Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, από τη Ρωσία, διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901:

Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, από τη Ρωσία, διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901:

«Οι αγιασμένοι άνθρωποι του Θεού δεν θα πρόδιδαν την πίστη ούτε με μια λέξη»

Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόισμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «σήκω δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού!»

Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς [1] (γέροντα) με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, άλλα η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος.

Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934. Ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων.

Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για πιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι΄ αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε.

Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών!» Έδειξε έπειτα σε κάποια σύννεφα , και είδα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γινόταν στάχτες.

Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα!», και είδα σε ένα σύννεφο εφτά καιγόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, άλλα αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι τέλους του κόσμου!».

Ο γέροντας στη συνέχεια, έδειξε ψηλά στον αέρα και είδα και άκουσα αγγέλους να ψάλλουν: « Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ!».Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων με κεριά στα χέρια τους μας προσπέρασαν, ενώ η χαρά φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Ήταν αρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ομάδες λαϊκών, ενήλικες, νέοι, ακόμα και παιδιά και μωρά. Ρώτησα το θαυματουργό γέροντα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αυτός αποκρίθηκε: « Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που υπέφεραν για την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και για τις άγιες εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια αμαρτωλών καταστροφέων».

Έπειτα ρώτησα το μεγάλο γέροντα, αν θα μπορούσα να κάτσω δίπλα τους. Ο γέροντας μπο είπε: « Είναι πολύ νωρίς για σένα να υποφέρεις, επομένως το να καθίσεις μαζί τους δεν είναι ευλογημένο από το Θεό!» Είδα πάλι ένα μεγάλο πλήθος από νεογέννητα που υπέφεραν για το Χριστό από τον Ηρώδη[2] και έλαβαν στέμμα από τον Επουράνιο Βασιλέα.

Προχωρήσαμε περισσότερο και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας με συμβούλευσε: «Δεν είναι ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, επειδή αυτό το μέρος είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως».[3]. Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και καταθλιπτική. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ένα αστέρι και ένα Ευαγγέλιο με αστέρια. Κεριά καμωμένα από πίσσα καιγόντουσαν και έτριζαν σαν καυσόξυλα. Το δισκοπότηρο στεκόταν εκεί, καλυμμένο με μια απαίσια βρωμιά. Υπήρχε κι ένα πρόσφορο[4] με αστέρια. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά από την Αγία Τράπεζα με ένα πρόσωπο κατάμαυρο σαν πίσσα, και μια γυναίκα βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, καλυμμένη με κόκκινα και με ένα αστέρι στα χείλη της και ούρλιαζε και γελούσε σε όλη την εκκλησία λέγοντας: «Είμαι ελεύθερη!» Σκέφτηκα: « Θεέ μου, πόσο τρομερό!».

Οι άνθρωποι σαν τρελοί άρχισαν να τρέχουν γύρω από την Αγά Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Μετά, άρχισαν να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ένας κεραυνός άστραψε, ένα φοβερό αστροπελέκι αντήχησε, η γή σείσθηκε και η εκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τη γυναίκα, τους ανθρώπους, τον παπά και τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου πόσο τρομερό, σώσε μας!».
       Ο γέροντας είδε αυτό που είχε γίνει όπως και εγώ. Τον ρώτησα:»Πάτερ, πείτε μου, ποια είναι η σημασία αυτής της φοβερής εκκλησίας»; Αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι οι κοσμικοί άνθρωποι, οι αιρετικοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και αναγνώρισαν την πρόσφατη νεωτερίζουσα εκκλησία την οποία ο Θεός δεν έχει ευλογήσει. Σ’ αυτή την εκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθούν ακολουθίες και δεν λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία»! Φοβήθηκα και είπα: « Ο Θεός μας ελεεί μα καταριέται αυτούς με θάνατο»! Ο γέροντας με διέκοψε και είπε: « Μη θρηνείς, μόνο προσευχήσου».

Έπειτα, είδα μια κοσμοσυρροή, καθένας από τους οποίους είχε ένα αστέρι στα χείλη και ήταν τρομερά εξαντλημένοι από τη δίψα, περπατώντας εδώ και εκεί. Μας είδαν και φώναξαν δυνατά: «Άγιοι Πατέρες, προσευχηθείτε για μας. Είναι πολύ δύσκολο για μας, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε. Οι πατέρες και οι μητέρες μας δεν μας δίδαξαν το Νόμο του θεού.[5] Ούτε το όνομα του Χριστού δεν έχουμε και δεν έχουμε λάβει ειρήνη. Απορρίψαμε το Άγιο Πνεύμα και το σημείο του σταυρού. Άρχισαν να κλαίνε.

Ακολούθησα το γέροντα. «Κοίτα!», μου είπε δείχνοντας με το δάκτυλο του. Είδα ένα βουνό από ανθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αίμα. Φοβήθηκα πολύ και ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των νεκρών πτωμάτων. Μου απάντησε: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έζησαν μοναστική ζωή, απορρίφθηκαν από τον Αντίχριστο, και δεν έλαβαν τη σφραγίδα του. Υπέφεραν για την πίστη τους για τον Χριστό και την Αποστολική Εκκλησία και έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου πεθαίνοντας για τον Χριστό. Να προσεύχεσαι γι΄ αυτούς τους δούλους του θεού!».   

Χωρίς προειδοποίηση ο γέροντας γύρισε στο βορρά και έδειξε με το χέρι του. Είδα ένα αυτοκρατορικό παλάτι, γύρω από το οποίο έτρεχαν σκυλιά. Άγρια τέρατα και σκορπιοί ούρλιαζαν και επιτίθονταν έχοντας προτεταμένα τα δόντια τους. Και είδα τον Τσάρο να κάθεται σ’ ένα θρόνο. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, άλλα ανδρείο. Έλεγε την ευχή του Ιησού.   

Ξαφνικά έπεσε σαν νεκρός άνθρωπος. Το στέμμα του έπεσε. Τα άγρια θηρία, οι σκύλοι και οι σκορπιοί τσαλαπάτησαν τον βασιλιά. Ήμουν φοβισμένος και έκλαιγα πικρά. Ο γέροντας με πήρε από το δεξί ώμο. Είδα μια φιγούρα σαβανωμένη στα άσπρα- ήταν ο Νικόλαος ο Β’. Στο κεφάλι του ήταν ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και κάπως ματωμένο. Φορούσε ένα χρυσό σταυρό γύρω από το λαιμό του και ψιθύριζε ήσυχα μια προσευχή. Και μετά μου είπε με δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ιωάννη. Πες σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι εγώ ο Τσάρος – μάρτυρας, πέθανα ανδρείως για την πίστη μου στο Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πες στους Άγιους Πατέρες ότι πρέπει να κάνουμε μια Παννυχίδα[6] για μένα τον αμαρτωλό, άλλα δεν θα υπάρξει τάφος για μένα!»  

Σύντομα όλα έγιναν άφαντα στην ομίχλη. Έκλαψα πικρά προσευχόμενος για τον Τσάρο-μάρτυρα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο. Ο γέροντας είπε: «Κοίτα!». Μετά είδα μια κοσμοσυρροή από ανθρώπους διασκορπισμένους γύρω στη γή που είχαν πεθάνει από πείνα, ενώ οι άλλοι έτρωγαν γρασίδι και φυτά. Τα σκυλιά κατέτρωγαν τα σώματα των πεθαμένων, ενώ η δυσοσμία ήταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πίστη». Από τα στόματά τους έβγαιναν βλασφημίες και γι’ αυτό δέχθηκαν το θυμό του Κυρίου.

Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες! Μετά ο γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες.  

Στη συνέχεια είδα μια εκκλησία γύρω από την οποία ήταν στοίβα από δεήσεις για τους αποθανόντες. Έσκυψα και θέλησα να τις διαβάσω, άλλα ο γέροντας είπε: «Αυτές οι δεήσεις για τους πεθαμένους βρίσκονται εδώ πολλά χρόνια και οι ιερείς τις έχουν ξεχάσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τις διαβάσουν, άλλα οι νεκροί θα ζητούν κάποιον να προσευχηθεί γι’   αυτούς!» Εγώ τον ρώτησα: «Ποιοι θα προσευχηθούν γι’   αυτούς;». Ο γέροντας αποκρίθηκε: « Οι Άγγελοι θα προσευχηθούν γι’   αυτούς».

Προχωρήσαμε πιο πέρα, και ο γέροντας τάχυνε το βήμα του τόσο που με δυσκολία τον προλάβαινα. «Κοίτα!», μου είπε. Είδα ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους να καταδιώκονται από τους δαίμονες οι οποίοι τους κτυπούσαν με πασσάλους, με δίκρανα και γάντζους. Ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των ανθρώπων. Μου αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι εκείνοι που απαρνήθηκαν την πίστη τους και άφησαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και δέχθηκαν την καινούρια νεωτερίζουσα εκκλησία. Αυτή η ομάδα, εκπροσωπεί τους ιερείς, τους μοναχούς, τις μοναχές, και τους λαϊκούς οι οποίοι απαρνήθηκαν τους όρκους τους, ή το γάμο τους, και δεσμεύθηκαν με το ποτό, την ανηθικότητα, και όλου του είδους τις βλασφημίες και τις διαβολές. Όλοι αυτοί έχουν τρομακτικά πρόσωπα και μια τρομερή δυσοσμία βγαίνει από τα στόματά τους. Οι δαίμονες τους κτυπούσαν, οδηγώντας τους στην τρομερή άβυσσο, από την οποία βγαίνουν οι φλόγες της κολάσεως. Ήμουν πολύ φοβισμένος. Έκανα το σημείο του σταυρού ενώ προσευχόμουν, ο Κύριος να μας αποτρέψει από τέτοια μοίρα!

Μετά, αντίκρισα μια ομάδα ανθρώπων, νέοι και γέροι μαζί, που ήταν όλοι ντυμένοι άσχημα, και κρατούσαν ψηλά ένα μεγάλο αστέρι με 5 σημεία. Σε κάθε γωνία ήταν 12 δαίμονες και στην μέση ήταν ο Σατανάς ο ίδιος με κέρατα και αχυρένιο κεφάλι. Έβγαλε ένα βλαβερό αφρό στους ανθρώπους, ενώ ανακοίνωνε αυτές τις λέξεις: «Σηκωθείτε εσείς οι καταραμένοι με τη σφραγίδα μου…»

Ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλοί δαίμονες με σιδερένιες σφραγίδες και πα΄νω σε όλους τους ανθρώπους τοποθέτησαν τη σφραγίδα: στα χείλη τους, στους αγκώνες και στο δεξί χέρι. Ρώτησα τον γέροντα: «Τι σημαίνει αυτό;» Και αποκρίθηκε: «Αυτό είναι το σημάδι του Αντιχρήστου!». ¨εκανα το σταυρό μου και ακολούθησα το γέροντα.

Ξαφνικά, σταμάτησε και έδειξε προς την Ανατολή με το χέρι του. Είδα μια μεγάλη συγκέντρωση από ανθρώπους με χαρούμενα πρόσωπα που κουβαλούσαν σταυρούς και κεριά στα χέρια. Στο μέσο τους υπήρχε μια Αγία Τράπεζα τόσο λευκή όσο το χιόνι. Στην Αγία Τράπεζα υπήρχε ο σταυρός και το Άγιο Ευαγγέλιο και πάνω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο αέρας με ένα χρυσό αυτοκρατορικό στέμμα πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα «Για το άμεσο μέλλον». Πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές και λαϊκοί στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα. Όλοι έψαλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Από μεγάλη χαρά έκανα το σταυρό μου και δόξασα το Θεό.

Ξαφνικά ο γέροντας κούνησε το σταυρό του προς τα πάνω τρείς φορές και είδα ένα βουνό από πτώματα καλυμμένα από ανθρώπινο αίμα και από πάνω τους πετούσαν Άγγελοι. Έπαιρναν τις ψυχές αυτών που είχαν δολοφονηθεί για το Λόγο του Θεού προς τα ουράνια ενώ έψαλλαν: «Αλληλούϊα!»

Παρατήρησα όλα αυτά και έκλαψα δυνατά. Ο γέροντας με πήρε από τιο χέρι και μου απαγόρευσε να κλαίω. Ό,τι ευχαριστεί το Θεό είναι το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός υπέφερε και έχυσε το πολύτιμο αίμα του για μας. Κάποιοι σαν αυτούς θα γίνουν μάρτυρες, που δε θα δεχθούν τη σφραγίδα του Αντιχρίστου, και όλοι αυτοί που θα χύσουν το αίμα τους θα λάβουν ουράνια στέμματα. Ο γέροντας έπειτα προσευχήθηκε γι’   αυτούς τους δούλους του Θεού και στράφηκε στην Ανατολή καθώς τα λόγια του Προφήτη Δανιήλ βγήκαν αληθινά: «Το βδέλυγμα της ερημώσεως».  

Τελικά είδα το θόλο του ναού της Ιερουσαλήμ. Πάνω του ήταν ένα αστέρι. Μέσα στην εκκλησία εκατομμύρια άνθρωποι συνέρεαν και πάλι πολλοί προσπαθούσαν να μπούν. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας μου άρπαξε το χέρι και είπε: «Εδώ είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως».
       Έτσι μπήκαμε στην εκκλησία, που ήταν γεμάτη κόσμο. Είδα μια Αγία Τράπεζα, που έκαιγαν κεριά από λίπος ζώων. Στην Αγία τράπεζα ήταν ένας βασιλιάς με κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στο κεφάλι του ήταν ένα χρυσό στέμμα με ένα αστέρι. Ρώτησα το γέροντα: «ποίος είναι αυτός;» Μου απάντησε: « Ο Αντίχριστος». Ήταν πολύ ψηλός με μάτια σαν φωτιά, μαύρα φρύδια, ξυρισμένο μούσι, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός με τρομακτικό πρόσωπο. Ήταν μόνος του στην Αγία Τράπεζα και έτεινε τα χέρια του στους ανθρώπους. Είχε νύχια σουβλερά σαν τίγρης και φώναζε: «Είμαι βασιλιάς, είμαι Θεός. Είμαι ο Αρχηγός. Αυτός που δεν έχει τη σφραγίδα μου θα θανατωθεί.».

Όλοι οι άνθρωποι έπεσαν κάτω και τον προσκύνησαν και εκείνος άρχισε να βάζει τη σφραγίδα του στα χείλη τους και στα χέρια τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να λάβουν λίγο ψωμί και να μην πεθάνουν από πείνα και δίψα. Γύρω από τον Αντίχριστο, υπηρέτες του οδηγούσαν αρκετούς ανθρώπους που τα χέρια τους ήταν δεμένα, και δεν είχαν πέσει να τον προσκυνήσουν. Αυτοί είπαν: «είμαστε Χριστιανοί, και όλοι πιστεύουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό!» Ο Αντίχριστος σύντριψε τις κεφαλές τους αστραπιαία, και το Χριστιανικό αίμα άρχισε να ρέει.

Ένα παιδί οδηγήθηκε μετά στην Αγία Τράπεζα του Αντιχρίστου να τον προσκυνήσει, άλλα τολμηρά διακήρυξε: «Είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, άλλα εσύ είσαι υπηρέτης του Σατανά»!- θάνατος σ΄ αυτόν!» , αναφώνησε ο Αντίχριστος. Άλλοι που δέχθηκαν το σφράγισμα του Αντιχρίστου έπεσαν και τον προσκύνησαν.

Ξαφνικά μια βοή από κοσμοσυρροή ξανακούστηκε και χιλιάδες φωτισμένες αστραπές άρχισαν να αστράφτουν. Βέλη άρχισαν να χτυπούν τους υπηρέτες του Αντιχρίστου. ‘Επειτα, ένα μεγάλο φλεγόμενο βέλος άστραψε και χτύπησε τον Αντίχριστο τον ίδιο στο κεφάλι. Καθώς κουνούσε το χέρι του, το στέμμα του έπεσε και συνετρίβη στο έδαφος. Μετά εκατομμύρια πουλιά πέταξαν και κούρνιασαν στους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Ένιωσα το γέροντα να με παίρνει από το χέρι.

Προχωρήσαμε περισσότερο, και είδα πάλι πολύ αίμα Χριστιανών. Ήταν εδώ που θυμήθηκα τις λέξεις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως, ότι το αίμα θα έφτανε ως το χαλινάρι του αλόγου. Σκέφτηκα: «Θεέ μου σώσε μας!» Εκείνη τη στιγμή είδα Αγγέλους να πετούν και να ψάλουν « Άγιος, ‘Αγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ»!

Ο γέροντας κοίταξε πίσω και άρχισε να λέει: «Μη λυπάσαι, γιατί σύντομα, πολύ σύντομα θα έρθει το τέλος του κόσμου! Προσευχήσου στον Κύριο. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος στους υπηρέτες του». Ο καιρός πλησίαζε στο τέλος του. Έδειξε στην Ανατολή , έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. Κι εγώ προσευχήθηκα μαζί του. Μετά ο γέροντας άρχισε να απομακρύνεται γρήγορα από τη γή εις τας ουρανίους μονάς. Καθώς έκανε αυτό, θυμήθηκα ότι δε γνώριζα το όνομά του και έτσι ικέτεψα δυνατά: «Πάτερ πιο είναι το όνομά σου;» Τρυφερά απάντησε: «Σεραφείμ του Σαρώφ».
       Ένα μεγάλο κουδούνι χτύπησε πάνω από το κεφάλι μου, άκουσα τον ήχο και σηκώθηκα από το κρεβάτι. « Κύριε, ευλόγησε και βοήθησέ με μέσω των προσευχών του Αγίου Γέροντα! Με φώτισες, τον αμαρτωλό δούλο σου, τον ιερέα της Κροστάνδης.»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Πηγή: Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο από το « Voronezh Eparchy Messenger » #11,1992.

  1. O όρος στάρετς (γέροντας) υποδηλώνει ένα μοναχό ή σε κάποιες περιπτώσεις ένα έγγαμο ιερέα, οποίος ζεί μια εξαιρετικά άγια ζωή. Ο στάρετς σημειώνεται για την θεοσεβή ζωή του, για τον ασκητισμό του-σωματικό και πνευματικό και για την ικανότητά του να οδηγεί άλλους στον δρόμο προς την σωτηρία.
  2. Βλέπε Ματθ. 2:16-18. Η σφαγή των νηπίων τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 29 Δεκεμβρίου ως εορτή των αθώων νηπίων σφαγιασθέντων υπό του Ηρώδη του Βασιλέως.
  3. Η φράση το βδέλυγμα της ερημώσεως είναι από την προφητεία του Δανιήλ 12:11.
  4. Πρόσφορο είναι το ψωμί που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία.
  5. Ο Νόμος του θεού που είναι γνωστός στα Ρωσικά σαν Zakon Bozhij , αποτελεί κατηχητικό βιβλίο της Εκκλησίας.
  6. Παννυχίδα λέγεται η ακολουθία του μνημοσύνου για τους κεκοιμημένους (τεθνεώτας) που τελείται στο κοιμητήριο ή στην εκκλησία. Ο Μάρτυρας και Άγιος, Τσάρος Νικόλαος II και η οικογένειά του δολοφονήθηκαν με κτηνώδη τρόπο το 1918 . Οι κομμουνιστές εκτελώντας εντολές του Βλαντιμήρ Λένιν έκαψαν τα σώματά τους με οξύ και τα έθαψαν στο δάσος που βρίσκεται έξω από το Ekaterinburg . Περίπου για 75 χρόνια η ύπαρξη του τάφου παρέμενε άγνωστη ως ότου μια ειδική επιτροπή βρήκε και εκταφίασε τα σώματά τους.
  7. Vosduch είναι ο αέρας που σκεπάζει τα Θεία δώρα.

Η στάσις του αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης έναντι των μη ορθόδοξων ομολογιών

8174

Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, Ρώσος ιερεύς, Πνευματικός και θερμουργός κήρυξ του Ευαγγελίου. Ήκμασε στα τέλη του περασμένου αιώνος και στις αρχές του παρόντος. Προορατικός και θαυματουργός.

Ηναλώθη στην καθημερινή διακονία του πάσχοντος λαού. Χριστομίμητος η αγάπη του. Αυτή η αγία αγάπη τον αναγκάζει να πη την αλήθεια για την Ορθοδοξία που σώζει και για την αίρεση και ετεροδοξία που δεν εξασφαλίζουν την σωτηρία.

Σύμφωνα με τους λόγους του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. «μόνο όποιος μετέχει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού κατανοεί την αληθινή φύσι της Εκκλησίας». Ποιος άλλος, λοιπόν, κατενόησε καλύτερα τι είναι η Εκκλησία του Χριστού από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, του οποίου την αγιότητα χαρακτήριζε η ευλαβεστάτη, συχνή και μάλιστα καθημερινή τέλεσις της Θείας Λειτουργίας; Από αυτήν ενεπνέετο για την μεγάλη ποιμαντική του διακονία. Αυτή ήταν η πηγή της υψηλής, εμπειρικής του θεολογίας. Μεταδίδοντας καθημερινώς το Σώμα του Χριστού στον λαό, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος έβλεπε τα όρια της Εκκλησίας και αγωνιζόταν σ’ όλη του την ζωή εναντίων των αιρετικών και σχισματικών, οι οποίοι σοβαρώτατα αμάρτησαν παραβαίνοντας την εντολή του Χριστού: «ίνα πάντες εν ώσιν» ( Ιω. Ιζ’ 21).

Ο άγιος Ιωάννης δεν εδημιούργησε συστήματα Ορθοδόξου δογματικής, όπως και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος επίσης δεν συστηματοποίησε την διδασκαλία του. Ωστόσο, οι σύγχρονοί του εύρισκαν σ’ αυτόν μία υψηλότατη και αλάθητη λύση των θεμάτων της πίστεως.

Ο σκοπός της ζωής για τον άγιο Ιωάννη είναι να εισέλθωμε στο πλήρωμα της Χριστιανικής τελειότητος, της θεώσεως, προς την οποία οδηγούμεθα με τον αγώνα προς τους «αοράτους εχθρούς», με την μετάνοια, με την απόκτησι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Από την εμπειρία ολοκλήρου της ασκητικής του ζωής, ο άγιος Ιωάννης απεκόμισε την σκέψι ότι δια των ανθρωπίνων δυνάμεων είναι αδύνατο να φθάσωμε τούτο το πλήρωμα: «Είναι απαραίτητο να ανήκωμε στην Εκκλησία του Χριστού, της οποίας Κεφαλή είναι ο Παντοδύναμος Βασιλεύς, ο Νικητής του Άδου, ο Ιησούς Χριστός. Η Βασιλεία Του είναι η Εκκλησία, η οποία νοείται ως κοινωνία των αγίων, οι οποίοι μετετέθησαν στον ουρανό, και όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι αγωνίζονται επί της γης (1, σελ. 18), μαχόμενοι προς τας αρχάς και εξουσίας και κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας… Ο μη Ορθόδοξος, ακόμη και μια μεγάλη μη ορθόδοξη κοινότης, δεν μπορεί να στρατευθή στον πόλεμο αυτόν, χωρίς τον Χριστό ως Κεφαλή του δεν μπορεί να κάνη τίποτε με τέτοιους πανούργους, οξυδερκείς εχθρούς, οι οποίοι είναι συνεχώς άγρυπνοι και έχουν μάθει τέλεια την επιστήμη του πολέμου τους.

Ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει δυνατή υποστήριξι στον αγώνα αυτόν: πρώτα από τον Θεό και από τους αγίους Αθλητάς Του, οι οποίοι ενίκησαν τους εχθρούς με την δύναμι της Χάριτος του Χριστού, και έπειτα από την επί γης Ορθόδοξο Εκκλησία, από τους ποιμένας και διδασκάλους της και από την κοινή προσευχή και τα μυστήρια. Η Εκκλησία του Χριστού, στην οποία ελέει Θεού ανήκουμε κι’ εμείς, είναι ένας τέτοιος βοηθός στον αγώνα του Χριστιανού εναντίον των αοράτων και ορατών εχθρών» (1, σελ. 52).

Η σκέψις του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης όσον αφορά την Εκκλησία είναι πρώτα απ’ όλα σωτηριολογική. Το να ανήκει κανείς στην Εκκλησία είναι γι’ αυτόν η πηγή της σωτηρίας: «Η Εκκλησία είναι το μοναδικό Σώμα, του οποίου Κεφαλή είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ενώ ψυχή είναι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο ζωογονεί, φωτίζει, καθαρίζει και ενδυναμώνει όλα τα μέλη αυτού του μεγάλου σώματος που αγωνίζονται επί της γης» (1, σελ. 6, 14, 26).

«Τότε τι αναγκάζει μερικούς να φεύγουν από τον μοναδικό αυτόν οίκο του Θεού» (1, σελ. 6), στον οποίο – επειδή κεφαλή είναι η Ενυπόστατος Σοφία – υπάρχει «μια τέτοια άβυσσος σοφίας, ώστε θα επαρκούσε με αφθονία σε όλους τους σοφούς του κόσμου για μελέτη, θαυμασμό και δοξολογία. Αλλά ο Κύριος απέκρυψε αυτήν από σοφών και συνετών και απεκάλυψεν αυτήν νηπίοις κατά το φρόνημα».

Το πρόβλημα με αυτούς τους αξιολύπητους σοφούς είναι ότι προσπαθούν να συμβιβάσουν την αλήθεια με την υπερήφανη λογική που δεν έχει καθαρθή από τα πάθη, με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουν την αλήθεια και τελικά να εκπίπτουν από την ορθή Πίστι (3, σελ. 58).

Η μοναδικότης και το αλάνθαστον της Πίστεως είναι τελείως ουσιώδη, άλλωστε η Πίστις μας, η νικήσασα τον κόσμον (Α’ Ιω. ε’ 4), δεν είναι το σύνολον υποκειμενικών ψυχολογικών εμπειριών, αλλά η αποκάλυψις υπό της Παναγίας Τριάδος της οδού προς την σωτηρία (!, σελ. 14).

Η ενότης των Χριστιανών στην Εκκλησία δεν γεννάται εκ θελήματος σαρκός (Ιω. α’ 13). Είναι η πραγματοποίησις της προσευχής του Χριστού προς το Πατέρα σχετικά με τους μαθητάς, ίνα ώσιν εν, όπως ακριβώς η Παναγία Τριάς είναι έν. (Ιω. ιζ’ 11, 21 – 22). Είναι ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον εξεχύθη επί των Αποστόλων κατά την Πεντηκοστή. Κατά τους Αγίους Πατέρας, στον χορό των οποίων ίσταται τώρα ενώπιον του Θεού ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, η ενότης της Πίστεως και η μοναδικότης της Εκκλησίας είναι τόσο σπουδαία, ώστε στο Σύμβολο της Πίστεως η μοναδικότης να είναι η πρώτη ιδιότης της Εκκλησίας. Κάθε ένας που θέτει τέρμα στις σχέσεις του με την Μία Εκκλησία δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στην αποστολική διαδοχή, ούτε στην αγιότητα, ούτε στην καθολικότητα, διότι «η Εκκλησία δεν είναι μόνον μία, αλλά και η μοναδική» κατά τον άγιο Κυπριανό Καρθαγένης. «Η αληθινή Εκκλησία παραμένει μία και αδιαίρετος και η μόνη που σώζει. Αυτή είναι η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία».

«Ουδεμία άλλη Χριστιανική Ομολογία εκτός από την Ορθοδοξία» γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, «μπορεί να φέρει ένα Χριστιανό στην τελειότητα της Χριστιανικής ζωής ή αγιότητος και να ολοκληρώση την κάθαρσι από τις αμαρτίες και να οδηγήση στην αφθαρσία, διότι οι άλλες ομολογίες κατέχουν την αλήθεια εν αδικία (Ρωμ. α’, 18), ανέμιξαν την δεισιδαιμονία και το ψεύδος με την αλήθεια και δεν κατέχουν εκείνα τα θεόσδοτα μέσα για την κάθαρσι, τον αγιασμό, την αναγέννησι και ανανέωσι τα οποία κατέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία».

Κάθε προσβολή εναντίον της ενότητος της Εκκλησίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε «αυτοί που αυθαιρέτως χωρίζονται από την Εκκλησία χάνουν την κοινωνία με τους Αγίους, διότι ως νεκρά μέλη με την αντίθετη τοποθέτησί τους επισύρουν πάνω τους την αιώνια απώλεια» (1, σελ. 14). «Θλίβομαι βαθειά», γράφει ο άγιος Ιωάννης, «που η αγία ενότης της Εκκλησίας του Χριστού διερράγη στην Δύσι και από την Δύσι, από τον περιβόητο Ρωμαιοκαθολικισμό και μαζί μ’ αυτόν από τον Λουθηρανισμό και την Μεταρρύθμισι, καθώς επίσης σε μας από σχίσματα και κομματισμούς».

Κάθε πτώσις, σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, αρχίζει από την υπερηφάνεια: περιφρονεί κάποιος μία εντολή και τότε αμαρτάνει στην πράξι. Έτσι έγινε και με το αποσκίρτημα της Δύσεως: «Πριν απ’ αυτό, ο πάπας και οι παπικοί έγιναν υπερήφανοι και εξύψωσαν τους εαυτούς των τόσο, ώστε εσκέφθηκαν να κρίνουν τον ίδιο τον Χριστό, την ίδια την Ενυπόστατο Σοφία του Θεού» (1, σελ 59), τον ουράνιο Διδάσκαλο, χωρίς τον Οποίον «ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει, ει μη ο Υιός» (2, σελ. 38). Η υπερηφάνειά τους έφθασε στο σημείο να διαστρέψουν μερικούς από τους λόγους, εντολές και θεσπίσματά Του (1, σελ. 59). Ο Χριστός λέγει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Λουθηρανοί μαζί με τους Αγγλικανούς λέγουν ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (2, σελ. 38 – 39).

Έχοντας αποκοπή από την Παράδοσι του Αγίου Πνεύματος, έχοντας χάσει το εσωτερικό κριτήριο της αληθείας και την συνοδική αρχή εν τη Εκκλησία, οι Λατίνοι, επειδή έχουν ανάγκη από κάποιο είδος εξουσίας, ήγειραν μια νέα εξουσία για να διδάσκεται η Πίστις: τον «αλάθητο Πάπα της Ρώμης, τον «αντιπρόσωπο του Χριστού».

«Εγώ μεθ’ υμών ειμί… έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20). Ο ίδιος ο Κύριος είναι πάντοτε παρών στην Εκκλησία Του. Τι χρειάζεται τότε ένας αντιπρόσωπος – πάπας;», γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης καταγγέλοντας την αίρεσι του παπισμού.

Ως μια κεφαλαιώδης αίρεσις, ο Λατινισμός προσπαθεί να εντάξη κάτω από το θεολογικό του σύστημα κείμενα από την Αγία Γραφή, κατανοούμενα φυσικά έξω από την Ιερά Παράδοσι την οποία στερείται: «Το κεντρικό σημείο της ρωμαιοκαθολικής υπερηφάνειας και των ρωμαιοκαθολικών ψευδών στα δόγματα, στην διοίκησι και στην ηθική διδασκαλία είναι το πρωτείον του πάπα, η φανταστική και εσφαλμένη κατανόησις του λόγου του Σωτήρος: Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής (Ματθ. ιστ’ 18). Ανεγνωρίσθη από όλους τους Αγίους Πατέρας των πρώτων και μεταγενεστέρων αιώνων, ως επίσης και από τους πολύ πρώτους ορθόδοξους πάπας, ότι πρέπει κανείς να εννοή ως πέτρα θεμελιώσεως τον ίδιο τον Ιησού Χριστό – η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α’ Κορινθ. ι’ 4).

«Ο πάπας και οι παπικοί, – κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος – έχοντας υποδουλώσει όλον τον Καθολικισμό στην αίρεσι, τον κατέστησαν αδιόρθωτο, διότι ο πάπας παρ’ όλες τις αιρέσεις του αναγνωρίζεται ως αλάθητος από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έτσι δεν είναι δυνατόν να διορθωθή από κάποιον που σκέπτεται αντίθετα».

Η Μεταρρύθμισις, η οποία προήλθε από τον Λατινισμό, ήταν μια αντίδρασις εναντίον των διαστροφών του Λατινισμού. Αντί να επανέλθη στην συνοδική βάσι της Ορθοδοξίας, από αντίθεσι στον παπισμό απέρριψε την ιεραρχία, δίδοντας στον κάθε πιστό το δικαίωμα να σκέπτεται «αλάνθαστα» περί της Πίστεως. Ο νομικισμός της Ρώμης και τα ξένα προς τον πατερικό ασκητισμό συστήματα πνευματικής ζωής, που οδηγούν στην πλάνη, παρεχώρησαν την θέσι τους στον ηθικό σχετικισμό και την ακολασία. «Οι Ρωμαιοκαθολικοί, με το να αναγνωρίζουν τον πάπα ως κεφαλή της Εκκλησίας, έχασαν την πραγματική Κεφαλή της Εκκλησίας – τον Χριστό – και παρέμειναν χωρίς Κεφαλή…» (2, σελ. 37). «Οι Λουθηρανοί απεκόπησαν και παρέμειναν χωρίς την Κεφαλή, οι Αγγλικανοί επίσης. Δεν έχουν την Εκκλησία…και ο Βελίαλ τους πολεμά με την δύναμι και τις μηχανορραφίες του και τους κρατά στην πλάνη του και την απώλεια. Ένα πλήθος ανθρώπων χάνονται στην αθεΐα και την φαυλότητα». (1, σελ.52).

«Ο Λουθηρανισμός, καλυπτόμενος υπό το όνομα της Χριστιανικής Πίστεως, είναι στην πραγματικότητα άρνησις της Πίστεως. Απορρίπτοντας τις νηστείες και το μοναχισμό ή την εν παρθενία ζωή την αφιερωμένη αποκλειστικά στην υπηρεσία του Θεού, παραδίδεται στην φιληδονία. Είναι παράδοσις στην ψευδώνυμο ανθρωπίνη λογική με τις φιλοσοφικές της ασυναρτησίες και την θεοποίησή της, άρνησις της θείας αυθεντίας των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, αυθαίρετη συνάθροισις υπό το όνομα της κεκαθαρμένης, μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας».

Ο άγιος Ιωάννης θρηνούσε εν πνεύματι «τις μεγάλες κοινότητες που αστόχησαν στην Πίστι». Δεν έβλεπε να λύνεται η τραγική αυτή κατάστασις με συμβιβασμούς, με την αναζήτησι κοινών στοιχείων στην Πίστι της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Κατενόησε ότι μια τεχνητή ένωσις, με θεμέλια γήινα, είναι ένας πύργος της Βαβέλ. «Είναι πράγματι δυνατόν να ενώση κανείς κάτι που δεν μπορεί να ενωθή, το ψεύδος με την αλήθεια;», αναρρωτιόταν (2, σελ. 31).

«Εμείς οφείλουμε να προσκολληθούμε σταθερά στην μία αληθινή Πίστι και Εκκλησία» (1, σελ. 32). «Ποιος από τους Ορθοδόξους δεν θα επιθυμούσε να ενωθή με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Λουθηρανούς και να είναι ένα με αυτούς εν Χριστώ, μία Εκκλησία, μία κοινότητα πιστών! Ας πετάξουν το ψεύδος, ας δεχθούν την αλήθεια και ας ενωθούν μαζί μας εις ενότητα πνεύματος, φθάνουν οι διαφωνίες και επιχειρηματολογίες των. Ο ερχομός του Χριστού είναι εγγύς, επί θύραις», έγραφε ο άγιος Ιωάννης, «αλλά ποιος από τα μέλη αυτών που ονομάζονται εκκλησίες, κυρίως οι ηγέτες…θα συμφωνήση να αποκηρύξη τα λάθη του; Κανείς. Και εμείς δεν μπορούμε να συμφωνήσωμε με την αιρετική τους διδασκαλία χωρίς να ζημιωθή η σωτηρία των ιδίων των ψυχών μας…»(2, σελ. 31,39)

Απαράδεκτη επίσης για τον άγιο Ιωάννη ήταν η σχετικοποίησις της Πίστεως, (του δόγματος), η παραδοχή κάθε ερμηνείας του Χριστιανισμού (πόσο μάλλον μιας μη χριστιανικής θρησκείας) ως σωστικής. «Οι διάφορες Ομολογίες διατηρούν γνώμες και διδασκαλίες συνήθως αντίθετες προς την θεία αλήθεια του Ευαγγελίου και την διδασκαλία των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων…Η σχετικοποίησις της Πίστεως (του δόγματος) οδηγεί σε απιστία η σε ψυχρότητα πίστεως, σε αμέλεια όσον αφορά στην τήρησι των αρχών της Πίστεως, σε ψυχρότητα μεταξύ των Χριστιανών» (1, σελ. 31).

Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης έθετε την μοναδική του ελπίδα στην παμφωτιστική δύναμι του Παναγίου Πνεύματος και έλεγε ότι «πρέπει κανείς να προσεύχεται με πολύ επιμέλεια… στον Πηδαλιούχο της Αγίας Εκκλησίας, τον Χριστό, ώστε Αυτός να εμφυσήση πνεύμα αγάπης στις καρδιές όλων των Χριστιανών και να τους φωτίση με το Φως Του, για να γνωρίσουν την αλήθεια του Θεού, για να απορρίψουν όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα προς αμοιβαία ενότητα» (1, σελ. 30). Ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης έντονα προσευχόταν στον Θεό μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσθέτοντας ήρεμα το εξής στην ανάγνωσι του Συμβόλου της Πίστεως: «Ένωσε σ’ αυτήν την πίστι όλες τις μεγάλες κοινότητες που καλούνται Χριστιανικές, αλλά κατ’ ουσίαν είναι αποστάται: τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Λουθηρανούς, Αγγλικανούς και άλλους, οι οποίοι απεκόπησαν από την ενότητα της αγίας Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία είναι το Σώμα Σου και της οποίας Συ είσαι Κεφαλή και Σωτήρ. Κατάρριψε την υπερηφάνεια και την αντίθεσι των διδασκάλων τους και αυτών που τους ακολουθούν, δώσε τους να καταλάβουν με την καρδιά τους την αλήθεια και την σωστικότητα της Εκκλησίας Σου και να ενωθούν αδόλως μ’ αυτήν. Με τη δύναμι της Χάριτος του Πνεύματός Σου, ένωσε στην αγία Σου Εκκλησία και αυτούς που είναι ασθενείς από αμάθεια και από την πλάνη του σχίσματος. Ανάκοψε την ισχυρογνωμοσύνη τους και την αντίθεσί τους στην αλήθειά Σου, για να μη χαθούν αθλίως με την αντίθεσί τους, όπως ο Κορέ, ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι οποίοι αντετίθεντο στους δούλους Σου Μωϋσή και Ααρών (Ψαλμ. ρε’ 16 – 18). Τράβηξε προς αυτή την Πίστι όλα τα έθνη που κατοικούν την γη…» (1,σελ. 59, 169). Ο Κύριος άκουγε τις προσευχές του, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να εκφράσω την σκέψι ότι ο άγιος Ιωάννης απηύθυνε αυτούς τους απειλητικούς λόγους, οι οποίοι είναι ωστόσο λόγοι αγάπης, όχι μόνο στους αιρετικούς και σχισματικούς, διότι τις επίστευσε τη ακοή ημών; (Ης. νγ’ 1), αλλά και στους ομοδόξους αδελφούς του καλώντας τους «να προσκολληθούν στην Ορθόδοξο Εκκλησία με ειλικρινή καρδιά (2, σελ. 14).

Κάθε μέλος της Εκκλησίας, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, ιεράρχης, ιερεύς η λαϊκός, οφείλει να ενθυμήται τους λόγους που ειπώθηκαν από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης: «Ελάβαμε το τάλαντον της οικουμενικής Ορθοδοξίας από τον Θεό προς δόξαν Θεού και για την σωτηρία μας. Πως χρησιμοποιούμε και αυξάνουμε αυτό το τάλαντο; Ευχαριστούμε τον Κύριο; Ποια είναι η φύσις της μετανοίας μας; Τι καλά έργα κάνομε; Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστι έως ενός (Ψαλμ. ιγ’ 3)» (2, σελ. 40).

Δεν ταιριάζουν άρα γε και σε μας αυτά τα λόγια της Γραφής;

 

(Αποσπάσματα από το άρθρο του A. VLADIMIROV στο περ/κό Τσερκόβναγια Ζϊζν, τ. 1-2, 1994).

Υπερασπισταί της Ορθοδόξου Πίστεως

Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη” Θεσσαλονίκη

 

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: impantokratoros.gr)