
Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε το 295 μ.Χ. από φτωχούς χριστιανούς γονείς στην Αλεξάνδρεια. Ο τότε επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, τον πήρε υπό την προστασία του και ανέλαβε την γενική μόρφωσή του. Θεολογική μόρφωση πήρε από τη θεολογική σχολή της Αλεξάνδρειας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο εγκώμιο του για τον Αθανάσιο γράφει ότι «ολίγα των εγκυκλίων εφιλοσόφησεν του μη δοκείν πάντα πάσι των τοιούτων των απείρως έχειν» (ΡG 35 1088 Β) . Εκεί όμως πού ενέσκυψε πιό πλατειά και πιό βαθειά ήταν στην Αγία Γραφή. Αυτήν την έμαθε απ’ έξω.
Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του ήθους του και στην πορεία της ζωής του, είχε η γνωριμία του με τον ασκητή Μέγα Αντώνιο, του οποίου και συνέγραψε την βιογραφία. Συνεδέθηκε μαζί του και από αυτόν πήρε ιδιαίτερα μαθήματα αγωνιστικότητας, προσευχής, αρετής και αγιότητας.
Ο Αθανάσιος από λαϊκός ακόμα, συνέγραψε επίσης σημαντικά κείμενα όπως το με τίτλο «Λόγος κατά Ελλήνων», με το οποίο έδωσε απάντηση στις κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις των παγανιστών, οι οποίοι υποστήριζαν την πολυθεΐαν και το «Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου», με το οποίο ανέτρεπε την διδασκαλία του Αρείου ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός, αλλά το πρώτο κτίσμα, δημιούργημα του Θεού. Χαρακτηρίστηκα ο Άρειος έλεγε ότι ο Χριστός «ην ποτέ ότε ουκ ην».
Η ζωή του Αγίου Αθανασίου συμπίπτει με την εποχή που ανεφύει ο Καισαροπαπισμός ως σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Σύμφωνα με αυτό η Εκκλησία οφείλει να είναι ενταγμένη ως νομικό πρόσωπο στην απόλυτη εξουσία του κράτους και στα διοικητικά και στα δογματικά ζητήματα που αφορούν την λειτουργία της.
Το πολιτικό αυτό δόγμα προσπάθησαν να επιβάλουν οι σύγχρονοι του Αθανασίου Αυτοκράτορες.
Είχε την αντίληψή ότι εκ Θεού ήταν ο Επίσκοπος “των εκτός” “συνθεράπων” των Επισκόπων και μάλιστα υπέρτερός τους, αφού τους διαφωνούντες με την γνώμη του δεν δίσταζε να τους εξορίζει.
Η εφαρμογή του, ως άσκηση πολιτικής, άρχισε από τον Μ. Κων/νο, όταν άρχισε να επεμβαίνει από το 314 μ.Χ. ενεργά στα διοικητικά και θεολογικά ζητήματα της Εκκλησίας. Συνεκάλεσε την σύνοδο Επισκόπων της Αρελάτης, πήρε θέση του υπέρ του Επισκόπου Καρχηδόνας Καικιλιανού και στη συνέχεια άσκησε βία στους δονατιστές για την εφαρμογή των αποφάσεών της.
Με διάταγμά του 325 μ.Χ συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Συνόδο. (Έκτοτε, όλες τις Οικουμενικές Συνόδους τις συγκαλούσαν οι Αυτοκράτορες και με διατάγματά των, κύρωναν τις αποφάσεις των και επέβαλαν την τήρησή των). Έξόρισε Επισκόπους που ήταν αντίθετοι στις δογματικές θεολογικές θέσεις που υιοθετούσε.
Ο Μ. Κων/νος είχε την εσφαλμένη αντίληψή να θεωρεί τον εαυτό του Επίσκοπο “των εκτός” και “συνθεράποντα” των κανονικά χειροτονημένων Επισκόπων.
Την ίδια αντίληψη είχαν και οι επόμενοι Αυτοκράτορες. Ο Κώνστας συντάχθηκε με τους ορθοδόξους Επισκόπους και πήρε μέτρα κατά των δονατιστών. Ο Κωνστάντιος Β΄ σε αντίθεση με τους αδελφούς του υπήρξε οπαδός του αρειανισμού και πολέμησε με πάθος τη χριστιανική ορθοδοξία και καθιέρωσε τον Αρειανισμό ως το επίσημο θρησκευτικό δόγμα. Στη διάρκεια αντιπαραθέσεων Επισκόπων φέρεται να είπε “….όπερ εγώ βούλομαι τούτο κανών νομιζέσθω”.
Ο Ιουλιανός άσκησε πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι των Αρειανών των Ορθοδόξων, των Δονατιστών και των Μανιχαίων. Εξέδωσε διάταγμα περί επιστροφής όσων είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος .
Έτσι σε κάθε επισκοπή υπήρχαν δύο Επίσκοποι ένας Αρειανός και ένας Ορθόδοξος που βεβαίως είχαν εχθρικές σχέσεις. Ο Ιουλιανός τηρούσε φαινομενικά απόλυτη ουδετερότητα στις διαμάχες τους, με στόχο τη μεγαλύτερη εσωτερική διάσπαση της Εκκλησίας.
ο Ουάλης ήταν αρειανιστής . Έτσι το 365 μ.Χ. εξέδωσε διάταγμα με το οποίο εξόριζε και πάλι όλους τους ορθοδόξους Επισκόπους που είχαν εξοριστεί από τον Κωνστάντιο και η εξορία τους είχε ανακληθεί από τον Ιουλιανό.
Ο Άγιος Αθανάσιος σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε και στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325μ.Χ. Εκεί αναδείχθηκε πρωτεργάτης στην καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου.
Το 327 Μ.Χ. όμως έγινε σύνοδος Επισκόπων με πλειοψηφία αρειανιστών, που αποφάσισε την αναίρεση του αφορισμού του Αρείου. Με βάση το γεγονός αυτό ο Μ. Κων/νος ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία του και διέταξε, ο Άρειος να γίνει δεκτός στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας.
Τον Άρειο αρνήθηκε να δεχθεί σε κοινωνία ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος. Το 328μ.Χ. και σε ηλικία 33 ετών ο Αθανάσιος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας και αρνήθηκε να δεχθεί και εκείνος σε κοινωνία τον Άρειο.
Για την εκλογή του Αθανασίου ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «ούτω μεν και δια ταύτα ψηφώ του λαού παντός ου κατά τον ύστερον νικήσαντα πονηρόν τύπον ουδέ φονικώς τε και τυραννικώς, άλλ’ άποστολικώς τε και πνευματικώς επί τον Μάρκου θρόνον ανάγεται».
Οι «αρειανιστές» επίσκοποι κατηγόρησαν τον Αθανάσιο στον Μ. Κων/νο για αυθαίρετη επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας , για μαγεία και ότι είναι φιλοχρήματος και άδικος. Με στόχο την κοινωνική ειρήνη το 334 μ. Χ. ο Μ. Κων/νος συνεκάλεσε σύνοδο Επισκόπων στην Καισάρεια (στην οποία ο Αθανάσιος δεν πήγε) και το 335μ.Χ. νέα σύνοδο στην Τύρο για να εξετάσουν κατηγορίες που είχαν ασκηθεί εναντίον του Αθανάσιου.
Ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολή στον Αθανάσιο, διευκρινίζοντας ότι εάν δεν παρευρεθεί εθελοντικά, θα μεταφερθεί στη Σύνοδο με την βία. Στη σύνοδο αυτή, πέρα από τις δογματικές διαφορές, ανεφύησαν και προσωπικές διαφορές μεταξύ των αντιπάλων μερίδων Επισκόπων. Σ΄αυτήν αποφασίστηκε η καθαίρεση του Αθανασίου από Επισκόπου Αλεξανδρείας.
Στη συνέχεια ο Κων/νος κάλεσε σε ακρόαση τον Αθανάσιο. Αυτός πιστός στο ορθόδοξο δόγμα, ενώπιον του αναδείχθηκε ανυποχώρητος μαχητής της Ορθοδοξίας, ικανός για κάθε θυσία και με αποφασιστικό θάρρος αντιστάθηκε στον Αυτοκράτορα, στην κοσμική εξουσία, υπερασπιζόμενος την αυτονομία της Εκκλησίας .
Μετά από αυτήν την αποτυχία τους οι εχθροί του τον κατηγόρησαν για πράξεις πολιτικής αντιπολίτευσης στον Κων/νο. Ο Αθανάσιος δεν μπόρεσε να αντικρούσει με πειστικότητα τις κατηγορίες και ο Κων/νος επεμβαίνοντας στα της Εκκλησίας , επικύρωσε την απόφασή των κατηγόρων του Επισκόπων περί καθαιρέσεως του από Επίσκοπο Αλεξανδρείας.
Ταυτόχρονα τον εξόρισε στους Τρεβήρους της Γαλατίας. Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία, που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες. Επέστρεψε από την εξορία το 337 μ.Χ, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνου, όταν οι υιοί του Κωνστάντιος, Κώνστας και Κωνσταντίνος Β΄ που είχαν διαμοιρασθεί την άσκηση εξουσίας στη Ρωμαϊκή Επικράτεια, ανακάλεσαν τις πράξεις επιβολής της ποινής της εξορίας των ευρισκομένων σε εξορία Επισκόπων.
Στην επιστροφή του Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια, αντέδρασαν οι Αρειανοί Επίσκοποι και επέτυχαν να συγκληθεί από τον Αυτοκράτορα Κωστάντιο σύνοδος Επισκόπων στην Αντιόχεια το 339μ.Χ. Η σύνοδος επικύρωσε την καθαίρεσή των επανελθόντων από την εξορία Ορθοδόξων Επισκόπων, οι οποίοι στη συνέχεια εξορίστηκαν από τον Αρειαντιστή Κωνστάντιο.
Οι εξόριστοι πήγαν στη Δύση, που υπήγετο στην εξουσία του αυτοκράτορα Κώνστα. Τότε ο επίσκοπος Ρώμης Ιούλιος, συνεκάλεσε σύνοδο Επισκόπων η οποία εκήρυξε την πίστη της στο σύμβολο της Νίκαιας και αθώωσε τον Αθανάσιο. Παρά την συνοδική απόφαση ο συναυτοκράτορας Κωνστάντιος επέμεινε στην εξορία του Αθανασίου μέχρι το 346 μ.Χ.. Δηλαδή ο Αθανάσιος έμεινε 6 έτη στην εξορία .
Το 350 ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται μονοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας. Οι Αρειανοί επίσκοποι, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός αυτό και σε σύνοδο τους καθαίρεσαν τον Αθανάσιο.
Στη συνέχεια απεστάλη από τον Κωνστάντιο άγημα 5.000 στρατιωτών με το Ρωμαίος στρατηγό Συριανό, με σκοπό την εξόντωσή του. Ο Αθανάσιος φυγαδεύθηκε στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια φιλικά διακείμενων μοναχών.
Εκείνη την περίοδο ο Αθανάσιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων του, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε δριμεία εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή.
Μετά το θάνατο του Κωνστάντιου, ανακηρύσσεται το 361μ.Χ. Αυτοκράτορας ο Ιουλιανός. Το 362 μ.Χ. εξέδωσε διάταγμα περί επιστροφής όσων είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος και με βάση αυτό επέστρεψαν στις θέσεις τους οι εξορισμένοι ορθόδοξοι Επίσκοποι, μεταξύ αυτών και τον Αθανάσιο.
Άμεσα και αναπόφευκτα αρχίζει η σύγκρουσή του με τον Ιουλιανό. Ο μεν Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς της “πατρώας θρησκείας” του παγανισμού, ο δε Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την ενδυνάμωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ενάντια στον παγανισμό.
Όταν ο Ιουλιανός πληροφορήθηκε για τη δράση του Αθανασίου το ίδιο έτος 362 μ. Χ. διατάσσει την εξορία του. Ο Αθανάσιος εξορίζεται στη Θηβαΐδα.
Τον Ιούνιο του 363 μ.Χ, όταν σκοτώθηκε ο Ιουλιανός ο Αθανάσιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια όπου προχώρησε απρόσκοπτα το έργο του μέχρι τον Ιανουάριο του 364μ.Χ., οπότε πέθανε ο Αυτοκράτορας Ιοβιανός και αναδείχθηκαν συναυτοκράτορες ο Ουαλεντινιανού Α΄ και ο αδελφός του Ουάλη ή Βάλης , οι οποίοι ήταν οπαδοί του Αρείου.
Οι δύο Αυτοκράτορες επανέφεραν την νομοθεσία του Κωνστάντιου, που κατοχύρωνε ως επίσημο το Αρειανικό δόγμα και εκδίωξαν από την Αλεξάνδρεια τον Αθανάσιο. Για 4 μήνες ο Αθανάσιος κρυβόταν «εν πατρώο μνήματι».
Ύστερα από τέσσερις μήνες όμως, ο Ουάλης φοβούμενος εξέγερση από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του το 373 μ.Χ. παρέμεινε στη θέση του ως Επίσκοπος Αλεξανδρείας.
Διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε σε 6 εξορίες που του επιβλήθηκαν από τους Αυτοκράτορες υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία και την αυτονομία της Εκκλησίας ενάντια στον Καισαροπαπισμό.
Για τους σκληρούς αγώνες του υπέρ της ορθής πίστης και εναντίον της αίρεσης του Αρειανισμού, την πρακτική ζωή του και την αγιότητα του ονομάσθηκε από την Εκκλησία Μέγας.
Είναι ένας από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας του 4ου μ.Χ. αιώνα. Επάξια χαρακτηρίστηκε ως “ανυποχώρητος μαχητής” και πήρε την προσωνυμία “στύλος της ορθοδοξίας”.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος τον χαρακτηρίζει «όρον μεν επισκοπής είναι τον εκείνου βίον και τρόπον, νόμον δε Ορθοδοξίας τα εκείνου δόγματα» (Ο βίος του ήτανε όρος, δόγμα και τρόπος, παράδειγμα για την επισκοπική ζωή κάθε Επισκόπου και νόμος οι εντολές και οι αποφάσεις του) (ΡG 103 420 Β). Πράγματι υπήρξε το πρότυπον ή μάλλον «τύπον Χριστού», όπως θέλει κάθε Επίσκοπο και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος.
Από τους αντιπάλους του παρουσιαζόταν στην τότε κοινωνία με την έκφραση «Athanasius contra mundum» ή «Ο Αθανάσιος εναντίον του κόσμου», γιατί εναντιώθηκε στην τότε κρατούσα αντίληψη ότι ο Αυτοκράτορας ήταν ο Pontifix Maximums όλων των θρησκειών της Αυτοκρατορίας και επομένως και της Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως αποδεικνύεται από όσα ανωτέρω περιγράφω.
Νικήτας Αποστόλου
Πτυχιούχος του Πάντειου Πανεπιστημίου
πρώην Προϊστάμενος του τέως Υπουργείου Γεωργίας
κάτοικος Ιωαννίνων
ΠΗΓΗ:ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ