) είναι αντίθετο προς τον 7ο Ιερό Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος απαγορεύει οποιαδήποτε πρόσθεση ή αφαίρεση στο Σύμβολο της Πίστεως, έχουμε δηλ. αθέτηση και της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, δ) καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και συγχέει τα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα των τριών προσώπων, ε) υποβιβάζει το Άγιον Πνεύμα στο επίπεδο του κτίσματος, και στ) εισάγει δυαρχία στην Αγία Τριάδα, εφόσον και ο Υιός είναι πηγή του Αγίου Πνεύματος, άρα έχουμε δύο πηγές, δύο αρχές, τον Θεό Πατέρα και τον Υιό. Βέβαια, πίσω από το Filioque δεν κρύβεται τίποτε άλλο παρά η οφρύ του πάπα, η αλαζονεία του, το αλάθητο και το πρωτείο του να νομοθετεί αυτός μόνο πάνω από τα παραδεδομένα υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Παρακολουθώντας τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το θέμα του Filioque, βλέπουμε ότι ο πάπας χρησιμοποιεί μια πολύ πονηρή τακτική, σύμφωνα με την οποία, όταν βρίσκεται στο Βατικανό απαγγέλλει το Σύμβολο της Πίστεως με το Filioque, ενώ όταν βρίσκεται σε Ορθόδοξες χώρες το απαγγέλλει χωρίς το Filioque. Παράλληλα και οι Ουνίτες στη «λειτουργία» τους το απαγγέλλουν χωρίς το Filioque. Βεβαίως αυτό είναι διπροσωπεία και παγίδα για τους ανυποψίαστους, επειδή, αν είχε πραγματική μετάνοια, θα έπρεπε να εξαλείψει την αίρεση του Filioque από την δογματική διδασκαλία του παπισμού. Αυτό, όμως, όπως καταλαβαίνουμε, είναι αδύνατον.
Το πλέον χειρότερο είναι ότι ο νυν πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, όπως έχει αποκαλύψει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος, έχει δημιουργήσει ένα δικό του «σύμβολο πίστεως», στο οποίο επικρατεί ο δογματικός μινιμαλισμός καί μαξιμαλισμός, δηλ. έχουν αφαιρεθεί πολλά και έχουν προστεθεί άλλα, και το οποίο πλασάρει ως το «σύμβολο πίστεως» του παπισμού.
Για να έλθουμε στα δικά μας, στα του οίκου μας, οι οικουμενιστές κληρικοί και θεολόγοι, συνεπείς προς τις επιταγές της αντίχριστης «Νέας Εποχής», της «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» και της παναιρέσεως του Οικουμενισμού για επίσπευση της ψευδοενώσεως των δήθεν λεγομένων «εκκλησιών», δεν θεωρούν το Filioque ως αίρεση, αλλά ως ένα τοπικό έθιμο των παπικών, που δεν εμποδίζει τον «θεολογικό διάλογο» μεταξύ των «εκκλησιών». Σχετικά με τους αγίους Πατέρες ανερυθριάστως και μεταπατερικώς δηλώνουν ότι «οι κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν προπάτορες ημών, υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως, και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού. Αιτούμεθα υπέρ αυτών το έλεος του Θεού, αλλ’ οφείλομεν ενώπιον Αυτού όπως επανορθώσωμεν τα σφάλματα εκείνων…»[4].
Εκτός, βέβαια, από την αίρεση του Filioque, ο παπισμός μετρά αναρίθμητες άλλες αιρέσεις. Αναφέρουμε τις πιο βασικές. α) το εκκοσμικευμένο κράτος του Βατικανού˙ ο παπισμός και ο πάπας είναι κράτος και όχι Εκκλησία, β) η κτιστή θεία Χάρις, γ) τα άζυμα ή όστια, δ) το καθαρτήριο πυρ, ε) το πρωτείο εξουσίας, στ) το αλάθητο, ζ) το βάπτισμα δι’επιχύσεως ή με ραντισμό, η) η διαστρέβλωση του Μυστηρίου της θείας Κοινωνίας, θ) η επίκληση με τα ιδρυτικά λόγια, ι) η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, ια) η Μαριολογία και η άσπιλος σύλληψη της Θεοτόκου, ιβ) η περίσσεια των έργων του Χριστού και των Αγίων, ιγ) η «πάσχουσα» Εκκλησία, ιδ) η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης, ιε) τα αγάλματα και η θρησκευτική ζωγραφική, ιστ) το σχήμα του σταυρού και τέλος ιζ) η επάρατη ουνία, ο δούρειος ίππος του παπισμού.
Ενώ θα περίμενε κανείς οι διοικητικοί και εκκλησιαστικοί ταγοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας να εκμεταλλευθούν τον αντιαιρετικό πατερικό θησαυρό και να αποδοθούν σε παρομοίους αγώνες, ακολουθώντας ταπεινά τα βήματα, που χάραξαν οι άγιοι Πατέρες, όπως ο Μ. Φώτιος, και να οδηγήσουν τους αιρετικούς σε μετάνοια, επιστροφή και εγκεντρισμό στην αγία Ορθοδοξία, δυστυχώς μία ομάδα οικουμενιστών κληρικών και θεολόγων πράττει τα εκ διαμέτρου αντίθετα προς όσα εντέλλεται ο Κύριός μας, το Ευαγγέλιο, η Αγία Γραφή, οι άγιοι Πατέρες, οι Ιεροί Κανόνες και γενικά η ιερά παράδοση της Εκκλησίας μας. Όλοι έχουμε καταστεί μάρτυρες αυτής της αποστασίας των εσχάτων χρόνων, παρακολουθώντας τις συνεχώς πυκνούμενες επισκέψεις μεταξύ αιρετικών και Ορθοδόξων, τους εναγκαλισμούς, τις συμπροσευχές, τα θυμιατίσματα, τα «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», την πρόταση χειρών πάπα και πατριάρχου ως σύμβολο ενότητος και νίκης, την αναγνώριση των αιρέσεων ως ισοτίμων και ισαξίων «Εκκλησιών» με την Ορθόδοξη Εκκλησία, την αναγνώριση της εγκυρότητος των μυστηρίων των αιρετικών. Δείγματα αυτής της αποστασίας υπήρξαν η για πρώτη φορά έλευση του αιρεσιάρχου πάπα στην Αθήνα τον Μάϊο του 2001, η σύγκληση πάλι για πρώτη φορά του παμπροτεσταντικού Παγκοσμίου Συμβουλίου των λεγομένων «εκκλησιών» ή μαλλον των αιρέσεων (Π.Σ.Ε). στην Αθήνα τον Μάϊο του 2005 και στην Κρήτη το 2012, η επίσκεψη του πάπα στο Φανάρι τον Νοέμβριο του 2006, η υπογραφή των επαίσχυντων κειμένων της Ραβέννας τον Οκτώβριο του 2008 και του Potro Alegre της Βραζιλίας, η διαθρησκειακές συναντήσεις στην Ελούντα της Κρήτης, στην Κύπρο τον Νοέμβριο του 2008, η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου στη σύνοδο των καρδιναλίων, η επίσκεψη του πάπα στη Κύπρο τον Ιούνιο του 2010, οι τελευταίες συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής διαλόγου Ορθοδόξων και Παπικών στη Κύπρο και τη Βιέννη, η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου στην διαθρησκειακή της Ασίζης τον Οκτώβριο του 2011 και στους εορτασμούς για τα πενήντα χρόνια από τη σύγκληση της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου τον Οκτώβριο του 2012, η δωρεά Κορανίων από Ορθοδόξους Πατριάρχες και επισκόπους σε Μουσουλμάνους, η χρίση και ευλόγηση Ορθοδόξων αρχιερέων από τους καρδιναλίους και ιέρειες, η αναγνώριση των αιρετικών Μονοφυσιτών ως «Εκκλησίας» με έγκυρα μυστήρια, η απόδοση μίτρας σε Μονοφυσίτη πατριάρχη ως αναγνώριση της ιερωσύνης και της αποστολικής διαδοχής, η σχεδιαζομένη ανέγερση πανθρησκειακού ναού για Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους, η ανάπτυξη της κατάπτυστης μεταπατερικής ή νεοπατερικής ή συναφειακής αιρέσεως, η διοργάνωση ετησίως οικουμενιστικής εβδομάδος συμπροσευχών κ.ά.
Ο Μ. Φώτιος κατάλαβε τον κίνδυνο των παπικών και συνεκάλεσε την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, αναθεματίζοντας τον παπισμό και διακόπτοντας κάθε σχέση μαζί του. Σήμερα ποιός αντιλαμβάνεται αυτόν τον κίνδυνο από τις αιρέσεις και ιδιαίτερα από την αίρεση του παπισμού και την παναίρεση του οικουμενισμού; Ποιά Σύνοδος θα συγκληθεί για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους; Θεωρούμε αδήριτη ανάγκη την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου με την συμμετοχή απάντων των Ορθοδόξων Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, Μητροπολιτών, Επισκόπων, Καθηγουμένων, Αρχιμανδριτών, Ιερέων, Μοναχών και λαϊκών θεολόγων, η οποία θα ασχοληθεί συνοδικώς και με βάση την πατερική παράδοση τόσο με το θέμα της παναιρέσεως του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητιστικού οικουμενισμού, όσο και με το θέμα της αναγνωρίσεως των Συνόδων επί Μ. Φωτίου και επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά ως της Η΄ και Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Σχετικά με το τελευταίο θέμα είναι αξιοπρόσεκτη η πρόταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. κ. Σεραφείμ. Ο Σεβασμιώτατος προτείνει την «ὑποβολή προτάσεως εἰς τήν Γραμματείαν τῆς μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου διά τήν ἐπίσημον ἀναγνώρισιν ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς Η΄ καί Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς ὄντως Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 880 ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης ἐπί τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἰσαποστόλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεγάλου Φωτίου, προστάτου καί ἐφόρου τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱ. Συνόδου καί τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ὡσαύτως συνελθούσης Συνόδου τοῦ ἔτους 1351 ἐπί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, δι’ ἧς ὡλοκληρώθη ἡ Θεόσδοτος θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας διά τῆς θεοπρεποῦς διακρίσεως ἀμεθέκτου θείας οὐσίας καί μεθεκτῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
[1] Βλ. V. Laurent καί J. Darrouzes, Dossier Grec de L´Union de Lyon (1273-1277), Institut Francais D´Etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 377-403, 2Βλ. V. Laurent καί J. Darrouzes, ἔ. ἀ., σελ. 397-399.
Ο Παπισμός ενοχλείτο και ενοχλείται τα μέγιστα από το λόγο του Αποστόλου Παύλου, «λογίζομαι γαρ μηδέν υστερηκέναι των υπερλίαν αποστόλων» (Β΄ Κορ. 11,5), ο οποίος σαφέστατα αναιρεί την κακοδοξία του Παπικού εξουσιαστικού πρωτείου, γι’ αυτό σκοπίμως οι Παπικοί τον παραγνωρίζουν. Ο λόγος αυτός του Αποστόλου Παύλου αντιστρατεύεται το ‘’εξουσιαστικό πρωτείο’’ των Παπικών, γι’ αυτό με πολλή σπουδή οι Παπικοί επεδίωκαν και επιδιώκουν την αποσιώπησή του.
Ο μακαριστός Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Μπαγιεστέρ στο σύγγραμμά του «Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία», αναφέρει ότι «η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων στην ρωμαϊκή Εκκλησία συνίστατο στο να κατέχουν θέση απλού υφισταμένου, εκπροσώπου της παπικής εξουσίας, διεσπαρμένοι σε κάθε γωνιά του κόσμου. Στην εξουσία αυτήν υποτάσσονται το ίδιο όπως και οι απλοί πιστοί»*. Καθετί λοιπόν που αναιρεί την κακοδοξία του Παπικού εξουσιαστικού πρωτείου, σκοπίμως οι Παπικοί το παραγνωρίζουν, όπως για παράδειγμα τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, «λογίζομαι γαρ μηδέν υστερηκέναι των υπερλίαν αποστόλων» (Β΄ Κορ. 11,5).
Ο μακαριστός Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Μπαγιεστέρ πριν γίνει Ορθόδοξος ήταν μοναχός του τάγματος του ‘’αγίου’’ Φραγκίσκου της Ασίζης στη Βόρεια Ισπανία κοντά στη Βαρκελώνη. Όπως αναφέρει στο εν λόγω σύγγραμμά του, οι ηγούμενοι του μοναστηριού που ανήκε πριν γίνει Ορθόδοξος, του είχαν αναθέσει τη διόρθωση των καταλόγων των έργων και των συγγραφέων της βιβλιοθήκης του μοναστηριού τους.
Εκεί λοιπόν ανακάλυψε ένα φάκελο αναφερόμενο στην Ιερά Εξέταση του έτους 1647, με αντίγραφο διατάγματος του Πάπα Ιννοεντίου του Ι΄ στα λατινικά. Επρόκειτο για το διάταγμα του Sancti Oficii ημερομηνίας 21 Ιαννουαρίου 1647. ‘’Με αυτό αναθεματιζόταν ως αιρετικός κάθε χριστιανός που θα τολμούσε να πιστέψει, να ακολουθήσει ή να μεταδώσει τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου περί της αυθεντίας του Αποστολικού αξιώματος’’, σημειώνει ο Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Μπαγιεστέρ. Ο λόγος φυσικά είναι προφανής και επεξηγείται από τον Επίσκοπο αυτόν.
Φυσικά η Παπική εξουσιαστική μάνητα δεν αφορούσε μια μόνο περίπτωση. Ο μ. Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Μπαγιεστέρ, αναφέρει και τις περιπτώσεις του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄(1327) και του Πάπα Κλήμη ΣΤ΄ (1351), όπου αναθεματιζόταν όποιος ‘‘θα τολμούσε να αρνηθεί ότι ο Απόστολος Παύλος υπάκουε στις διαταγές του πρώτου των παπών Αποστόλου Πέτρου, οι οποίες δεν ελέγχονταν από κανέναν, και ότι βρίσκονταν υπό την απόλυτη εξουσία του’’*.
Αυτά όλα συνεχίστηκαν όπως ήταν επόμενο και επί Πάπα Μαρτίνου Ε΄ ο οποίος αναθεμάτισε τον Ιωάννη Χους στη Σύνοδο της Κωνστάντζας και από τους Πάπες Πίο Θ΄, Πίο Ι΄ και Βενεδικτο ΙΔ΄. Έτσι έγιναν αφορμή να αναζητήσει ο μ. Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Μπαγιεστέρ την εκκλησιολογία των Αγίων Πατέρων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να τη βρει και ακολούθως να γίνει Ορθόδοξος.
Και μόνη η φράση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου ότι, ‘’όλοι οι Απόστολοι ήταν ό,τι και ο Πέτρος, δηλαδή με την ίδια τιμή και εξουσία’’*, αρκεί για να δειχθεί το ατόπημα των Παπικών. Ο ακολουθών τα βήματα του Αποστόλου Παύλου την εκκλησιολογία του πρέπει να αποδέχεται.
*Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου Μπαγιεστέρ «Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία», Έκδοσις Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Μαχαιρά – Κύπρος 2009.
Πρωτίστως φυσικά ο Όσιος Πορφύριος, αυτό ήθελε να καταδείξει. Την άλλη διάσταση όμως που έχει ο λόγος τούτος, την αντιλαμβάνεται κάποιος αν δει τα διαδραματιζόμενα με τους Έλληνες της Κορσικής σήμερα, οι οποίοι υπάγονται στον Παπισμό ως ουνίτες.
Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία, το έτος 1676, 700 περίπου Μανιάτες πήγαν και κατοίκησαν ως εξόριστοι στην Κορσική μετά από πολλές περιπέτειες. Οι Παπικοί τους ανάγκασαν να μνημονεύουν τον Πάπα και αυτό ήταν το μόνο που αρχικά τους ζητήθηκε, αφήνοντάς τους να τελούν τις Ακολουθίες με βάση το Βυζαντινό τυπικό και με αυτό τον τρόπο έγιναν ουνίτες.
Αν επισκεφθεί κάποιος στις μέρες μας την περίοδο του Πάσχα το ναό των Ελλήνων της Κορσικής, θα νομίσει ότι βρίσκεται σε ναό Ορθοδόξων, αφού θα παρατηρήσει να ψάλλονται οι Ακολουθίες στα Ελληνικά και με βάση το Βυζαντινό τυπικό. Προς τούτο αποστέλλεται ουνίτης ιερέας της λεγόμενης ‘’Ελληνικής Καθολικής Εξαρχίας’’ στην Ελλάδα.
Πολλοί Ορθόδοξοι από την Μάνη κυρίως, επισκέπτονται την Κορσική τις ημέρες του Πάσχα, συνεορτάζοντας με τους εκεί Έλληνες που έχουν αποκοπεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία και ενώθηκαν με τους Παπικούς, αλλά και Έλληνες της Κορσικής επισκέπτονται την Μάνη να εορτάσουν το Πάσχα. Έτσι συνεορτάζουν Ορθόδοξοι και Ουνίτες το Πάσχα, με την εθνική χροιά να αναγκάζει πολλούς σε διαφορετική αντιμετώπιση του γεγονότος.
Παρατηρούμε λοιπόν τη μεγάλη σχετικοποίηση του δόγματος από τους Παπικούς και αντιλαμβανόμαστε πλήρως αυτό που είπε ο Όσιος Πορφύριος για τον Πάπα, πως «είναι φως φανάρι ότι τον ενδιαφέρει να αναγνωρίσουν οι Ορθόδοξοι κεφαλήν τον Πάπα και τίποτε περισσότερο».
Την ίδια πρακτική της σχετικοποίησης του δόγματος από Παπικούς, σε άλλη φυσικά μορφή, παρατηρούμε και σε καλούμενες ‘’μοναστικές’’ κοινότητες, που με βάση το Βατικάνειο «Κώδικα Κανονικού Δικαίου», θεωρούνται «Ιδιωτικές ενώσεις πιστών». Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η οικουμενιστική «Κοινότητα Taizé» η οποία βρίσκεται στην περιοχή της Γαλλικής Βουργουνδίας. Την συναποτελούν Παπικοί, Προτεστάντες και ‘’Ορθόδοξοι’’. Το τι έχουν σοφισθεί είναι ολοφάνερο.
Τα ίδια παρατηρούμε και στην ‘’μοναστική’’ κοινότητα του Bose (Monastero di Bose), η οποία είναι μια οικουμενιστική κοινότητα. Και μόνο στο λεγόμενο ‘’εορτολόγιο’’ του Bose για παράδειγμα να ανατρέξει κανείς, το οποίο τιτλοφορείται «Εκκλησίες θυμηθείτε», τις οποίες καλεί «διάφορες παραδόσεις», όπου αναφέρεται ποιος εορτάζει την ημέρα εκείνη, η κάθε μια των καλουμένων από τους παπικούς ‘’παραδόσεων’’, των Αγγλικανών, Παπικών, Λουθηρανών, Μαρωνιτών, Κοπτών της Αιθιοπίας, της λεγόμενης ‘’Ασσυριακής εκκλησίας’’, της λεγόμενης ‘’Συριακής καθολικής εκκλησίας’’, Ορθοδόξων, Ουνιτών, κλπ., θα αντιληφθεί την πρακτική της σχετικοποίησης του δόγματος από τους Παπικούς.
Δικαίως ο Όσιος Πορφύριος αναφερόμενος στον Πάπα, τόνισε πως «είναι φως φανάρι ότι τον ενδιαφέρει να αναγνωρίσουν οι Ορθόδοξοι κεφαλήν τον Πάπα και τίποτε περισσότερο».
ιδ) Διακηρύττουμε καί διατρανώνουμε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς ὅτι Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ. ΔΕΝ ΥΠΟΚΥΠΤΟΥΜΕ ΣΤΗΝ PAXVATICANA.Ο ΠΑΠΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.ΘΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΦΙΛΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΕΙΣΒΟΛΕΑ.